Κορωνοϊός: Παρέμβαση της Επ. Ανταγωνισμού για φαινόμενα υπερκοστολόγησης
Μπροστά στο ενδεχόμενο εμφάνισης στην αγορά στρεβλωτικών φαινομένων λόγω κοροναϊού, η Επιτροπή Ανταγωνισμού γνωστοποιεί ότι στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της, θα εξετάζει κατά άμεση προτεραιότητα, κάθε σχετική περίπτωση που θα υποπέσει στην αντίληψή της και θα επιβάλλει αυστηρότατες κυρώσεις στις επιχειρήσεις που τυχόν εφαρμόζουν παρόμοιες αντιανταγωνιστικές πρακτικές.
«Το δίκαιο του ανταγωνισμού, σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, επιβάλλει στις επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν τις κοινωνικές και οικονομικές συγκυρίες, χαράσσοντας αυτόνομη εμπορική πολιτική, με μέσα που δεν στρεβλώνουν και δεν νοθεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και ανεξάρτητα η μία προς την άλλη» αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στη σχετική ανακοίνωση.
Στις «απαγορευμένες πρακτικές» περιλαμβάνονται η λειτουργία ως καρτέλ για τον καθορισμό των τιμών, ο περιορισμός της παραγωγής και διάθεσης, η εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών που δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.
Η ανακοίνωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού
Όπως αναφέρει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, «με αφορμή πρόσφατα δημοσιεύματα και με γνώμονα τη διαφύλαξη της υγιούς ανταγωνιστικής δομής της αγοράς, της προστασίας των συμφερόντων του καταναλωτή και την οικονομική ανάπτυξη, θέλοντας να εξασφαλίσει ότι η παρούσα συγκυρία λόγω της ύπαρξης κρουσμάτων του ιού COVID-19 (γνωστός και ως «κορωνοϊός») δεν θα αποτελέσει λόγο στρέβλωσης των συνθηκών του υγιούς ανταγωνισμού και εκμετάλλευσης των καταναλωτών, η Επιτροπή Ανταγωνισμού επισημαίνει:
Το δίκαιο του ανταγωνισμού, σε Ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, επιβάλλει στις επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν τις κοινωνικές και οικονομικές συγκυρίες, χαράσσοντας αυτόνομη εμπορική πολιτική με μέσα που δεν στρεβλώνουν και δεν νοθεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και ανεξάρτητα η μία προς την άλλη.
Επομένως, ενδεχόμενη επιδίωξη αύξησης ή διατήρησης των κερδών των επιχειρήσεων ή μετακύλισης οικονομικών βαρών στον καταναλωτή μέσα από παράνομες συμπράξεις θέτει σε κίνδυνο το δημόσιο συμφέρον και βλάπτει τον καταναλωτή, χωρίς κανένα αντισταθμιστικό όφελος για το κοινωνικό σύνολο.»
Απαγορευμένες πρακτικές
Τέτοιες απαγορευμένες πρακτικές, σημειώνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, μπορεί να αφορούν (εντελώς ενδεικτικά):
* τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής, μέσω σύμπραξης,
* τον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής και της διάθεσης,
* την κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού,
* την εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.
Επίσης, όπως προσθέτει η Επιτροπή «το δίκαιο ανταγωνισμού μπορεί να εφαρμοστεί και σε μονομερείς καταχρηστικές πρακτικές, είτε αυτές αποκλείουν τους ανταγωνιστές σε μία αγορά (ενδεικτικά αναφέρονται η εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές ή η αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή άλλης συναλλαγής, κατά τρόπο που δυσχεραίνει τη λειτουργία του ανταγωνισμού), είτε αυτές είναι μονομερείς πρακτικές εκμετάλλευσης του καταναλωτικού κοινού (π.χ. υπερτιμολόγηση προϊόντων ή υπηρεσιών) από εταιρίες με δεσπόζουσα θέση στην αγορά».
«Προ του ενδεχομένου εμφάνισης παρόμοιων στρεβλωτικών φαινομένων, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, θεματοφύλακας της εύρυθμης λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς γνωστοποιεί, ότι στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της, θα εξετάζει κατά άμεση προτεραιότητα, κάθε σχετική περίπτωση που θα υποπέσει στην αντίληψή της, μέσω καταγγελίας, αίτησης επιείκειας από μέλος καρτέλ, ή άλλων πηγών πληροφόρησης (τύπος, διαδίκτυο, δημόσιες ανακοινώσεις κ.λπ.) εκμεταλλευόμενες το ειδικό αυτό ζήτημα δημόσιας υγείας και τις ευαισθησίες του καταναλωτικού κοινού και θα επιβάλλει αυστηρότατες κυρώσεις στις επιχειρήσεις που τυχόν εφαρμόζουν παρόμοιες αντιανταγωνιστικές πρακτικές» καταλήγει η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Περισσότερες πληροφορίες για ενδεχόμενη καταγγελία (και το έντυπο καταγγελίας) μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα της Επιτροπής Ανταγωνισμού
«Το δίκαιο του ανταγωνισμού, σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, επιβάλλει στις επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν τις κοινωνικές και οικονομικές συγκυρίες, χαράσσοντας αυτόνομη εμπορική πολιτική, με μέσα που δεν στρεβλώνουν και δεν νοθεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και ανεξάρτητα η μία προς την άλλη» αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στη σχετική ανακοίνωση.
Στις «απαγορευμένες πρακτικές» περιλαμβάνονται η λειτουργία ως καρτέλ για τον καθορισμό των τιμών, ο περιορισμός της παραγωγής και διάθεσης, η εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών που δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.
Η ανακοίνωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού
Όπως αναφέρει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, «με αφορμή πρόσφατα δημοσιεύματα και με γνώμονα τη διαφύλαξη της υγιούς ανταγωνιστικής δομής της αγοράς, της προστασίας των συμφερόντων του καταναλωτή και την οικονομική ανάπτυξη, θέλοντας να εξασφαλίσει ότι η παρούσα συγκυρία λόγω της ύπαρξης κρουσμάτων του ιού COVID-19 (γνωστός και ως «κορωνοϊός») δεν θα αποτελέσει λόγο στρέβλωσης των συνθηκών του υγιούς ανταγωνισμού και εκμετάλλευσης των καταναλωτών, η Επιτροπή Ανταγωνισμού επισημαίνει:
Το δίκαιο του ανταγωνισμού, σε Ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, επιβάλλει στις επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν τις κοινωνικές και οικονομικές συγκυρίες, χαράσσοντας αυτόνομη εμπορική πολιτική με μέσα που δεν στρεβλώνουν και δεν νοθεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και ανεξάρτητα η μία προς την άλλη.
Επομένως, ενδεχόμενη επιδίωξη αύξησης ή διατήρησης των κερδών των επιχειρήσεων ή μετακύλισης οικονομικών βαρών στον καταναλωτή μέσα από παράνομες συμπράξεις θέτει σε κίνδυνο το δημόσιο συμφέρον και βλάπτει τον καταναλωτή, χωρίς κανένα αντισταθμιστικό όφελος για το κοινωνικό σύνολο.»
Απαγορευμένες πρακτικές
Τέτοιες απαγορευμένες πρακτικές, σημειώνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, μπορεί να αφορούν (εντελώς ενδεικτικά):
* τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής, μέσω σύμπραξης,
* τον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής και της διάθεσης,
* την κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού,
* την εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.
Επίσης, όπως προσθέτει η Επιτροπή «το δίκαιο ανταγωνισμού μπορεί να εφαρμοστεί και σε μονομερείς καταχρηστικές πρακτικές, είτε αυτές αποκλείουν τους ανταγωνιστές σε μία αγορά (ενδεικτικά αναφέρονται η εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές ή η αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή άλλης συναλλαγής, κατά τρόπο που δυσχεραίνει τη λειτουργία του ανταγωνισμού), είτε αυτές είναι μονομερείς πρακτικές εκμετάλλευσης του καταναλωτικού κοινού (π.χ. υπερτιμολόγηση προϊόντων ή υπηρεσιών) από εταιρίες με δεσπόζουσα θέση στην αγορά».
«Προ του ενδεχομένου εμφάνισης παρόμοιων στρεβλωτικών φαινομένων, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, θεματοφύλακας της εύρυθμης λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς γνωστοποιεί, ότι στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της, θα εξετάζει κατά άμεση προτεραιότητα, κάθε σχετική περίπτωση που θα υποπέσει στην αντίληψή της, μέσω καταγγελίας, αίτησης επιείκειας από μέλος καρτέλ, ή άλλων πηγών πληροφόρησης (τύπος, διαδίκτυο, δημόσιες ανακοινώσεις κ.λπ.) εκμεταλλευόμενες το ειδικό αυτό ζήτημα δημόσιας υγείας και τις ευαισθησίες του καταναλωτικού κοινού και θα επιβάλλει αυστηρότατες κυρώσεις στις επιχειρήσεις που τυχόν εφαρμόζουν παρόμοιες αντιανταγωνιστικές πρακτικές» καταλήγει η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Περισσότερες πληροφορίες για ενδεχόμενη καταγγελία (και το έντυπο καταγγελίας) μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα της Επιτροπής Ανταγωνισμού