Στις εκδηλώσεις για τον Νικόλαο Δημητρακόπουλο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Η εκδήλωση οργανώνεται υπό την αιγίδα της Προεδρίας της Δημοκρατίας από τον Δήμο Μεγαλόπολης, τον Σύλλογο Καρυτινών Αθήνας και του Πειραιά «Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» και τον Πολιτιστικό Σύλλογο «Κοινόν Καρυτινών» στην πλατεία του χωριού δίπλα στον ανδριάντα του Νικολάου Δημητρακόπουλου.
Ο Νικόλαος Δημητρακόπουλος γεννήθηκε το 1864 στην Καρύταινα της Γορτυνίας, το ορμητήριο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 κατά των Τούρκων. Νοµικός και βουλευτής, κοσμοπολίτης και πολυμαθής, από τους πιο επιφανείς άνδρες που γνώρισε ποτέ η χώρα, θεωρείται ο πλέον σπουδαίος νομοθέτης μετά τον Μάουερ, ο αναμορφωτής της Eλληνικής Δικαιοσύνης και ένας γνήσιος οραματιστής που έγινε αποδεκτός από τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Το 1897, κλήθηκε να υπηρετήσει ως έφεδρος δεκανέας στις τάξεις του ελληνικού στρατού, σε εκείνη την «άτυχη εκστρατεία» ενάντια στους Τούρκους, µε αρχιστράτηγο τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο. Μετά την υποχώρηση και την ανακωχή, που στοίχισαν βαρύτατα στην Ελλάδα, έγραψε τα «Πολεµικά Αποµνηµονεύµατα 1897», στα οποία εξιστορεί τις οδυνηρές εµπειρίες του.
Ποιος ήταν όμως ο άγνωστος στο ευρύ κοινό Νικόλαος Δημητρακόπουλος;
Επρόκειτο για προσωπικότητα διεθνούς βεληνεκούς, που είχε διακριθεί στη Βουλή ως δεινός ρήτωρ, κάτι που έκανε τον Ελευθέριο Βενιζέλο να του αναθέσει το κρίσιμο χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, στο οποίο διέπρεψε επιτυγχάνοντας την αναβάθμιση του δικαστικού σώματος και εξασφαλίζοντας την αποκατάσταση και την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης σε εποχές απόλυτης ανομίας. Τα βασικά μέτρα που πήρε ξεκινούσαν από την αναβάθμιση των αποδοχών των δικαστών και την αναγνώριση του έργου τους έως την κάθαρση του Σώματος από τα «ανάξια στοιχεία» όπως ο ίδιος τα αποκαλούσε, και την ουσιαστική και αδέκαστη λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Προετοίμασε δε το μεγάλο σχέδιο των αναθεωρητικών διατάξεων του Συντάγματος, που υλοποιήθηκαν το 1911 θέτοντας τις βάσεις του σύγχρονου ελληνικού κράτος. Εκτός από την εξομάλυνση του βίου της υπαίθρου, όπου επικρατούσαν ληστείες, ανομία κ.λπ. - είναι αυτός που απαγόρευσε τη ζωοκλοπή -, προασπίστηκε την ελευθερία του Τύπου αλλά και των αδυνάτων.
Το 1909 αρνήθηκε υπουργικό αξίωμα επειδή ο ίδιος δεν είχε εκλεγεί από τον λαό και δεν το επέτρεπε στον εαυτό του ενώ έναν χρόνο αργότερα, έχοντας δημιουργήσει δικό του κόμμα κατάφερε να κερδίσει 21 έδρες και να εκλεγεί βουλευτής Αρκαδίας, συμπράττοντας στη συνέχεια με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το 1912 αποχώρησε από το Κόμμα των Φιλελευθέρων ύστερα από διαφωνία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και ίδρυσε το Προοδευτικό Κόμμα καταφέρνοντας μάλιστα στις επόμενες εκλογές, το 1915, να κατακτήσει επτά έδρες, ενώ το 1920, αν και δεν κατάφερε να κατέβει ως υποψήφιος ο ίδιος για λόγους υγείας, είδε το κόμμα του να αποσπά 14 έδρες.
Πέθανε στη Βιέννη έναν χρόνο αργότερα, σε ηλικία μόλις 57 ετών, αναγκάζοντας εκ των υστέρων ακόμα και τον αιώνιο εχθρό του, τον βασιλέα Γεώργιο Α’, να παραδεχτεί πως ποτέ «δεν συνεργάσθην με τόσο μεγάλο υπουργό». Ως κοσμοπολίτης και πολυμαθής φρόντισε να ενημερωθεί για τα κείμενα περί Δικαιοσύνης σε όλο τον κόσμο, ενώ γνώριζε σε βάθος και την αρχαιοελληνική γραμματεία και τις θέσεις και παρατηρήσεις των Αρχαίων περί στρατηγικής και τακτικής.
Στα περίφημα «Πολεμικά Απομνημονεύματα», ένα μνημειώδες έργο που κατάφερε να αποδώσει σε άρτια ελληνικά η Ευγενία Αρβανίτη βρίσκει κανείς παραπομπές στον Ξενοφώντα και τον Θουκυδίδη, τον Ομηρο και τον Πλούταρχο, τη μυθολογία και τους συμβολισμούς τα οποία μετέρχεται ο συγγραφέας με την ίδια επάρκεια.
«Οταν έφτασε το τάγµα στο χωριό, βρήκε τους κατοίκους φοβισµένους λόγω της υποχώρησης των ελληνικών στρατευµάτων. Πουλούσαν αντί λίγων δεκαλέπτων τα κοτόπουλά τους, συσκεύαζαν βιαστικά ρούχα και πράγµατα πρώτης ανάγκης και ετοιµάζονταν για αναχώρηση».
Έτσι περιγράφει ο Νικόλαος Δηµητρακόπουλος, την «άτυχη εκστρατεία» ενάντια στους Τούρκους, µε αρχιστράτηγο τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο που κλήθηκε το 1897 να υπηρετήσει ως έφεδρος δεκανέας στις τάξεις του ελληνικού στρατού. Μετά την υποχώρηση και την ανακωχή, που στοίχισαν βαρύτατα στην Ελλάδα, έγραψε τα «Πολεµικά Αποµνηµονεύµατα 1897», στα οποία εξιστορεί τις οδυνηρές εµπειρίες του.
Ο πόλεµος του ’97 είναι από τις λιγότερο γνωστές περιόδους της νεότερης ελληνικής Ιστορίας - ακριβώς επειδή ο στρατός ηττήθηκε κατά κράτος από τις τουρκικές δυνάµεις και υποχωρούσε άτακτα, λεηλατώντας ελληνικές πόλεις όπως η Λαµία, µιας και οι γραµµές διαλύθηκαν και οι στρατιώτες δεν είχαν τίποτα για να τραφούν… Βεβαίως, το πάθηµα έγινε µάθηµα - και δεκαπέντε χρόνια αργότερα, αφού είχαν µεσολαβήσει η Επανάσταση στου Γουδή και µια άρτια πολεµική προπαρασκευή, τα ελληνικά στρατεύµατα νικούσαν στους Βαλκανικούς Πολέµους και έµπαιναν στη Θεσσαλονίκη, προλαβαίνοντας Σέρβους και Βουλγάρους.
Ο Δηµητρακόπουλος περιγράφει µία άλλη -καθόλου ένδοξη- εποχή. Τέσσερα χρόνια µετά το «Δυστυχώς, επτωχεύσαµεν» του Χαριλάου Τρικούπη, η στρατιωτικά αδύναµη -λόγω έλλειψης πόρων- Ελλάδα ενεπλάκη σε πόλεµο µε την Οθωµανική Αυτοκρατορία µε αφορµή το Κρητικό Ζήτηµα: Οι ελληνικές δυνάµεις που αποβιβάστηκαν στα Χανιά έδωσαν στην Τουρκία επιχείρηµα για κήρυξη πολέµου, τον Απρίλιο του 1897. Πολύ σύντοµα, τα τουρκικά στρατεύµατα µπήκαν στη Θεσσαλία - και µε εξαίρεση την αντίσταση της ταξιαρχίας του συνταγµατάρχη Σµολένσκη στο Βελεστίνο, έκαναν περίπατο έως τα περίχωρα της Αττικής.
Η αρχιστρατηγία του διαδόχου Κωνσταντίνου δεν στάθηκε επαρκής, πράγµα που οδήγησε πολλούς, µεταξύ αυτών και τον Δηµητρακόπουλο, να αρθρογραφήσουν εναντίον του. Φυσικά, βρέθηκε αντιµέτωπος µε τη Δικαιοσύνη γι’ αυτό, αλλά ως δεινός νοµικός έπεισε το δικαστήριο να δηλώσει… αναρµόδιο!
Με τα «Πολεµικά Αποµνηµονεύµατα 1897» δεν επιχειρεί καν µία αποτύπωση των ιστορικών γεγονότων της εποχής εκείνης. Ωστόσο, µέσα από το κείµενό του προκύπτει -µε τη λεπτοµερή καταγραφή ντροπιαστικών για τη χώρα περιστατικών- η κακοδαιµονία που κατέτρυχε την Ελλάδα λίγο πριν από την έλευση του 20ού αιώνα.
Η περιγραφή των συνεχών υποχωρήσεων του στρατού -µαζί µε τους κατοίκους των περιοχών που στη συνέχεια καταλαµβάνονταν από τα τουρκικά στρατεύµατα- είναι καταλυτική: Μιλά για το τάγµα του, που διατάχθηκε να µεταβεί -εν τη απουσία του, µιας και ο ίδιος ήταν κλινήρης στο νοσοκοµείο του Δοµοκού- στους Βελησσιώτες, ένα χωριό δυτικά, µιάµιση ώρα σε πορεία. Οµως, το ίδιο βράδυ το τάγµα επέστρεψε στον Δοµοκό -και ο Δηµητρακόπουλος, που εν τω µεταξύ είχε βγει από το νοσοκοµείο και ήταν ξαπλωµένος στο φυλάκιο, ρώτησε τον υπασπιστή του τάγµατος τι είχε συµβεί- για να ανακαλύψει ότι η υποχώρηση έγινε εξαιτίας µιας… φήµης.
«Ο γιος του πασά Φωτιάδη, στον οποίον ανήκει η περιοχή εκείνη, συνοµιλώντας µε τον υποδεκανέα Δ. Γαλάνη, τέως διευθυντή Λυκείου στην Αθήνα, του έθεσε υπ’ όψιν ότι έπρεπε να σταλεί και στην Αγόριανη επαρκής στρατιωτική δύναµη για να φυλάξει το εκεί πέρασµα, διότι διαφορετικά έµενε εκτεθειµένη η αριστερή πλευρά του τάγµατος και µπορούσε αυτό εύκολα να περικυκλωθεί.
Η είδηση διαδόθηκε αστραπιαία, ανάλογα δε µε την ιδιοσυγκρασία και την ψυχολογική κατάσταση του καθενός, µεγάλωνε καταπληκτικά µεταφερόµενη από στόµα σε στόµα σαν χιονοστιβάδα που κυλάει πάνω σε χιονισµένο έδαφος.
Την τελευταία λέξη επρόκειτο να πουν, όπως είναι φυσικό, αξιωµατικοί του τάγµατος και κυρίως ο διοικητής του. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, σε συµβούλιο και συσκέφθηκαν σοβαρά για τη µεγάλη ανακάλυψη… Το αποτέλεσµα της σύσκεψης ήταν η αναπάντεχη απόφαση να εγκαταλείψει το τάγµα την τοποθεσία και να επιστρέψει πολύ γρήγορα στον Δοµοκό».
Αµέσως µετά, ο Δηµητρακόπουλος περιγράφει τις επιπτώσεις που είχε εκείνη η απόφαση στο ηθικό των στρατιωτών: «Οι διαδόσεις που κυκλοφορούσαν προηγουµένως πήραν επίσηµο χαρακτήρα, ο κίνδυνος της περικύκλωσης φαινόταν επικείµενος και παρατηρήθηκε στις τάξεις των στρατιωτών έντονη αγωνία που λίγο απείχε από τον πανικό. Ολοι συγκεντρώθηκαν γρήγορα, κοτόπουλα που µαγειρεύονταν για το δείπνο αφέθηκαν µισοψηµένα και ύστερα από λίγο το χωριό και οι θέσεις που είχαν σχέση µ’ αυτό ήταν έρηµα».
Πώς έγινε όµως η επιστροφή στον Δοµοκό; «Δεν αναχώρησε από εκεί ούτε επανήλθε στον Δοµοκό συντεταγµένο τάγµα, αλλά ανάµεικτες οµάδες στρατιωτών και αξιωµατικών που υποχωρούσαν άτακτα και κάθε οµάδα διάλεγε τον δικό της δρόµο ή µονοπάτι της επιστροφής… Τέτοια υπήρξε η περίφηµη εκείνη κάθοδος, κατά την οποία αξιωµατικοί και οπλίτες έφευγαν σαν λαγοί µέσα από το θαµνώδες δάσος, ένας δε από τους στρατιώτες του πρώτου λόχου προχωρώντας µε βιασύνη µέσα από τους άγριους θάµνους έχασε την ξιφολόγχη του». Την επόµενη µέρα πια, οι στρατιώτες πληροφορούνταν ότι οι Τούρκοι ήταν ακόµα µπροστά στα Φάρσαλα, δεκάδες χιλιόµετρα µακριά από τον Δοµοκό, τους Βελησσιώτες και το πέρασµα της Αγόριανης…
Ο Νικόλαος Δημητρακόπουλος γεννήθηκε το 1864 στην Καρύταινα της Γορτυνίας, το ορμητήριο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 κατά των Τούρκων. Νοµικός και βουλευτής, κοσμοπολίτης και πολυμαθής, από τους πιο επιφανείς άνδρες που γνώρισε ποτέ η χώρα, θεωρείται ο πλέον σπουδαίος νομοθέτης μετά τον Μάουερ, ο αναμορφωτής της Eλληνικής Δικαιοσύνης και ένας γνήσιος οραματιστής που έγινε αποδεκτός από τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Το 1897, κλήθηκε να υπηρετήσει ως έφεδρος δεκανέας στις τάξεις του ελληνικού στρατού, σε εκείνη την «άτυχη εκστρατεία» ενάντια στους Τούρκους, µε αρχιστράτηγο τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο. Μετά την υποχώρηση και την ανακωχή, που στοίχισαν βαρύτατα στην Ελλάδα, έγραψε τα «Πολεµικά Αποµνηµονεύµατα 1897», στα οποία εξιστορεί τις οδυνηρές εµπειρίες του.
Ποιος ήταν όμως ο άγνωστος στο ευρύ κοινό Νικόλαος Δημητρακόπουλος;
Επρόκειτο για προσωπικότητα διεθνούς βεληνεκούς, που είχε διακριθεί στη Βουλή ως δεινός ρήτωρ, κάτι που έκανε τον Ελευθέριο Βενιζέλο να του αναθέσει το κρίσιμο χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, στο οποίο διέπρεψε επιτυγχάνοντας την αναβάθμιση του δικαστικού σώματος και εξασφαλίζοντας την αποκατάσταση και την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης σε εποχές απόλυτης ανομίας. Τα βασικά μέτρα που πήρε ξεκινούσαν από την αναβάθμιση των αποδοχών των δικαστών και την αναγνώριση του έργου τους έως την κάθαρση του Σώματος από τα «ανάξια στοιχεία» όπως ο ίδιος τα αποκαλούσε, και την ουσιαστική και αδέκαστη λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Προετοίμασε δε το μεγάλο σχέδιο των αναθεωρητικών διατάξεων του Συντάγματος, που υλοποιήθηκαν το 1911 θέτοντας τις βάσεις του σύγχρονου ελληνικού κράτος. Εκτός από την εξομάλυνση του βίου της υπαίθρου, όπου επικρατούσαν ληστείες, ανομία κ.λπ. - είναι αυτός που απαγόρευσε τη ζωοκλοπή -, προασπίστηκε την ελευθερία του Τύπου αλλά και των αδυνάτων.
Το 1909 αρνήθηκε υπουργικό αξίωμα επειδή ο ίδιος δεν είχε εκλεγεί από τον λαό και δεν το επέτρεπε στον εαυτό του ενώ έναν χρόνο αργότερα, έχοντας δημιουργήσει δικό του κόμμα κατάφερε να κερδίσει 21 έδρες και να εκλεγεί βουλευτής Αρκαδίας, συμπράττοντας στη συνέχεια με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το 1912 αποχώρησε από το Κόμμα των Φιλελευθέρων ύστερα από διαφωνία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και ίδρυσε το Προοδευτικό Κόμμα καταφέρνοντας μάλιστα στις επόμενες εκλογές, το 1915, να κατακτήσει επτά έδρες, ενώ το 1920, αν και δεν κατάφερε να κατέβει ως υποψήφιος ο ίδιος για λόγους υγείας, είδε το κόμμα του να αποσπά 14 έδρες.
Πέθανε στη Βιέννη έναν χρόνο αργότερα, σε ηλικία μόλις 57 ετών, αναγκάζοντας εκ των υστέρων ακόμα και τον αιώνιο εχθρό του, τον βασιλέα Γεώργιο Α’, να παραδεχτεί πως ποτέ «δεν συνεργάσθην με τόσο μεγάλο υπουργό». Ως κοσμοπολίτης και πολυμαθής φρόντισε να ενημερωθεί για τα κείμενα περί Δικαιοσύνης σε όλο τον κόσμο, ενώ γνώριζε σε βάθος και την αρχαιοελληνική γραμματεία και τις θέσεις και παρατηρήσεις των Αρχαίων περί στρατηγικής και τακτικής.
Στα περίφημα «Πολεμικά Απομνημονεύματα», ένα μνημειώδες έργο που κατάφερε να αποδώσει σε άρτια ελληνικά η Ευγενία Αρβανίτη βρίσκει κανείς παραπομπές στον Ξενοφώντα και τον Θουκυδίδη, τον Ομηρο και τον Πλούταρχο, τη μυθολογία και τους συμβολισμούς τα οποία μετέρχεται ο συγγραφέας με την ίδια επάρκεια.
«Οταν έφτασε το τάγµα στο χωριό, βρήκε τους κατοίκους φοβισµένους λόγω της υποχώρησης των ελληνικών στρατευµάτων. Πουλούσαν αντί λίγων δεκαλέπτων τα κοτόπουλά τους, συσκεύαζαν βιαστικά ρούχα και πράγµατα πρώτης ανάγκης και ετοιµάζονταν για αναχώρηση».
Έτσι περιγράφει ο Νικόλαος Δηµητρακόπουλος, την «άτυχη εκστρατεία» ενάντια στους Τούρκους, µε αρχιστράτηγο τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο που κλήθηκε το 1897 να υπηρετήσει ως έφεδρος δεκανέας στις τάξεις του ελληνικού στρατού. Μετά την υποχώρηση και την ανακωχή, που στοίχισαν βαρύτατα στην Ελλάδα, έγραψε τα «Πολεµικά Αποµνηµονεύµατα 1897», στα οποία εξιστορεί τις οδυνηρές εµπειρίες του.
Ο πόλεµος του ’97 είναι από τις λιγότερο γνωστές περιόδους της νεότερης ελληνικής Ιστορίας - ακριβώς επειδή ο στρατός ηττήθηκε κατά κράτος από τις τουρκικές δυνάµεις και υποχωρούσε άτακτα, λεηλατώντας ελληνικές πόλεις όπως η Λαµία, µιας και οι γραµµές διαλύθηκαν και οι στρατιώτες δεν είχαν τίποτα για να τραφούν… Βεβαίως, το πάθηµα έγινε µάθηµα - και δεκαπέντε χρόνια αργότερα, αφού είχαν µεσολαβήσει η Επανάσταση στου Γουδή και µια άρτια πολεµική προπαρασκευή, τα ελληνικά στρατεύµατα νικούσαν στους Βαλκανικούς Πολέµους και έµπαιναν στη Θεσσαλονίκη, προλαβαίνοντας Σέρβους και Βουλγάρους.
Ο Δηµητρακόπουλος περιγράφει µία άλλη -καθόλου ένδοξη- εποχή. Τέσσερα χρόνια µετά το «Δυστυχώς, επτωχεύσαµεν» του Χαριλάου Τρικούπη, η στρατιωτικά αδύναµη -λόγω έλλειψης πόρων- Ελλάδα ενεπλάκη σε πόλεµο µε την Οθωµανική Αυτοκρατορία µε αφορµή το Κρητικό Ζήτηµα: Οι ελληνικές δυνάµεις που αποβιβάστηκαν στα Χανιά έδωσαν στην Τουρκία επιχείρηµα για κήρυξη πολέµου, τον Απρίλιο του 1897. Πολύ σύντοµα, τα τουρκικά στρατεύµατα µπήκαν στη Θεσσαλία - και µε εξαίρεση την αντίσταση της ταξιαρχίας του συνταγµατάρχη Σµολένσκη στο Βελεστίνο, έκαναν περίπατο έως τα περίχωρα της Αττικής.
Η αρχιστρατηγία του διαδόχου Κωνσταντίνου δεν στάθηκε επαρκής, πράγµα που οδήγησε πολλούς, µεταξύ αυτών και τον Δηµητρακόπουλο, να αρθρογραφήσουν εναντίον του. Φυσικά, βρέθηκε αντιµέτωπος µε τη Δικαιοσύνη γι’ αυτό, αλλά ως δεινός νοµικός έπεισε το δικαστήριο να δηλώσει… αναρµόδιο!
Με τα «Πολεµικά Αποµνηµονεύµατα 1897» δεν επιχειρεί καν µία αποτύπωση των ιστορικών γεγονότων της εποχής εκείνης. Ωστόσο, µέσα από το κείµενό του προκύπτει -µε τη λεπτοµερή καταγραφή ντροπιαστικών για τη χώρα περιστατικών- η κακοδαιµονία που κατέτρυχε την Ελλάδα λίγο πριν από την έλευση του 20ού αιώνα.
Η περιγραφή των συνεχών υποχωρήσεων του στρατού -µαζί µε τους κατοίκους των περιοχών που στη συνέχεια καταλαµβάνονταν από τα τουρκικά στρατεύµατα- είναι καταλυτική: Μιλά για το τάγµα του, που διατάχθηκε να µεταβεί -εν τη απουσία του, µιας και ο ίδιος ήταν κλινήρης στο νοσοκοµείο του Δοµοκού- στους Βελησσιώτες, ένα χωριό δυτικά, µιάµιση ώρα σε πορεία. Οµως, το ίδιο βράδυ το τάγµα επέστρεψε στον Δοµοκό -και ο Δηµητρακόπουλος, που εν τω µεταξύ είχε βγει από το νοσοκοµείο και ήταν ξαπλωµένος στο φυλάκιο, ρώτησε τον υπασπιστή του τάγµατος τι είχε συµβεί- για να ανακαλύψει ότι η υποχώρηση έγινε εξαιτίας µιας… φήµης.
«Ο γιος του πασά Φωτιάδη, στον οποίον ανήκει η περιοχή εκείνη, συνοµιλώντας µε τον υποδεκανέα Δ. Γαλάνη, τέως διευθυντή Λυκείου στην Αθήνα, του έθεσε υπ’ όψιν ότι έπρεπε να σταλεί και στην Αγόριανη επαρκής στρατιωτική δύναµη για να φυλάξει το εκεί πέρασµα, διότι διαφορετικά έµενε εκτεθειµένη η αριστερή πλευρά του τάγµατος και µπορούσε αυτό εύκολα να περικυκλωθεί.
Η είδηση διαδόθηκε αστραπιαία, ανάλογα δε µε την ιδιοσυγκρασία και την ψυχολογική κατάσταση του καθενός, µεγάλωνε καταπληκτικά µεταφερόµενη από στόµα σε στόµα σαν χιονοστιβάδα που κυλάει πάνω σε χιονισµένο έδαφος.
Την τελευταία λέξη επρόκειτο να πουν, όπως είναι φυσικό, αξιωµατικοί του τάγµατος και κυρίως ο διοικητής του. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, σε συµβούλιο και συσκέφθηκαν σοβαρά για τη µεγάλη ανακάλυψη… Το αποτέλεσµα της σύσκεψης ήταν η αναπάντεχη απόφαση να εγκαταλείψει το τάγµα την τοποθεσία και να επιστρέψει πολύ γρήγορα στον Δοµοκό».
Αµέσως µετά, ο Δηµητρακόπουλος περιγράφει τις επιπτώσεις που είχε εκείνη η απόφαση στο ηθικό των στρατιωτών: «Οι διαδόσεις που κυκλοφορούσαν προηγουµένως πήραν επίσηµο χαρακτήρα, ο κίνδυνος της περικύκλωσης φαινόταν επικείµενος και παρατηρήθηκε στις τάξεις των στρατιωτών έντονη αγωνία που λίγο απείχε από τον πανικό. Ολοι συγκεντρώθηκαν γρήγορα, κοτόπουλα που µαγειρεύονταν για το δείπνο αφέθηκαν µισοψηµένα και ύστερα από λίγο το χωριό και οι θέσεις που είχαν σχέση µ’ αυτό ήταν έρηµα».
Πώς έγινε όµως η επιστροφή στον Δοµοκό; «Δεν αναχώρησε από εκεί ούτε επανήλθε στον Δοµοκό συντεταγµένο τάγµα, αλλά ανάµεικτες οµάδες στρατιωτών και αξιωµατικών που υποχωρούσαν άτακτα και κάθε οµάδα διάλεγε τον δικό της δρόµο ή µονοπάτι της επιστροφής… Τέτοια υπήρξε η περίφηµη εκείνη κάθοδος, κατά την οποία αξιωµατικοί και οπλίτες έφευγαν σαν λαγοί µέσα από το θαµνώδες δάσος, ένας δε από τους στρατιώτες του πρώτου λόχου προχωρώντας µε βιασύνη µέσα από τους άγριους θάµνους έχασε την ξιφολόγχη του». Την επόµενη µέρα πια, οι στρατιώτες πληροφορούνταν ότι οι Τούρκοι ήταν ακόµα µπροστά στα Φάρσαλα, δεκάδες χιλιόµετρα µακριά από τον Δοµοκό, τους Βελησσιώτες και το πέρασµα της Αγόριανης…