’γγλος δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο κορυφαίος μυθιστοριογράφος, που ανέδειξε η βικτωριανή Αγγλία κι ένας από τους σπουδαιότερους σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπήρξε από τους σφοδρότερους επικριτές τόσο των ταξικών διαιρέσεων της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, όσο και της τεράστιας φτώχειας, την οποία σήμανε για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού η Βιομηχανική Επανάσταση. Ο Ντίκενς είναι ο συγγραφέας των φτωχών, των ανήμπορων και των ξεγυμνωμένων.

Ο Τσαρλς Τζον Χάφαμ Ντίκενς (Charles John Huffam Dickens) γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1812 στο νησί Πόρτσι, που περιβάλλεται από την πόλη Πόρτσμουθ της Νότιας Αγγλίας. Το 1817 η οικογένειά του μετακόμισε στο Τσάταμ του Κεντ, όπου ο νεαρός Κάρολος πέρασε πέντε ευτυχισμένα χρόνια. Πήγαινε σε ιδιωτικό σχολείο, έπαιζε πολύ και διάβαζε μανιωδώς τις νουβέλες των Χένρι Φίλντινγκ και Τομπάιας Σμόλετ. Το 1822 η οικογένειά του αναγκάσθηκε να μετακομίσει στο Λονδίνο, λόγω των χρεών του πατέρα του.

Μετά τη φυλάκιση του πατέρα του για χρέη το 1824 έζησε στο σπίτι της γηραιάς κυρίας Ελίζαμπεθ Ρόιλανς, που ήταν φίλη της οικογένειας. Για να πληρώνει τη διαμονή και διατροφή του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να δουλεύει καθημερινά επί δεκάωρο σ’ ένα εργοστάσιο βερνικιών. Οι συνθήκες εργασίας ήταν απάνθρωπες, αλλά διαμόρφωσαν τον κατοπινό συγγραφικό του χαρακτήρα. Τη δική του οικτρή οικονομική κατάσταση και τις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης αποτέλεσαν το θέμα του πιο αγαπημένου του έργου, του αυτοβιογραφικού Δαβίδ Κόπερφιλντ (1849-1850).

Μία απρόσμενη κληρονομιά βοήθησε τον πατέρα του να βγει από τη φυλακή και να διευθετήσει τα χρέη με τους πιστωτές του. Όμως, η σχέση με τον γιο του Κάρολο είχε διαρραγεί οριστικά. Τη διετία 1827-1828 ο νεαρός Ντίκενς δούλεψε ως βοηθός σε δικηγορικό γραφείο και στη συνέχεια ως στενογράφος στα δικαστήρια του Λονδίνου. Οι δύο αυτές ενασχολήσεις τού άφησαν μία βαθειά απέχθεια γιο το αγγλικό δικαστικό σύστημα, που πίστευε ότι ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των πλουσίων.

Το 1830 ο Ντίκενς συνάντησε τον πρώτο έρωτα της ζωής του, στο πρόσωπο της Μαρίας Μπίντνελ, που αποτέλεσε το μοντέλο για τον χαρακτήρα της Ντόρα Σπένλοου στον Δαβίδ Κόπερφιλντ. Οι γονείς της νεαρής κοπέλας εναντιώθηκαν στη σχέση και την έστειλαν να σπουδάσει στο Παρίσι.

Από το 1833 και μετά η επαγγελματική του ζωή εναλλασσόταν μεταξύ δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας. Διετέλεσε πολιτικός και κοινοβουλευτικός συντάκτης σε διάφορα έντυπα φιλελευθέρων αποχρώσεων. Γνωρίζοντας την πολιτική ζωή από τα μέσα, έχασε σιγά -σιγά την εμπιστοσύνη του στο πολιτικό σύστημα, που εξέθρεφε «τη φτώχεια, την πείνα και την αμάθεια», όπως έλεγε, ενώ ήταν ιδιαίτερα επικριτικός για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που «αποδεικνύεται τέλεια αποτυχία». Δεν είχε όμως και κάποια άξια λόγου εναλλακτική λύση να προτείνει.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1830 άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του λογοτεχνικά έργα. 

Το πρώτο μυθιστόρημα είναι Τα Χαρτιά του Πίκγουικ, που εξέδωσε το 1836 και αμέσως έκανε γνωστό το όνομά του. Στο έργο αυτό παρουσιάζονται σε εμβρυακή κατάσταση, πολλά από τα χαρακτηριστικά, που υπάρχουν στο μεταγενέστερο μυθοπλαστικό του σύμπαν: σατιρικές ή καταγγελτικές επιθέσεις εναντίον των κοινωνικών κακών και των ανεπαρκών θεσμών, παρεμβάσεις σε κοινωνικά ζητήματα της εποχής, γνώση του Λονδίνου (του χώρου που κυριαρχεί πάντα στα έργα του), ένα διάχυτο πνεύμα συμπόνιας και μια στάση εγκαρδιότητας απέναντι στους ανθρώπους, καθώς και μια ανεξάντλητη δυνατότητα στο πλάσιμο των χαρακτήρων.

Στις 2 Απριλίου 1836 ο Κάρολος Ντίκενς παντρεύεται την Κάθριν Χόγκαρθ, κόρη του ευυπόληπτου σκωτσέζου δημοσιογράφου Τζορτζ Χόγκαρθ, με την οποία θα αποκτήσει δέκα παιδιά. Θα χωρίσουν 22 χρόνια αργότερα, λόγω των εξωσυζυγικών περιπετειών του.

Η φήμη του εκτοξεύεται με τα δύο επόμενα μυθιστορήματα του, Όλιβερ Τουίστ (1837-1838) και Νίκολας Νίκλεμπι (1838-1838), τα οποία αποκαλύπτουν με τα μελανότερα χρώματα τη μαύρη καθημερινότητα του Λονδίνου και του Γιορκσάιρ, με ένα σύμπαν βυθισμένο στην εκμετάλλευση, στο έγκλημα και την πορνεία.

Το 1844 γράφει το πιο δημοφιλές έργο του, τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία  ενώ το 1849 αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Δαβίδ Κόπερφιλντ, που αποκαλύπτει το στυγνό πρόσωπο της εργοδοσίας. Το φιλάνθρωπο πνεύμα, που είναι διάχυτο στο έργο του Ντίκενς, βρίσκει συχνά πρακτική έκφραση σε δημόσιες ομιλίες, οργάνωση εράνων και ιδιωτικές φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες. Μία από αυτές είναι η διοργάνωση δημοσίων συγκεντρώσεων με εισιτήριο, στις οποίες διαβάζει αποσπάσματα από τα έργα του.

Συνολικά πραγματοποίησε από σκηνής 471 παρουσιάσεις των λογοτεχνικών έργων του. 

Στις 9 Ιουνίου 1865, επιστρέφοντας από το Παρίσι με την ερωμένη του Έλεν Τέρναν και τη μητέρα της, ενεπλάκη σε σιδηροδρομικό δυστύχημα στο Στέιπλχαρστ του Κεντ. Τα βαγόνια της πρώτης θέσης του συρμού εκτροχιάστηκαν πάνω σε μία προσφάτως ανακαινισμένη γέφυρα και έπεσαν στα νερά του ποταμού Μπελτ. Μόνο το βαγόνι στο οποίο επέβαινε η συντροφιά του Ντίκενς παρέμεινε στις ράγες. Ο διάσημος συγγραφέας δεν έπαθε το παραμικρό και βοήθησε τους τραυματίες μέχρις ότου φθάσουν τα σωστικά συνεργεία. Τον επόμενο χρόνο περιέγραψε την εμπειρία του στο διήγημα The Signal-Man. έχω το κλειδί».

Την επόμενη διετία ο Ντίκενς πραγματοποίησε περιοδείες με αναγνώσεις έργων του εντός της Μεγάλης Βρετανίας. Στις 22 Απριλίου 1869 έπαθε το πρώτο του εγκεφαλικό. Γρήγορα το ξεπέρασε και επιδόθηκε στις συνήθεις δραστηριότητες τους με τους γνωστούς φρενήρεις ρυθμούς του. Στις 8 Ιουνίου 1870 έπαθε ένα ακόμη εγκεφαλικό στην αγροικία του στο Γκαντ’ς Χιλ του Τσάταμ, που απέβη μοιραίο. Την επόμενη μέρα άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 58 ετών, ακριβώς πέντε χρόνια μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα του Στέιπλχαρστ, αφήνοντας ημιτελές το μυθιστόρημά του Το μυστήριο του Έντουιν Ντρουντ, το οποίο πολλοί επιχείρησαν να ολοκληρώσουν από τότε.

Στην Ελλάδα το πρώτο λογοτεχνικό έργο του Ντίκενς -το μυθιστόρημα Τα δύσκολα χρόνια- εκδόθηκε το 1887 . Έκτοτε, τα σημαντικότερα έργα του Ντίκενς έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, όχι μία, αλλά πολλές φορές. Οι μεταπολεμικές γενιές γνώρισαν τον Ντίκενς και μέσα από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα.