Αύξηση σημειώνει ο αριθμός των θυμάτων από πλημμύρες στην Ελλάδα, σύμφωνα με ευρωπαϊκή έρευνα.

Τα ποσοστά θνησιμότητας από πλημμύρες στην Ελλάδα παραμένουν χαμηλότερα σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου, ωστόσο υπάρχει μια αρκετά ισχυρή ανοδική τάση και στην Ελλάδα, τόσο στους ετήσιους θανάτους, όσο και στο πλήθος των θανάτων ανά περιστατικό πλημμύρας.

Αντίθετα σε άλλες χώρες αυξάνεται μεν σταδιακά ο αριθμός των περιστατικών, αλλά τείνει να μειώνεται ο αριθμός των θυμάτων ανά πλημμύρα. Αυτό προκύπτει από μια νέα διεθνή επιστημονική έρευνα με τη συμμετοχή επιστημόνων του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ).
Η έρευνα αφορά 812 πλημμύρες που προκάλεσαν 2.466 θανάτους

Η μελέτη, που παρουσιάστηκε αρχικά στο περιοδικό "Water" και την Τετάρτη στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Γεωφυσικής Ένωσης (AGU), βασίζεται στη βάση δεδομένων EUFF (EUropean Flood Fatalities), η οποία περιλαμβάνει πολύ αναλυτικά στοιχεία σχετικά με το προφίλ κάθε θύματος που έχασε τη ζωή του κατά την περίοδο 1980-2018 σε πλημμυρικά επεισόδια λόγω βροχοπτώσεων, τα οποία συνέβησαν σε οκτώ χώρες (Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Τσεχία, Ισραήλ και Τουρκία). Συνολικά αφορά 812 πλημμυρικά επεισόδια που προκάλεσαν 2.466 θανάτους, δηλαδή κατά μέσο όρο περίπου τρία θύματα ανά πλημμύρα.

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων EUFF, στην Ελλάδα από το 1980 έως το 2018 έχασαν τη ζωή τους 156 άνθρωποι σε 56 πλημμυρικά επεισόδια. Η αναλογία στη χώρα μας είναι 2,8 νεκροί ανά πλημμύρα κατά μέσο όρο (και τέσσερις ανά έτος) έναντι 3,8 στην Τουρκία που έχει το υψηλότερο ποσοστό και 2,1 στην Τσεχία που έχει το χαμηλότερο. Η πιο θανατηφόρα εποχή στη χώρα μας είναι το φθινόπωρο και κυρίως ο Νοέμβριος (40% των θυμάτων). Συνολικά στις οκτώ χώρες ο μήνας με τις περισσότερες πλημμύρες είναι ο Οκτώβριος (15% του συνόλου) και πιο φονικός ο Νοέμβριος (16% των συνολικών θυμάτων).

Ο αριθμός των θυμάτων ανά πλημμύρα εμφανίζει ανοδική τάση ιδίως μεταξύ 2000-2018, εκτός από την Ελλάδα, στην Ιταλία και στη νότια Γαλλία. Από άποψη επιπτώσεων των πλημμυρών, ο μεγαλύτερος δείκτης είναι στη νότια Γαλλία και ο μικρότερος στην Πορτογαλία.

Όπως δήλωσε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Δρ. Βασιλική Κοτρώνη, διευθύντρια ερευνών του ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ, η οποία συμμετείχε στην έρευνα, «οι φθινοπωρινές βροχοπτώσεις στην Ελλάδα είναι συχνότερες και μεγαλύτερης διάρκειας και έντασης, ικανές να προκαλέσουν αιφνιδιαστικές υπερχειλίσεις των ποταμών και των ρεμάτων που συχνά είναι ήδη κορεσμένα».

Όπως προκύπτει από τη μελέτη, εννέα στους δέκα θανάτους λόγω πλημμύρας στην Ελλάδα (90%) προήλθαν από πνιγμό, ενώ άλλες αιτίες θανάτου είναι η υποθερμία (1,3%), ο τραυματισμός που καταλήγει σε θάνατο (1,9%) και η ανακοπή καρδιάς κατά τη διάρκεια του περιστατικού (1,9%).

Όσον αφορά στις συνθήκες θανάτου στην Ελλάδα:

Τα περισσότερα θύματα, σχεδόν τρία στα τέσσερα (72%), παρασύρθηκαν από χείμαρρο υδάτων ή/και φερτών υλικών: Τα μισά από αυτά (48%) οδηγούσαν προς το χώρο εργασίας τους ή επέστρεφαν από αυτόν, το 15% βρίσκονταν πεζή σε εξωτερικό χώρο εν ώρα εργασίας, το 20% βρίσκονταν σε εξωτερικό χώρο για άλλους λόγους (π.χ. κυνήγι, αναψυχή κ.α.), ενώ υπάρχει κι ένα ακόμη ποσοστό 15% για το οποίο δεν υπάρχουν εξακριβωμένες πληροφορίες. Το 13% των θυμάτων βρέθηκε εγκλωβισμένο σε πλημμυρισμένο δωμάτιο, συνήθως στο κτήριο της μόνιμης κατοικίας του θύματος.

Το υπόλοιπο 15% των θυμάτων πέθανε, όταν κατέρρευσε το κτήριο ή η γέφυρα όπου βρίσκονταν την ώρα του περιστατικού.

Τα 38 θύματα πέθαναν μέρα (ποσοστό 24%), οι 47 το βράδυ (30%) και οι υπόλοιποι το σούρουπο. Το 5% (οκτώ άτομα) πέθαναν την ώρα του ύπνου.

Από άποψη ηλικίας, υπήρξαν πέντε θύματα κάτω των 15 ετών (ποσοστό 3,2%), 15 μεταξύ 15-29 ετών (9,6%), 41 μεταξύ 30-49 ετών (26,3%), 46 μεταξύ 50-64 ετών (29,5%), 33 μεταξύ 65-84 ετών (21,2%) και δύο άνω των 85 ετών (1,3%), ενώ για 14 θύματα (9%) δεν προσδιορίστηκε η ηλικία.

Επίσης:

Τα επτά στα δέκα θανατηφόρα περιστατικά έλαβαν χώρα στην περιοχή κατοικίας των θυμάτων, ενώ το 16% των θυμάτων ήσαν τουρίστες (έναντι μέσου ποσοστού μόνο 3,7% των τουριστών στις οκτώ χώρες συνολικά). Το 4% ήσαν κάτοικοι άλλης περιοχής, ενώ για το υπόλοιπο 11% δεν υπάρχουν εξακριβωμένα στοιχεία.

Η πλειονότητα των θυμάτων στην Ελλάδα ήσαν άντρες, σχεδόν οι επτά στους δέκα (69%), κυρίως ενήλικες άνω των 50 ετών. Από τους 2.466 νεκρούς στις οκτώ ευρωπαϊκές χώρες, οι περισσότεροι ήσαν άνδρες ηλικίας 30 έως 49 ετών, που παρασύρθηκαν από τα νερά ή τη λάσπη καθώς οδηγούσαν και πνίγηκαν. Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Δρ. Κατερίνα Παπαγιαννάκη, ερευνήτρια ΕΛΕ Β' του ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ, «το μοτίβο αυτό μπορεί να συσχετιστεί με το χαμηλότερο επίπεδο αντίληψης του πλημμυρικού κινδύνου που αποδίδεται στους άνδρες, σύμφωνα και με πρόσφατες έρευνες που εστιάζουν στον ελληνικό πληθυσμό».

Οι γυναίκες είναι περισσότερες μεταξύ των θυμάτων στις ηλικιακές ομάδες κάτω των 29 και άνω των 65 ετών. Στο σύνολο των θυμάτων και των δύο φύλων μόνο ένα 2% είναι άνω των 65 ετών, κυρίως άτομα που παγιδεύτηκαν στο σπίτι τους την ώρα που κοιμόταν.

Για το μέρος του συνόλου των θυμάτων στην Ελλάδα (20%) για το οποίο υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες για την αντίδρασή τους κατά τη διάρκεια του περιστατικού, παρατηρούνται συμπεριφορές που μπορούν να χαρακτηριστούν επικίνδυνες, ικανές δηλαδή να ευθύνονται σε ένα βαθμό για το θανατηφόρο αποτέλεσμα, σύμφωνα με τους ερευνητές. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επικίνδυνες συμπεριφορές διαπιστώθηκαν σε τουλάχιστον μία στις δέκα περιπτώσεις πνιγμού (11%. Ως συνηθέστερες καταγράφονται η προσπάθεια του θύματος να διασχίσει πλημμυρισμένο ρέμα και η παραμονή του πάνω σε γέφυρα ή σε όχθη υπερχειλισμένου ποταμού. Αυτό αφορά κυρίως άνδρες 30-64 ετών. Συχνά άνθρωποι άνω των 50 ετών αρνούνται να υπακούσουν στις προειδοποιήσεις και να εγκαταλείψουν μια πλημμυρισμένη περιοχή. Ένα μικρό ποσοστό των θυμάτων (2,2%) αφορά άτομα με κινητικά προβλήματα.
Όπως επεσήμανε η κ. Παπαγιαννάκη, «η έρευνα που διεξάγουμε εδώ και τέσσερα χρόνια με σειρά ερωτηματολογίων, με σκοπό την αξιολόγηση της ετοιμότητας των Ελλήνων πολιτών έναντι του πλημμυρικού κινδύνου, υποδεικνύει χαμηλά επίπεδα ευαισθητοποίησης, πρόσβασης στην ενημέρωση και εμπιστοσύνης στα υφιστάμενα μέτρα προστασίας, καθώς και ανεπαρκή προληπτική συμπεριφορά».