ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: Γεννήθηκε ο Γιώργος Σεφέρης
Ποιος ήταν ο μεγάλος νομπελίστας ποιητής
Σαν σήμερα, στις 13 Μαρτίου του 1900, γεννήθηκε στη Σμύρνη ο Γιώργος Σεφέρης, που είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και εκ των δύο μοναδικών βραβευμένων με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Ελλήνων, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σεφεριάδης και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Στέλιου και της Δέσπως (το γένος Γ. Τενεκίδη) Σεφεριάδη. Το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου θα αναγκάσει την οικογένεια να εγκατασταθεί το 1914 στην Αθήνα όπου ο Γιώργος Σεφέρης θα τελειώσει το γυμνάσιο το 1917. Λίγο αργότερα η οικογένεια Σεφεριάδη μετακομίζει στο Παρίσι. Ο Γιώργος Σεφέρης θα μείνει στη γαλλική πρωτεύουσα έως το 1924 όπου θα ολοκληρώσει τις σπουδές του στη νομική.
Η αγάπη του για την ποίηση ωστόσο έχει ήδη εκδηλωθεί από το 1918, οπότε και αρχίζει να γράφει στίχους.
Στα χρόνια των σπουδών του στο εξωτερικό του δίνεται η ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής.
Τα πρώτα του ποιήματα φέρουν εμφανώς επιρροές από το έργο των Πολ Βαλερί, Πολ Κλοντέλ, Αντρέ Ζιντ κλπ.
Το 1926 ξεκινά η διπλωματική σταδιοδρομία του Γιώργου Σεφέρη, ως ακολούθου στο υπουργείο Εξωτερικών. Μέχρι το 1962 που συνταξιοδοτείται θα υπηρετήσει ως υποπρόξενος και πρόξενος στο Λονδίνο (1931-1934), στην Κορυτσά της Αλβανίας (1936-1938) και ως σύμβουλος τύπου στο υπουργείο Εξωτερικών.
Το πρώτο του έργου είναι η συλλογή «Στροφή», η οποία δημοσιεύτηκε το 1931. Ακολούθησαν η «Στέρνα» (1932) και το «Μυθιστόρημα» (1935). Το 1936 γράφει την «Γυμνοπαιδία» και το 1938 δημοσιεύει τον «Διάλογο πάνω στην ποίηση». Το 1940 δημοσιεύονται το «Τετράδιο Γυμνασμάτων 1928-1937» και το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄», τα οποία περιέχουν σημαντικά ποιήματα από το έργο του.
Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο θα ακολουθήσει την ελληνική κυβέρνηση στην Κρήτη, την Αίγυπτο, τη Νότια Αφρική και τη νότια Ιταλία και μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα όπου και διαμένει μέχρι το 1948.
Το 1944 θα δημοσιευθεί το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄», το οποίο συγγράφει στην Αίγυπτο- για πολλούς το σημαντικότερο έργο του Σεφέρη.
Ακολούθως διορίζεται σύμβουλος στις ελληνικές πρεσβείες στην ’γκυρα και το Λονδίνο, ενώ αργότερα πρέσβης στο Λίβανο και τη Συρία, την Ιορδανία και το Ιράκ και τελικά στο Λονδίνο (1957-1962). Μετά την αποχώρησή του από τον διπλωματικό κλάδο αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην ποίηση μέχρι το θάνατό του, το 1971.
Βαθιά λυρικός, στοχαστικός και αισθαντικός, με λόγο μνημιώδη, ο Γιώργος Σεφέρης τιμήθηκε με πολλές ελληνικές και διεθνείς διακρίσεις («Επαθλο Παλαμά, 1946, «Επίτιμος Διδάκτωρ Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, 1960, βραβείο Foyleστο Λονδίνο ,1961) με αποκορύφωμα το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1963.
Αναγορεύτηκε επίσης επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1964), του Πανεπιστημίου Οξφόρδης (1964) και του Πρίνστον (1965).
Στις 28 Μαρτίου του 1969, δύο χρόνια πριν τον θάνατό του, ο Γιώργος Σεφέρης θα «σπάσει» τη σιωπή του και θα κάνει μία ιστορική δήλωση κατά της χούντας στο βρετανικό δίκτυο BBC, η οποία του στοιχίζει τον τίτλο του «πρέσβη επί τιμή» και οδηγεί στην αφαίρεση του διπλωματικού του διαβατηρίου.
«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω αυτό, δεν σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα χρόνια εκείνα, ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα. Εξάλλου τα όσα δημοσίευσα ως τις αρχές του 1967 και η κατοπινή στάση μου - δεν έχω δημοσιεύσει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία - έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά καθαρά τη σκέψη μου», είχε πει, προσθέτοντας πως «μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά, το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας».
«Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα: Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε και αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δεν θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δεν λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους», είχε δηλώσει ο μεγάλος νομπελίστας ποιητής.
«Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι' αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις διδακτορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά, όπως στους παμπάλαιους χώρους του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωράει το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω», είχε καταλήξει.