Η Ιβάνκα Τραμπ, η κόρη του προέδρου των ΗΠΑ, ενδέχεται να παραβίασε την ομοσπονδιακή νομοθεσία και κανονισμούς που ισχύουν για τα στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης χρησιμοποιώντας τον ιδιωτικό της λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για τον συντονισμό κυβερνητικών υποθέσεων, έγραψε η Washington Post. Φέρεται να έστελνε μηνύματα σε συμβούλους του Λευκού Οίκου και άλλους ομοσπονδιακούς αξιωματούχους.

Δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Τραμπ διαβεβαίωσε ότι αν και πράγματι χρησιμοποίησε τον προσωπικό της email, κανένα από τα μηνύματα που έλαβε ή έστειλε η σύμβουλος της αμερικανικής προεδρίας δεν περιείχε εμπιστευτικές ή απόρρητες πληροφορίες και τα περισσότερα σχετίζονταν με ζητήματα προγραμματισμού και οικογενειακών υποθέσεων.

Ο Πίτερ Μιριτζάνιαν, εκπρόσωπος Τύπου της συμβούλου και κόρης του προέδρου υποστήριξε ότι όλο αυτό έγινε τους πρώτους μήνες μετά την είσοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία και ότι η Ιβάνκα σταμάτησε να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο email όταν ενημερώθηκε για τους κανονισμούς που ισχύουν.

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ απαιτούσε ασταμάτητα να οδηγηθεί στη φυλακή η πρώην υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον, η αντίπαλός του στην αναμέτρηση του Νοεμβρίου, διότι χρησιμοποιούσε έναν ιδιωτικό server ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για να χειρίζεται κυβερνητικές υποθέσεις, και είχε διαγράψει δεκάδες χιλιάδες emails.

Το θέμα είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις στην προεκλογική εκστρατεία εκείνης της χρονιάς. Κατά συνέπεια, με τόση δημοσιότητα δεν γίνεται πολύ πιστευτό το επιχείρημα ότι η Ιβάνκα δεν γνώριζε τους κανονισμούς.

Ο σύζυγός της Τζάρεντ Κούσνερ, επίσης σύμβουλος του Τραμπ. φέρεται και αυτός να χρησιμοποιούσε για καιρό ιδιωτικό λογαριασμό email.

O εκπρόσωπος της προεκλογικής εκστρατείας της Χίλαρι (το 2016) έγραψε σχετικά στο Twitter: «Ο προσωπάρχης του Λευκού Οίκου Τζον Κέλι πρέπει να εξηγήσει στο Κογκρέσο γιατί δόθηκε άδεια ασφαλούς χρήσης στην Ιβάνκα και τον Τζάρεντ, παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστές στον Λευκό Οίκο οι πρακτικές τους όσον αφορά τα θέματα αλληλογραφίας και η έλλειψη των σχετικών προδιαγραφών ασφάλειας».