Σημαντικά βελτιωμένη είναι η εικόνα της Ελλάδας, σε ό,τι αφορά τον έλεγχο της ιλαράς, σύμφωνα με την Μαρία Θεοδωρίδου, την πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών.

Από τις αρχές του 2019 έχουν καταγραφεί 28 κρούσματα ιλαράς σε παιδιά από κοινότητες Ρομά αλλοδαπής εθνικότητας και σε ενήλικους που είχαν ταξιδέψει πρόσφατα σε ενδημικές χώρες. «Τα κρούσματα που κατεγράφησαν είναι εισαγόμενα, δεν είναι περιπτώσεις ιλαράς που προήλθαν μέσα στην Ελλάδα», ανέφερε χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ η κ. Θεοδωρίδου. Η ίδια εκτιμά πως η διατύπωση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ότι, βάσει των δεδομένων για το 2018 παύει να θεωρεί την Ελλάδα χώρα όπου η ασθένεια έχει «εξαλειφθεί», οδηγεί σε «εσφαλμένη εντύπωση ότι έχουμε επιδημία εν ενεργεία, κάτι που δεν ισχύει καθώς η επιδημία είναι σε ύφεση».

Από το τμήμα Επιδημιολογικής Επιτήρησης του ΕΟΔΥ θα αποσταλεί άμεσα επιστολή στον ΠΟΥ, η οποία θα επισημαίνει ότι «ο τρόπος διατύπωσης δεν ήταν ο κατάλληλος και τουλάχιστον να γίνει πιο ξεκάθαρο ότι τα στοιχεία αφορούσαν τα προηγούμενα χρόνια». Η κ. Θεοδωρίδου σημείωσε ότι πράγματι το 2017 και το 2018 εκδηλώθηκε και στη χώρα μας- όπως και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές- επιδημία ιλαράς. Συγκεκριμένα, καταγράφηκαν 3.259 κρούσματα ιλαράς, τα οποία αφορούσαν κυρίως μικρά παιδιά από κοινότητες Ρομά, καθώς και νεαρούς ενηλίκους (25-44 ετών) από το γενικό πληθυσμό που ήταν επίνοσοι στην ιλαρά, μεταξύ των οποίων και ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι επαγγελματίες υγείας.

Αύξηση των εμβολιασμών για την ιλαρά


Σύμφωνα με την κ. Θεοδωρίδου έχει γίνει σημαντική προσπάθεια προς την κατεύθυνση ενημέρωσης και εμβολιαστικής κάλυψης των ευαίσθητων ομάδων του πληθυσμού. «Είμαστε σε πολύ καλό δρόμο, δηλαδή καταφέραμε τα παιδιά τουλάχιστον, αλλά και ενήλικες να έχουν εμβολιαστεί σε υψηλό ποσοστό και να έχει καλυφθεί και ένα σημαντικό ποσοστό Ρομά. Εδώ είναι ο αδύνατος κρίκος και γι' αυτό οι προσπάθειες επιτήρησης, ενημέρωσης και εμβολιασμών συνεχίζονται», δήλωσε στο ΑΠΕ η ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής ΕΚΠΑ.

Παρά την αύξηση των εμβολιασμών που παρατηρήθηκε, «δεν έχουμε φτάσει σε σημείο ώστε να είμαστε ικανοποιημένοι, ειδικά όσον αφορά την εμβολιαστική κάλυψη των ευαίσθητων ομάδων όπως είναι οι Ρομά, διότι η πλειονότητα των περιστατικών στην Ελλάδα αφορούσε παιδιά μικρής ηλικίας που ανήκαν στους Ρομά. Όλη η προσπάθεια πρέπει να παραμείνει στην εμβολιαστική κάλυψη αυτών των πληθυσμών, που δεν πάνε μόνοι τους στο γιατρό πρέπει ο γιατρός να πάει σε αυτούς για να τους εμβολιάσει», σημείωσε η κ. Θεοδωρίδου.

Από την έναρξη της επιδημικής έξαρσης της ιλαράς ελήφθησαν μέτρα για τους εμβολιασμούς όχι μόνο παιδιών αλλά και ενηλίκων και το πρώτο ήταν η τροποποίηση του σχήματος των δύο δόσεων εμβολιασμού στα παιδιά, δηλαδή η πρώτη δόση χορηγείται πλέον στην ηλικία των 12 μηνών και η δεύτερη τρεις μήνες μετά την πρώτη. Επίσης όλα τα παιδιά, οι έφηβοι και οι ενήλικες που έχουν γεννηθεί μετά το 1970 και δεν έχουν ιστορικό νόσου, πρέπει να είναι εμβολιασμένοι με δύο δόσεις εμβολίου ιλαράς.

«Η ιλαρά στην Ελλάδα δεν έχει εξαλειφθεί, καθώς έχουμε εισαγόμενα κρούσματα και έχουμε μεταναστατευτικές ροές που ανά πάσα ώρα μπορεί κάτι να προκύψει. Περιστατικά θα έχουμε, είμαστε σε μια τέτοια γεωγραφική θέση που έχουμε γύρω μας χώρες που έχουν σε εξέλιξη επιδημίες, όπως η Αλβανία», σημείωσε η κ. Θεοδωρίδου.

Τι είναι η ιλαρά
Η ιλαρά είναι ένα εξαιρετικά μεταδοτικό νόσημα. Όλα τα άτομα (παιδιά και ενήλικες) που δεν είναι εμβολιασμένα ή έχουν κάνει μόνο μια δόση του εμβολίου μπορεί να κολλήσουν εάν εκτεθούν στον ιό. Ο ιός διασπείρεται με τα σταγονίδια του αναπνευστικού συστήματος όταν ένας ασθενής μιλάει, βήχει ή φταρνίζεται.

Περίπου ένας στους τρεις ασθενείς με ιλαρά μπορεί να εκδηλώσει σοβαρές επιπλοκές και να χρειαστεί νοσηλεία. Οι επιπλοκές είναι συχνότερες στα μικρά παιδιά, στους ενήλικες, στα ανοσοκατασταλμένα άτομα και τις έγκυες γυναίκες. Στις επιπλοκές της ιλαράς περιλαμβάνονται: ωτίτιδα, πνευμονία, ιγμορίτιδα, διάρροιες, ηπατίτιδα, σπασμοί, εγκεφαλίτιδα και μόνιμη εγκεφαλική βλάβη. Στις αναπτυγμένες χώρες περίπου ένας στους 1.000 ασθενείς με ιλαρά μπορεί να καταλήξει σε θάνατο. Δεν υπάρχει ειδική θεραπεία για τη νόσο. Το καλύτερο προληπτικό μέτρο είναι ο εμβολιασμός.