Το παρόν και το μέλλον της ελληνικής πτηνοτροφίας
Η πτηνοτροφία αποτελεί τον πλέον δυναμικό κλάδο της ελληνικής κτηνοτροφίας με την μεγαλύτερη καθετοποίηση. Ο κλάδος είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την εθνική οικονομία διότι καλύπτει στο μεγαλύτερο μέρος τις ανάγκες της κατανάλωσης. Η παραγωγή ανέρχεται περίπου στους 120.000 τόνους αυγών και 140.000 τόνους κρέατος το χρόνο. Η πτηνοτροφία έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έναντι των άλλων κλάδων ζωικής παραγωγής, όπως ταχεία αναπαραγωγή, ικανότητα προσαρμογής σε τεχνικές συνθήκες εκτροφής και άμεση υιοθέτηση των αποτελεσμάτων της επιστήμης και της τεχνολογίας στους τομείς της γενετικής, διατροφής και υγιεινής.
Συνοπτικά, η κατάσταση του κλάδου από πλευράς δομής παραγωγής έχει – σύμφωνα με στοιχεία ερευνών που έχουν δημοσιευθεί ως – εξής:
Το 67% περίπου της παραγωγής αυγών προέρχεται από συστηματικές μονάδες και το υπόλοιπο από τη χωρική πτηνοτροφία. Ένας σημαντικός αριθμός ελληνικών νοικοκυριών, ιδιαίτερα στις ορεινές και νησιωτικές περιοχές αντλεί ένα συμπληρωματικό εισόδημα από την πώληση των αυγών που παράγουν, τα οποία όπως είναι γνωστό προτιμώνται ιδιαίτερα από τους καταναλωτές. Το 90% της παραγωγής κρέατος πουλερικών προέρχεται από συστηματικές εκτροφές και το 10% από χωρικές εκτροφές, που καλύπτουν τοπικές ανάγκες σε ορεινές απομεμακρυσμένες και νησιωτικές περιοχές. Η αυτάρκεια της χώρας σε κρέας πουλερικών είναι 75% περίπου και η κατανάλωση κατά άτομο κυμαίνεται μεταξύ 21-23 κιλά/έτος. Στις οργανωμένες επιχειρήσεις του κλάδου απασχολούνται περί τις 11-12.000 άτομα, ενώ άλλες 3.000 θέσεις εργασίας συνδέονται άμεσα με τον κλάδο.
Χωροταξικά ο κύριος όγκος της παραγωγής του κρέατος βρίσκεται στις περιφέρειες Ηπείρου και Στερεάς Ελλάδας. Συνολικά το 80% περίπου της συνολικής ελληνικής παραγωγής του κρέατος ορνίθων παράγεται στις δύο αυτές περιφέρειες όπου εξακολουθεί να υπάρχει μια σημαντική δυναμική ανάπτυξης του κλάδου. Σε ότι αφορά την παραγωγή αυγών αυτή κατανέμεται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα όμως ένας μεγάλος μέρος της βρίσκεται στην περιφέρεια Αττικής.
«Ο Έλληνας καταναλωτής δεν είναι ενημερωμένος»
Για την σημερινή κατάσταση στην ελληνική πτηνοτροφία μίλησε στο «Agropost» ο Γενικός Διευθυντής του Αγροτικού Πτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Ιωαννίνων – ΠΙΝΔΟΣ, κ. Λάζαρος Τσακανίκας. Σύμφωνα με τον ίδιο, σε σχέση με τους Έλληνες καταναλωτές και το κατά πόσο γνωρίζουν τα οφέλη στην διατροφή του αν χρησιμοποιούν προϊόντα του κλάδου, απάντησε: «Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Έλληνας καταναλωτής είναι όσο θα έπρεπε ενημερωμένος για την διατροφική αξία του κοτόπουλου και τα οφέλη που έχει για την υγεία του από την κατανάλωση του κρέατος κοτόπουλου. Γι’ αυτό την μεγαλύτερη ευθύνη την έχει ο ίδιος ο κλάδος της πτηνοτροφίας, ο οποίος λόγω μη σωστής οργάνωσης του δεν προσπαθεί να ενημερώσει τους καταναλωτές με οργανωμένες κινήσεις.
Ο κλάδος σπαταλά κάθε χρόνο εκατομμύρια ευρώ σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό για μοίρασμα της υπάρχουσας κατανάλωσης και δεν δαπανά ούτε ένα ευρώ για την ενημέρωση του καταναλωτή και την αύξηση της κατανάλωσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι η χώρα μας είναι η τελευταία στην Ευρώπη στην κατά κεφαλή κατανάλωση κοτόπουλο».
Και πρόσθεσε: «Έχουν γίνει πάρα πολλές έρευνες για το κρέας κοτόπουλου και έχει αποδειχτεί ότι η κατανάλωση κοτόπουλου έχει πολλές ευεργετικές επιδράσεις στην υγεία του ανθρώπου.
Οι πρωτεΐνες του είναι θρεπτικές, φιλικές (δεν προκαλούν αλλεργίες) εύπεπτες και απορροφούνται 100% από τον oργανισμό. 100γρ. κοτόπουλου καλύπτουν το 50% των ημερησίων αναγκών σε πρωτεΐνες των ανδρών και το 65% των γυναικών. Η υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη δρα θετικά στην απελευθέρωση της ορμόνης της πληρότητας PYY η οποία μειώνει την όρεξη. Η πρωτεΐνη κοτόπουλου αυξάνει τον μεταβολικό ρυθμό και βοηθάει στην διατήρηση της μυϊκής μάζας κατά την απώλεια βάρους.
Το κρέας κοτόπουλου είναι πλούσιο σε ασβέστιο και φώσφορο και βοηθά την υγεία των οστών και μειώνει το κίνδυνο αρθρίτιδας. Επίσης είναι πλούσιο σε βιταμίνη Β5 τρυπτοφάνη και μαγνήσιο και βοηθά στην μείωση του στρες.
Το κρέας κοτόπουλου έχει μικρότερο αριθμό θερμίδων, λιγότερα λιπαρά και χοληστερίνη, περισσότερα απαραίτητα ακόρεστα λιπαρά οξέα από τα άλλα κρέατα. Είναι πλούσιο σε βιταμίνες Β και ψευδάργυρο που είναι απαραίτητα για την ανθρώπινη υγεία. Με την κατανάλωση 100γρ. στήθους κοτόπουλου καλύπτουμε το 6% των ημερησίων αναγκών σε σίδηρο, έχουμε χαμηλότερο κίνδυνο παχυσαρκίας και ανάπτυξης καρδιακών παθήσεων και διαβήτη.
Η κατανάλωση κρέατος κοτόπουλου βοηθάει στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος του σώματος.
Ο ζεστός ζωμός κοτόπουλου μειώνει τις ποσότητες βλέννας στους πνεύμονες με αποτέλεσμα να βελτιώνεται η αναπνοή και να σταματάει ο βήχας.
Μαγειρεύεται ποικιλοτρόπως και το προτείνουν όλοι οι γιατροί και διαιτολόγοι ως απαραίτητο συστατικό στην διατροφή μας.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει μικρά βήματα στην προώθηση των προϊόντων κοτόπουλου αφ’ ενός με την παραγωγή νέων προϊόντων από το κρέας κοτόπουλου όπως τα ψημένα προϊόντα κοτόπουλου και τα αλλαντικά από κρέας κοτόπουλου και αφ’ ετέρου με τις συνεχείς προσφορές των σουπερ μάρκετ έχουν βοηθήσει στο να αυξηθεί η κατανάλωση. Εμείς στην ΠΙΝΔΟ έχουμε κυκλοφορήσει στην αγορά πολλά νέα προϊόντα όπως τα αλλαντικά από κρέας κοτόπουλου ελευθέρας βοσκής».
Υπερτερούν τα ελληνικά κοτόπουλα
Σε τι υπερτερούν όμως τα ελληνικά κοτόπουλα και το κρέας τους σε σχέση με τα εισαγόμενα; Σύμφωνα με τον κ. Τσακανίκα τα ελληνικά κοτόπουλα υπερτερούν των εισαγόμενων:
Στην φρεσκάδα τους καθώς την επόμενη ημέρα σφαγής τους βρίσκονται στα ράφια των κρεοπωλείων και των σούπερ μάρκετ.
Στη γεύση τους η οποία είναι κατά πολύ καλύτερη και οφείλεται στις ποιοτικές ζωοτροφές που χρησιμοποιούνται για την διατροφή τους, στο καθαρό περιβάλλον της Ελλάδας, στο νερό που πίνουν και στον τρόπο εκτροφής τους.
Τα ελληνικά κοτόπουλα είναι τα μόνα με πιστοποίηση φυτικής διατροφής.
Στην υγιεινή και στην ασφάλεια για τον καταναλωτή. Ουδέποτε έχουν κατηγορηθεί τα ελληνικά κοτόπουλα, όταν στην Ευρώπη έχουν εμφανιστεί διάφορα διατροφικά σκάνδαλα τα οποία οφείλονται στην προσπάθεια των άλλων χωρών να παράγουν κοτόπουλα με χαμηλό κόστος. Όλα αυτά αποδεικνύουν και το γεγονός ότι στα ράφια των κρεοπωλείων και των σούπερ μάρκετ, δεν πωλούνται επώνυμα εισαγόμενα κοτόπουλα. Κυρίως τα εισαγόμενα προορίζονται για τα εργαστήρια και το catering από όπου φτάνουν στον καταναλωτή ανώνυμα και φοβούνται να πουν την προέλευση τους.
«Εμείς στην ΠΙΝΔΟ εφαρμόζουμε ένα πρότυπο ευζωίας που ξεκινάει από την παραγωγή του εκκολάψιμου αυγού μέχρι την διανομή του τελικού προϊόντος στο ράφι. Παρόμοιο του δεν υπάρχει στην Ε.Ε», αναφέρει ο γενικός διευθυντής της Πίνδος.
Σε σχέση με τις νέες καταναλωτικές τάσεις στα προϊόντα κρέατος κοτόπουλου, ο κ. Τσακανίκας κάνει γνωστό στο «Agropost» ότι: «Οι διατροφικές τάσεις στην Ελλάδα την περίοδο της οικονομικής κρίσης έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά όταν ο μέσος όρος των μηνιαίων δαπανών των νοικοκυριών για αγορές ειδών διατροφής και για κρέας έχει μειωθεί κατά 16% και 18% αντίστοιχα.
Το κρέας κοτόπουλου όμως έχει μειωθεί κατά 0,06% σε αξία.
Οι ποσότητες έχουν αυξηθεί κατά 16% που σημαίνει ότι ο Έλληνας καταναλωτής έχει στραφεί περισσότερο στο κοτόπουλο λόγω της οικονομικότερης τιμής του σε σχέση με τα άλλα κρέατα.
Το τελευταίο διάστημα οι καταναλωτές στρέφονται πιο πολύ στις ειδικές εκτροφές κοτόπουλου, στα παρασκευάσματα από κρέας κοτόπουλου (ρολό κ.λπ) στα έτοιμα ψημένα παναρισμένα τεμάχια από κρέας κοτόπουλου, στα τεμαχισμένα μέρη κοτόπουλου. Αυξητικές τάσεις εμφανίζει το έτοιμο ψημένο κοτόπουλο. Εμείς στην ΠΙΝΔΟ ανταποκρινόμενοι στις νέες τάσεις των καταναλωτών παράγουμε τα κοτόπουλα ελευθέρας βοσκής, τα κοκόρια ελευθέρας βοσκής, τα βιολογικά κοτόπουλα, τις ειδικές Γιαννιώτικες φάρμες, πολλούς κωδικούς παρασκευασμάτων και τα αλλαντικά από κρέας ελευθέρας βοσκής».
Το ζωικό κεφάλαιο, ο ανταγωνισμός και οι εισαγωγές
Σήμερα – σύμφωνα με τον κ. Τσακανίκα – η ετήσια παραγωγή σε κοτόπουλα στην χώρα μας ανέρχεται σε 140-145 εκ. κοτόπουλα και σε νωπό κρέας σε 240.000 τόνους.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια μετατόπιση της κατανάλωσης από τα άλλα κρέατα προς το κοτόπουλο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και την αύξηση της παραγωγής κατά 15% περίπου από το 2010 έως το 2019. Η αυτάρκεια της χώρας μας ανέρχεται στο 75% και παρουσιάζει μια μείωση την τελευταία δεκαετία της τάξης του 5%, γεγονός που οφείλεται στην αύξηση της εισαγωγών κυρίως από τις βαλκανικές χώρες. Το κρέας κοτόπουλου κυριαρχεί με ποσοστό πάνω από το 95%
Ακολουθεί η γαλοπούλα με την μεγαλύτερη παραγωγή, προσαρμοσμένη στις ημέρες των Χριστουγέννων.
Οι εισαγωγές του κρέατος κοτόπουλου ανέρχονται στους 82.000 τόνους, οι βασικοί προμηθευτές είναι:
Βουλγαρία 35%
Κάτω Χώρες 22%
Ιταλία 15%
Πολωνία 5%
Βέλγιο 6%
Οι εισαγωγές στηρίζονται στην χαμηλή τιμή η οποία οφείλεται αφ ενός στο χαμηλότερο κόστος και αφ ετέρου στην εξαγωγή των πλεονασμάτων.
Οι τιμές
Οι τιμές κοτόπουλου την περίοδο της οικονομικής κρίσης παρουσίασαν μια συνεχή τάση μείωσης τους. Σήμερα το κοτόπουλο πωλείται πιο φτηνά απ’ ότι το 2010. Η λιανική τιμή του νωπού κοτόπουλου στο s/m από 3,90€ το 2010 σήμερα μειώθηκε στο 3,16€ μια μείωση της τάξης του 19%. Οι τιμές στους παραγωγούς έμειναν σταθερές γιατί το ίδιο διάστημα ανέβηκε το κόστος παραγωγής τους λόγω αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών, αύξηση της φορολόγησης και του χρηματοοικονομικού κόστους.
Η μείωση στο μεγαλύτερο ποσοστό απορροφήθηκε από τις βιομηχανίες μεταποιήσης και σε μικρότερο ποσοστό από τα σούπερ μάρκετ.
Κόστος παραγωγής
Το κόστος παραγωγής του κοτόπουλου – σύμφωνα με τον διευθυντή της Πίνδος – εξαρτάται:
Από το κόστος διατροφής του, το οποίο ακολουθεί τις τιμές των δημητριακών και της σόγιας σε παγκόσμιο επίπεδο και λόγω του ότι οι περισσότερες ζωοτροφές εισάγονται επιβαρύνεται με υψηλό μεταφορικό κόστος.
Από τις επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στους παραγωγούς – φορολογία – ασφαλιστικές εισφορές. Στην Ελλάδα έχουμε τις μεγαλύτερες επιβαρύνσεις από άλλες ευρωπαϊκές χώρες και σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνάει και το διπλάσιο.
Από το κόστος μισθοδοσίας των μεταποιητικών επιχειρήσεων λόγω των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών.
Από το κόστος ενέργειας που επιβαρύνει την παραγωγή και την μεταφορά των προϊόντων.
Από το υψηλό χρηματοοικονομικό κόστος που οφείλεται στις μεγάλες πιστώσεις των s/m και στα υψηλά επιτόκια των τραπεζών.
Από τις πολλές επιβαρύνσεις που μας έχουν επιβάλλει δημοτικά τέλη, κτηνιατρικά τέλη, τέλη πιστοποιήσεων κ.λπ.
Το συνολικό κόστος παραγωγής στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλότερο από ότι σε άλλες ευρωπαϊκές και κυρίως βαλκανικές χώρες.
Εξαγωγές
Η Ελλάδα δεν είναι εξαγωγική χώρα στο κοτόπουλο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε στο «Agropost» ο κ. Τσακανίκας το 2018 οι εξαγωγές ανήλθαν σε 33.355 τόνους και αξίας 30.447.000€. Αυτό σημαίνει ότι κυρίως εξάγονται είτε προϊόντα χαμηλής αξίας είτε προϊόντα σε περιόδους πλεονασμάτων.
Η ΠΙΝΔΟΣ σήμερα εξάγει:
Αυγά εκκολάψιμα
Νεοσσούς μιας ημέρας
Κοτόπουλα ζωντανά
Κοτόπουλα κατεψυγμένα
Κοτόπουλα νωπά
Κύριες χώρες προορισμού αυτών οι Βουλγαρία – Βόρεια Μακεδονία – Αλβανία – Κύπρος – Κόσοβο.
Πρόσφατα της εγκρίθηκε πρόγραμμα προώθησης σε αραβικές χώρες και τα Αραβικά Εμιράτα ύψους 1,3εκ€ και τα επόμενα 3 χρόνια θα προσπαθήσει μέσω της συμμετοχής σε εκθέσεις και άλλες ενέργειες να προωθήσει τα προϊόντα που στηρίζονται στις ειδικές εκτροφές στις χώρες αυτές.
Τα προβλήματα
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής πτηνοτροφίας – όπως τονίζει ο κ. Τσακανίκας – είναι η χαμηλή κερδοφορία και το μικρό ποσοστό καθαρού κέρδους το οποίο δεν ξεπερνάει το 1%. Αρκετές είναι οι επιχειρήσεις που εμφανίζουν ζημιές.
Αυτό οφείλεται:
Στο αυξημένο κόστος παραγωγής.
Στο μικρό μέγεθος των μονάδων εκτροφής.
Στο μεγάλο ανταγωνισμό που υπάρχει από τα εισαγόμενα και τις παράνομες ελληνοποιήσεις.
Στη γραφειοκρατία και στις χρονοβόρες διαδικασίες για την ίδρυση νέων μονάδων εκτροφής.
Στο εγχώριο ανταγωνισμό τις ο οποίος πιο πολλές φορές είναι και αθέμιτος.
Το υψηλό χρηματοοικονομικό κόστος που υπάρχει για κεφάλαια κίνησης.
«Οι Έλληνες πτηνοτρόφοι είναι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις οι οποίες είτε είναι μέλη των πτηνοτροφικών συνεταιρισμών ΠΙΝΔΟΣ και ΑΡΤΑΣ είτε συνεργάζονται με τις ιδιωτικές μεταποιητικές επιχειρήσεις. Σήμερα στην Ελλάδα μετά τις ανακατατάξεις που έγιναν την περίοδο της κρίσης οι κύριοι παίχτες είναι: Η ΠΙΝΔΟΣ και ο ΝΙΤΣΙΑΚΟΣ οι οποίοι ελέγχουν το 60% της ελληνικής παραγωγής και αγοράς και το υπόλοιπο ποσοστό μοιράζονται οι ΑΜΒΡΟΣΙΑΔΗΣ, ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΑΡΤΑΣ, HQF ΜΙΜΙΚΟΣ, ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ, ΚΟΝΤΟΧΡΗΣΤΟΣ, ΣΚΑΛΕΖΑ» σημειώνει ο Λάζαρος Τσακανίκας.
Και πρόσθεσε: «Η ελληνική πτηνοτροφία έχει προοπτική και μέλλον. Για να γίνει αυτό θα πρέπει:
Οι ελληνικές πτηνοτροφικές επιχειρήσεις να ωριμάσουν, να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και να οργανωθούν ώστε να μπορέσουν να αυξήσουν την κατά κεφαλή κατανάλωση κοτόπουλου στην Ελλάδα, ενημερώνοντας τον καταναλωτή για την διατροφική αξία του κρέατος κοτόπουλου και αναδεικνύοντας την ανωτερότητα του ελληνικού κοτόπουλου έναντι των εισαγόμενων.
Οι κυβερνήσεις να ασχοληθούν λίγο με την ελληνική παραγωγή και να δώσουν λύσεις στα χρόνια προβλήματα του κλάδου ώστε να αυξηθεί η παραγωγή κοτόπουλου τονίζοντας παράλληλα και την ελληνική οικονομία και την απασχόληση.
Αυτό που χρειάζεται είναι να καθίσουμε όλοι στο ίδιο τραπέζι και να μελετήσουμε τους τρόπους για το πως θα μειωθεί το κόστος παραγωγής, και να αντιμετωπίσουμε το θέμα των παράνομων ελληνοποιήσεων.
Συνοπτικά, η κατάσταση του κλάδου από πλευράς δομής παραγωγής έχει – σύμφωνα με στοιχεία ερευνών που έχουν δημοσιευθεί ως – εξής:
Το 67% περίπου της παραγωγής αυγών προέρχεται από συστηματικές μονάδες και το υπόλοιπο από τη χωρική πτηνοτροφία. Ένας σημαντικός αριθμός ελληνικών νοικοκυριών, ιδιαίτερα στις ορεινές και νησιωτικές περιοχές αντλεί ένα συμπληρωματικό εισόδημα από την πώληση των αυγών που παράγουν, τα οποία όπως είναι γνωστό προτιμώνται ιδιαίτερα από τους καταναλωτές. Το 90% της παραγωγής κρέατος πουλερικών προέρχεται από συστηματικές εκτροφές και το 10% από χωρικές εκτροφές, που καλύπτουν τοπικές ανάγκες σε ορεινές απομεμακρυσμένες και νησιωτικές περιοχές. Η αυτάρκεια της χώρας σε κρέας πουλερικών είναι 75% περίπου και η κατανάλωση κατά άτομο κυμαίνεται μεταξύ 21-23 κιλά/έτος. Στις οργανωμένες επιχειρήσεις του κλάδου απασχολούνται περί τις 11-12.000 άτομα, ενώ άλλες 3.000 θέσεις εργασίας συνδέονται άμεσα με τον κλάδο.
Χωροταξικά ο κύριος όγκος της παραγωγής του κρέατος βρίσκεται στις περιφέρειες Ηπείρου και Στερεάς Ελλάδας. Συνολικά το 80% περίπου της συνολικής ελληνικής παραγωγής του κρέατος ορνίθων παράγεται στις δύο αυτές περιφέρειες όπου εξακολουθεί να υπάρχει μια σημαντική δυναμική ανάπτυξης του κλάδου. Σε ότι αφορά την παραγωγή αυγών αυτή κατανέμεται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα όμως ένας μεγάλος μέρος της βρίσκεται στην περιφέρεια Αττικής.
«Ο Έλληνας καταναλωτής δεν είναι ενημερωμένος»
Για την σημερινή κατάσταση στην ελληνική πτηνοτροφία μίλησε στο «Agropost» ο Γενικός Διευθυντής του Αγροτικού Πτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Ιωαννίνων – ΠΙΝΔΟΣ, κ. Λάζαρος Τσακανίκας. Σύμφωνα με τον ίδιο, σε σχέση με τους Έλληνες καταναλωτές και το κατά πόσο γνωρίζουν τα οφέλη στην διατροφή του αν χρησιμοποιούν προϊόντα του κλάδου, απάντησε: «Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Έλληνας καταναλωτής είναι όσο θα έπρεπε ενημερωμένος για την διατροφική αξία του κοτόπουλου και τα οφέλη που έχει για την υγεία του από την κατανάλωση του κρέατος κοτόπουλου. Γι’ αυτό την μεγαλύτερη ευθύνη την έχει ο ίδιος ο κλάδος της πτηνοτροφίας, ο οποίος λόγω μη σωστής οργάνωσης του δεν προσπαθεί να ενημερώσει τους καταναλωτές με οργανωμένες κινήσεις.
Ο κλάδος σπαταλά κάθε χρόνο εκατομμύρια ευρώ σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό για μοίρασμα της υπάρχουσας κατανάλωσης και δεν δαπανά ούτε ένα ευρώ για την ενημέρωση του καταναλωτή και την αύξηση της κατανάλωσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι η χώρα μας είναι η τελευταία στην Ευρώπη στην κατά κεφαλή κατανάλωση κοτόπουλο».
Και πρόσθεσε: «Έχουν γίνει πάρα πολλές έρευνες για το κρέας κοτόπουλου και έχει αποδειχτεί ότι η κατανάλωση κοτόπουλου έχει πολλές ευεργετικές επιδράσεις στην υγεία του ανθρώπου.
Οι πρωτεΐνες του είναι θρεπτικές, φιλικές (δεν προκαλούν αλλεργίες) εύπεπτες και απορροφούνται 100% από τον oργανισμό. 100γρ. κοτόπουλου καλύπτουν το 50% των ημερησίων αναγκών σε πρωτεΐνες των ανδρών και το 65% των γυναικών. Η υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη δρα θετικά στην απελευθέρωση της ορμόνης της πληρότητας PYY η οποία μειώνει την όρεξη. Η πρωτεΐνη κοτόπουλου αυξάνει τον μεταβολικό ρυθμό και βοηθάει στην διατήρηση της μυϊκής μάζας κατά την απώλεια βάρους.
Το κρέας κοτόπουλου είναι πλούσιο σε ασβέστιο και φώσφορο και βοηθά την υγεία των οστών και μειώνει το κίνδυνο αρθρίτιδας. Επίσης είναι πλούσιο σε βιταμίνη Β5 τρυπτοφάνη και μαγνήσιο και βοηθά στην μείωση του στρες.
Το κρέας κοτόπουλου έχει μικρότερο αριθμό θερμίδων, λιγότερα λιπαρά και χοληστερίνη, περισσότερα απαραίτητα ακόρεστα λιπαρά οξέα από τα άλλα κρέατα. Είναι πλούσιο σε βιταμίνες Β και ψευδάργυρο που είναι απαραίτητα για την ανθρώπινη υγεία. Με την κατανάλωση 100γρ. στήθους κοτόπουλου καλύπτουμε το 6% των ημερησίων αναγκών σε σίδηρο, έχουμε χαμηλότερο κίνδυνο παχυσαρκίας και ανάπτυξης καρδιακών παθήσεων και διαβήτη.
Η κατανάλωση κρέατος κοτόπουλου βοηθάει στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος του σώματος.
Ο ζεστός ζωμός κοτόπουλου μειώνει τις ποσότητες βλέννας στους πνεύμονες με αποτέλεσμα να βελτιώνεται η αναπνοή και να σταματάει ο βήχας.
Μαγειρεύεται ποικιλοτρόπως και το προτείνουν όλοι οι γιατροί και διαιτολόγοι ως απαραίτητο συστατικό στην διατροφή μας.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει μικρά βήματα στην προώθηση των προϊόντων κοτόπουλου αφ’ ενός με την παραγωγή νέων προϊόντων από το κρέας κοτόπουλου όπως τα ψημένα προϊόντα κοτόπουλου και τα αλλαντικά από κρέας κοτόπουλου και αφ’ ετέρου με τις συνεχείς προσφορές των σουπερ μάρκετ έχουν βοηθήσει στο να αυξηθεί η κατανάλωση. Εμείς στην ΠΙΝΔΟ έχουμε κυκλοφορήσει στην αγορά πολλά νέα προϊόντα όπως τα αλλαντικά από κρέας κοτόπουλου ελευθέρας βοσκής».
Υπερτερούν τα ελληνικά κοτόπουλα
Σε τι υπερτερούν όμως τα ελληνικά κοτόπουλα και το κρέας τους σε σχέση με τα εισαγόμενα; Σύμφωνα με τον κ. Τσακανίκα τα ελληνικά κοτόπουλα υπερτερούν των εισαγόμενων:
Στην φρεσκάδα τους καθώς την επόμενη ημέρα σφαγής τους βρίσκονται στα ράφια των κρεοπωλείων και των σούπερ μάρκετ.
Στη γεύση τους η οποία είναι κατά πολύ καλύτερη και οφείλεται στις ποιοτικές ζωοτροφές που χρησιμοποιούνται για την διατροφή τους, στο καθαρό περιβάλλον της Ελλάδας, στο νερό που πίνουν και στον τρόπο εκτροφής τους.
Τα ελληνικά κοτόπουλα είναι τα μόνα με πιστοποίηση φυτικής διατροφής.
Στην υγιεινή και στην ασφάλεια για τον καταναλωτή. Ουδέποτε έχουν κατηγορηθεί τα ελληνικά κοτόπουλα, όταν στην Ευρώπη έχουν εμφανιστεί διάφορα διατροφικά σκάνδαλα τα οποία οφείλονται στην προσπάθεια των άλλων χωρών να παράγουν κοτόπουλα με χαμηλό κόστος. Όλα αυτά αποδεικνύουν και το γεγονός ότι στα ράφια των κρεοπωλείων και των σούπερ μάρκετ, δεν πωλούνται επώνυμα εισαγόμενα κοτόπουλα. Κυρίως τα εισαγόμενα προορίζονται για τα εργαστήρια και το catering από όπου φτάνουν στον καταναλωτή ανώνυμα και φοβούνται να πουν την προέλευση τους.
«Εμείς στην ΠΙΝΔΟ εφαρμόζουμε ένα πρότυπο ευζωίας που ξεκινάει από την παραγωγή του εκκολάψιμου αυγού μέχρι την διανομή του τελικού προϊόντος στο ράφι. Παρόμοιο του δεν υπάρχει στην Ε.Ε», αναφέρει ο γενικός διευθυντής της Πίνδος.
Σε σχέση με τις νέες καταναλωτικές τάσεις στα προϊόντα κρέατος κοτόπουλου, ο κ. Τσακανίκας κάνει γνωστό στο «Agropost» ότι: «Οι διατροφικές τάσεις στην Ελλάδα την περίοδο της οικονομικής κρίσης έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά όταν ο μέσος όρος των μηνιαίων δαπανών των νοικοκυριών για αγορές ειδών διατροφής και για κρέας έχει μειωθεί κατά 16% και 18% αντίστοιχα.
Το κρέας κοτόπουλου όμως έχει μειωθεί κατά 0,06% σε αξία.
Οι ποσότητες έχουν αυξηθεί κατά 16% που σημαίνει ότι ο Έλληνας καταναλωτής έχει στραφεί περισσότερο στο κοτόπουλο λόγω της οικονομικότερης τιμής του σε σχέση με τα άλλα κρέατα.
Το τελευταίο διάστημα οι καταναλωτές στρέφονται πιο πολύ στις ειδικές εκτροφές κοτόπουλου, στα παρασκευάσματα από κρέας κοτόπουλου (ρολό κ.λπ) στα έτοιμα ψημένα παναρισμένα τεμάχια από κρέας κοτόπουλου, στα τεμαχισμένα μέρη κοτόπουλου. Αυξητικές τάσεις εμφανίζει το έτοιμο ψημένο κοτόπουλο. Εμείς στην ΠΙΝΔΟ ανταποκρινόμενοι στις νέες τάσεις των καταναλωτών παράγουμε τα κοτόπουλα ελευθέρας βοσκής, τα κοκόρια ελευθέρας βοσκής, τα βιολογικά κοτόπουλα, τις ειδικές Γιαννιώτικες φάρμες, πολλούς κωδικούς παρασκευασμάτων και τα αλλαντικά από κρέας ελευθέρας βοσκής».
Το ζωικό κεφάλαιο, ο ανταγωνισμός και οι εισαγωγές
Σήμερα – σύμφωνα με τον κ. Τσακανίκα – η ετήσια παραγωγή σε κοτόπουλα στην χώρα μας ανέρχεται σε 140-145 εκ. κοτόπουλα και σε νωπό κρέας σε 240.000 τόνους.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια μετατόπιση της κατανάλωσης από τα άλλα κρέατα προς το κοτόπουλο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και την αύξηση της παραγωγής κατά 15% περίπου από το 2010 έως το 2019. Η αυτάρκεια της χώρας μας ανέρχεται στο 75% και παρουσιάζει μια μείωση την τελευταία δεκαετία της τάξης του 5%, γεγονός που οφείλεται στην αύξηση της εισαγωγών κυρίως από τις βαλκανικές χώρες. Το κρέας κοτόπουλου κυριαρχεί με ποσοστό πάνω από το 95%
Ακολουθεί η γαλοπούλα με την μεγαλύτερη παραγωγή, προσαρμοσμένη στις ημέρες των Χριστουγέννων.
Οι εισαγωγές του κρέατος κοτόπουλου ανέρχονται στους 82.000 τόνους, οι βασικοί προμηθευτές είναι:
Βουλγαρία 35%
Κάτω Χώρες 22%
Ιταλία 15%
Πολωνία 5%
Βέλγιο 6%
Οι εισαγωγές στηρίζονται στην χαμηλή τιμή η οποία οφείλεται αφ ενός στο χαμηλότερο κόστος και αφ ετέρου στην εξαγωγή των πλεονασμάτων.
Οι τιμές
Οι τιμές κοτόπουλου την περίοδο της οικονομικής κρίσης παρουσίασαν μια συνεχή τάση μείωσης τους. Σήμερα το κοτόπουλο πωλείται πιο φτηνά απ’ ότι το 2010. Η λιανική τιμή του νωπού κοτόπουλου στο s/m από 3,90€ το 2010 σήμερα μειώθηκε στο 3,16€ μια μείωση της τάξης του 19%. Οι τιμές στους παραγωγούς έμειναν σταθερές γιατί το ίδιο διάστημα ανέβηκε το κόστος παραγωγής τους λόγω αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών, αύξηση της φορολόγησης και του χρηματοοικονομικού κόστους.
Η μείωση στο μεγαλύτερο ποσοστό απορροφήθηκε από τις βιομηχανίες μεταποιήσης και σε μικρότερο ποσοστό από τα σούπερ μάρκετ.
Κόστος παραγωγής
Το κόστος παραγωγής του κοτόπουλου – σύμφωνα με τον διευθυντή της Πίνδος – εξαρτάται:
Από το κόστος διατροφής του, το οποίο ακολουθεί τις τιμές των δημητριακών και της σόγιας σε παγκόσμιο επίπεδο και λόγω του ότι οι περισσότερες ζωοτροφές εισάγονται επιβαρύνεται με υψηλό μεταφορικό κόστος.
Από τις επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στους παραγωγούς – φορολογία – ασφαλιστικές εισφορές. Στην Ελλάδα έχουμε τις μεγαλύτερες επιβαρύνσεις από άλλες ευρωπαϊκές χώρες και σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνάει και το διπλάσιο.
Από το κόστος μισθοδοσίας των μεταποιητικών επιχειρήσεων λόγω των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών.
Από το κόστος ενέργειας που επιβαρύνει την παραγωγή και την μεταφορά των προϊόντων.
Από το υψηλό χρηματοοικονομικό κόστος που οφείλεται στις μεγάλες πιστώσεις των s/m και στα υψηλά επιτόκια των τραπεζών.
Από τις πολλές επιβαρύνσεις που μας έχουν επιβάλλει δημοτικά τέλη, κτηνιατρικά τέλη, τέλη πιστοποιήσεων κ.λπ.
Το συνολικό κόστος παραγωγής στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλότερο από ότι σε άλλες ευρωπαϊκές και κυρίως βαλκανικές χώρες.
Εξαγωγές
Η Ελλάδα δεν είναι εξαγωγική χώρα στο κοτόπουλο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε στο «Agropost» ο κ. Τσακανίκας το 2018 οι εξαγωγές ανήλθαν σε 33.355 τόνους και αξίας 30.447.000€. Αυτό σημαίνει ότι κυρίως εξάγονται είτε προϊόντα χαμηλής αξίας είτε προϊόντα σε περιόδους πλεονασμάτων.
Η ΠΙΝΔΟΣ σήμερα εξάγει:
Αυγά εκκολάψιμα
Νεοσσούς μιας ημέρας
Κοτόπουλα ζωντανά
Κοτόπουλα κατεψυγμένα
Κοτόπουλα νωπά
Κύριες χώρες προορισμού αυτών οι Βουλγαρία – Βόρεια Μακεδονία – Αλβανία – Κύπρος – Κόσοβο.
Πρόσφατα της εγκρίθηκε πρόγραμμα προώθησης σε αραβικές χώρες και τα Αραβικά Εμιράτα ύψους 1,3εκ€ και τα επόμενα 3 χρόνια θα προσπαθήσει μέσω της συμμετοχής σε εκθέσεις και άλλες ενέργειες να προωθήσει τα προϊόντα που στηρίζονται στις ειδικές εκτροφές στις χώρες αυτές.
Τα προβλήματα
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής πτηνοτροφίας – όπως τονίζει ο κ. Τσακανίκας – είναι η χαμηλή κερδοφορία και το μικρό ποσοστό καθαρού κέρδους το οποίο δεν ξεπερνάει το 1%. Αρκετές είναι οι επιχειρήσεις που εμφανίζουν ζημιές.
Αυτό οφείλεται:
Στο αυξημένο κόστος παραγωγής.
Στο μικρό μέγεθος των μονάδων εκτροφής.
Στο μεγάλο ανταγωνισμό που υπάρχει από τα εισαγόμενα και τις παράνομες ελληνοποιήσεις.
Στη γραφειοκρατία και στις χρονοβόρες διαδικασίες για την ίδρυση νέων μονάδων εκτροφής.
Στο εγχώριο ανταγωνισμό τις ο οποίος πιο πολλές φορές είναι και αθέμιτος.
Το υψηλό χρηματοοικονομικό κόστος που υπάρχει για κεφάλαια κίνησης.
«Οι Έλληνες πτηνοτρόφοι είναι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις οι οποίες είτε είναι μέλη των πτηνοτροφικών συνεταιρισμών ΠΙΝΔΟΣ και ΑΡΤΑΣ είτε συνεργάζονται με τις ιδιωτικές μεταποιητικές επιχειρήσεις. Σήμερα στην Ελλάδα μετά τις ανακατατάξεις που έγιναν την περίοδο της κρίσης οι κύριοι παίχτες είναι: Η ΠΙΝΔΟΣ και ο ΝΙΤΣΙΑΚΟΣ οι οποίοι ελέγχουν το 60% της ελληνικής παραγωγής και αγοράς και το υπόλοιπο ποσοστό μοιράζονται οι ΑΜΒΡΟΣΙΑΔΗΣ, ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΑΡΤΑΣ, HQF ΜΙΜΙΚΟΣ, ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ, ΚΟΝΤΟΧΡΗΣΤΟΣ, ΣΚΑΛΕΖΑ» σημειώνει ο Λάζαρος Τσακανίκας.
Και πρόσθεσε: «Η ελληνική πτηνοτροφία έχει προοπτική και μέλλον. Για να γίνει αυτό θα πρέπει:
Οι ελληνικές πτηνοτροφικές επιχειρήσεις να ωριμάσουν, να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και να οργανωθούν ώστε να μπορέσουν να αυξήσουν την κατά κεφαλή κατανάλωση κοτόπουλου στην Ελλάδα, ενημερώνοντας τον καταναλωτή για την διατροφική αξία του κρέατος κοτόπουλου και αναδεικνύοντας την ανωτερότητα του ελληνικού κοτόπουλου έναντι των εισαγόμενων.
Οι κυβερνήσεις να ασχοληθούν λίγο με την ελληνική παραγωγή και να δώσουν λύσεις στα χρόνια προβλήματα του κλάδου ώστε να αυξηθεί η παραγωγή κοτόπουλου τονίζοντας παράλληλα και την ελληνική οικονομία και την απασχόληση.
Αυτό που χρειάζεται είναι να καθίσουμε όλοι στο ίδιο τραπέζι και να μελετήσουμε τους τρόπους για το πως θα μειωθεί το κόστος παραγωγής, και να αντιμετωπίσουμε το θέμα των παράνομων ελληνοποιήσεων.