Μια επιτροπή της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ ζήτησε σήμερα να τερματιστεί η υπερβολική ηλεκτρονική παρακολούθηση και εξέφρασε την ανησυχία της για τους κινδύνους που ενέχει η πρακτική αυτή για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η Τρίτη Επιτροπή της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, που εξετάζει ζητήματα που άπτονται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υιοθέτησε ομόφωνα το σχέδιο απόφασης που είχαν καταθέσει η Γερμανία και η Βραζιλία. Το σχέδιο απόφασης αυτό αναμένεται να τεθεί σε ψηφοφορία στα 193 μέλη της Γενικής Συνέλευσης τον επόμενο μήνα.

«Για πρώτη φορά στο πλαίσιο του ΟΗΕ η απόφαση αυτή αναφέρει ξεκάθαρα ότι τα δικαιώματα που απολαμβάνουν οι άνθρωποι εκτός του Διαδικτύου θα πρέπει να προστατεύονται και στο Διαδίκτυο», δήλωσε ο γερμανός πρεσβευτής Πέτερ Βίτιχ.

Οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Νέα Ζηλανδία (πέντε συμμαχικές χώρες οι μυστικές υπηρεσίες των οποίων κατηγορούνται για εκτεταμένη ηλεκτρονική κατασκοπεία) υποστήριξαν το σχέδιο απόφασης, αφού άλλαξε η διατύπωση σε αυτό, καθώς αρχικά υπονοούσε ότι η κατασκοπεία ξένων χωρών ενδέχεται να αποτελεί παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.Το σχέδιο απόφασης δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένες χώρες, ωστόσο κατατέθηκε αφού ο πρώην τεχνικός της αμερικανικής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας (NSA) Έντουαρντ Σνόουντεν αποκάλυψε νωρίτερα φέτος ότι η NSA κατασκόπευε ξένες χώρες και ηγέτες, προκαλώντας διεθνείς αντιδράσεις.

Οι αποφάσεις της ΓΣ του ΟΗΕ δεν είναι δεσμευτικές, αντίθετα με τις αποφάσεις του 15μελούς Συμβουλίου Ασφαλείας. Όμως οι αποφάσεις της οι οποίες συγκεντρώνουν ευρεία υποστήριξη συχνά φέρουν ειδικό ηθικό και πολιτικό βάρος.

Το σχέδιο της απόφασης επισημαίνει ότι «αν και οι ανησυχίες για τη δημόσια ασφάλεια μπορεί να δικαιολογούν τη συλλογή και την προστασία κάποιων ευαίσθητων πληροφοριών, τα κράτη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι συμμορφώνονται πλήρως στις υποχρεώσεις τους βάσει των διεθνών κανόνων για τα ανθρώπινα δικαιώματα».

Επίσης καλεί τις χώρες να επανεξετάσουν τις διαδικασίες, τις πρακτικές και τη νομοθεσία τους σχετικά με την παρακολούθηση των επικοινωνιών και «να δημιουργήσουν ή να διατηρήσουν τους υπάρχοντες ανεξάρτητους, αποτελεσματικούς, εγχώριους μηχανισμούς ελέγχου που είναι ικανοί να διασφαλίζουν τη διαφάνεια και τη λογοδοσία της παρακολούθησης των επικοινωνιών, της υποκλοπής τους και της συλλογής προσωπικών δεδομένων από τα κράτη».