Ιστορικές στιγμές, με ιδιαίτερο κοινωνικό και πολιτικό συμβολισμό, στη διάρκεια της επταετίας, φέρνει στο φως 45 χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο αν. καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών Γιάννης Παπαθεοδώρου, με συνέντευξη του στα «Παραπολιτικά». Ο καθηγητής αναδεικνύει επίσης και τη συμμετοχή των λογοτεχνών στον αντιδικτατορικό αγώνα, όπως επίσης και τις μετέπειτα ανησυχίες τους. Το κείμενο της συνέντευξης έχει ως εξής:

- Κύριε καθηγητά, πώς φτάσαμε στην εξέγερση των φοιτητών, την 17η Νοεμβρίου του 1973;

Αν θέλουμε να κατανοήσουμε ιστορικά τα γεγονότα εκείνης της εποχής, θα πρέπει να έχουμε στο νου μας πως το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, αναπτύσσεται δυναμικά και αυτόνομα ήδη από τα τέλη του ’71 και τις αρχές του ’72. Σχεδόν σε όλες τις σχολές της χώρας, παρατηρούμε μορφές φοιτητικής οργάνωσης με συλλογικό χαρακτήρα. Μολονότι το πεδίο διεκδίκησης αφορά τυπικά τα φοιτητικά αιτήματα, είναι σαφές πως σταδιακά το κύριο ζήτημα που τίθεται είναι πλέον το ζήτημα της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της χώρας. Μετά από μια σειρά κλιμάκωσης των φοιτητικών αγώνων, από την «ταράτσα της Νομικής» έως το Πολυτεχνείο, ολοένα και περισσότερο γίνεται ορατό πως η φοιτητική εξέγερση θέτει ως κεντρικό στόχο την πτώση της Χούντας των συνταγματαρχών. Για αυτό άλλωστε η εξέγερση των φοιτητών τον Νοέμβριο του 1973 αποκτά εντέλει παλλαϊκό χαρακτήρα.


thumbnail_PHOTO_JP2

- Η Χούντα ωστόσο δεν «έπεσε» από την εξέγερση του Πολυτεχνείου αλλά από την τραγωδία της Κύπρου.

Πράγματι, έτσι είναι. Αλλά δεν πρέπει να υποτιμάμε τη δυναμική των αγώνων που κράτησαν ζωντανή την αντιδικτατορική δράση, ιδίως μέσα στο χώρο της νεολαίας και των διανοουμένων : τη «Σιωπή» των συγγραφέων ως πράξη αντίδρασης κατά της προληπτικής λογοκρισίας, τη «δήλωση» του Σεφέρη κατά της Χούντας, τις συλλήψεις των φοιτητών, τις αποβολές από τις σχολές, τα στρατοδικεία, τον εγκλεισμό, τα βασανιστήρια. Το αντίτιμο ήταν βαρύ. Χίλια χρόνια συνολικά ήταν η ποινή που επιβλήθηκε στα μέλη του «Ρήγα Φεραίου».

Έβαλε δηλαδή και η λογοτεχνία τη σφραγίδα της σε αυτές τις δράσεις της νεολαίας ;

Οπωσδήποτε, η λογοτεχνία έπαιξε σημαντικό ρόλο. Ας θυμηθούμε την αναγνωστική αίσθηση που προκάλεσαν τα Δεκαοκτώ Κείμενα, μετά την άρση της προληπτικής λογοκρισίας. Λίγο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1971 πεθαίνει ο Σεφέρης. Στην κηδεία του ήρθε για να χοροστατήσει ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης ∙ απρόσκλητος, μάλιστα. Το κοινό τον υποδέχτηκε με δυνατά βηξίματα αποδοκιμασίας. Ο κόσμος απέξω άρχισε να τραγουδάει τα μελοποιημένα ποιήματα του Σεφέρη. Ένα χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1972, στα παράνομα χειρόγραφα «Τετράδια» των φυλακών Κορυδαλλού, βρίσκουμε το αφιέρωμα «Τι είναι για σένα ο Γ. Σεφέρης;». Ήταν η πρώτη φορά που οι νέοι αριστεροί πολιτικοί κρατούμενοι αφιέρωναν ένα τεύχος από το παράνομο περιοδικό τους σε ποιητή που δεν προερχόταν από τον δικό τους ιδεολογικό χώρο. Τα γεγονότα δεν είναι ομοειδή αλλά περιγράφουν, μέσα στην ποικιλία τους, το ίδιο φαινόμενο : ένα ευρύ δημοκρατικό μέτωπο που υπερβαίνει τις παλαιές εμφυλιακές διαιρέσεις και διχοτομήσεις.

- Με την απόσταση τόσων χρόνων, τι μπορεί να «φοβάται» κανείς σήμερα, στην επέτειο του Πολυτεχνείου ;

Αυτό που θα έπρεπε να μας ανησυχεί σήμερα είναι ότι οι αγώνες του Πολυτεχνείου για «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία» έχουν δώσει τη θέση τους σε ένα επετειακό πάρτι με μολότοφ, στο οποίο κυριαρχεί η βία και η ανομία. Ωστόσο, η πεσμένη πύλη του Πολυτεχνείου διαθέτει ακόμα αρκετά ανθεκτικά υλικά για να θωρακίσει την ώριμη δημοκρατία μας, απέναντι στους λογής-λογής αρνητές της.

Τίτλος: Το «Φοβάμαι» του Αναγνωστάκη

- Το Πολυτεχνείο εξελίχθηκε σε ιδρυτική στιγμή αλλά και σε επίδικο σύμβολο της Μεταπολίτευσης. Πού οφείλεται αυτή η αμφισημία ;
Όλα τα σύμβολα είναι επίδικα. Όμως η νύχτα της 17ης Νοεμβρίου ρίζωσε μέσα στη συλλογική μνήμη : ως ηρωική θυσία, ως ενοχή, ως αναδρομική επινόηση μιας δήθεν μαζικής αντίστασης του λαού. Από αυτή την άποψη, ήταν μια νύχτα που κράτησε πολύ. Μιας και πριν μιλούσαμε όμως για τη λογοτεχνία, θα ήθελα να θυμίσω ένα ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη, που δημοσιεύτηκε το 1983, στην εφημερίδα «Αυγή». Έχει τον εύγλωττο τίτλο «Φοβάμαι», και νομίζω πως συμπυκνώνει πολλές από τις μεταγενέστερες ιδεολογικές χρήσεις του Πολυτεχνείου, όπως τις υπονοεί η ερώτηση :



Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.