Την ώρα που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο η Πολιτεία μεριμνά για την επιστροφή στην κανονικότητα σε όλους τους παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας, με προοπτική επανεκκίνησης της χαμένης καθημερινότητας μας από την καραντίνα, υπάρχει και ένας τομέας που μέχρι τώρα φαίνεται να μην εντοπίζεται από τα ραντάρ του κυβερνητικού σχεδιασμού και ας είναι η δραστηριότητα των ανθρώπων που εργάζονται σε αυτόν συνυφασμένη με την ψυχαγωγία του Ελλήνων κατά την θερινή περίοδο και όχι μόνο. Ο λόγος για τους ανθρώπους, που κρατάνε όρθια την ελληνική παράδοση, τους δημοτικούς τραγουδιστές και οργανοπαίκτες, μέσα από τα χιλιάδες πανηγύρια που διεξάγονται στην Ελλάδα το καλοκαίρι. Και επειδή φως στο τούνελ δεν βλέπουν μέχρι τώρα, καθώς το πιθανότερο σενάριο είναι φέτος να μην επιτραπούν πουθενά τα υπαίθρια και ανοιχτά λαϊκά γλέντια, δηλαδή τα πανηγύρια, για να μη τους πάρει η άσχημη αυτή κατάσταση από κάτω επινοούν διάφορες συμβολικές κινήσεις καλοπροαίρετης διαμαρτυρίας με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού και χιούμορ.

Όπως αυτό που θα δείτε παρακάτω με πρωταγωνιστή τον γνωστό καλλιτέχνη από το χώρο του δημοτικού τραγουδιού Γιάννη Κατσίγιαννη, ο οποίος με την ορχήστρα του έστειλαν το δικός του μήνυμα για τον «ανεκπροσώπητο» κόσμο των πανηγυριών ή αλλιώς εκείνους τους συναδέλφους τους, που στην όλη συζήτηση που έχει ανοίξει με όρους «συνδικαλιστικής» αντιδικίας ανάμεσα στους «πολιτικοποιημένους» παράγοντες της τέχνης και την πολιτεία, φαντάζουν ως «λαθραίοι» επιβάτες στο ταξίδι της μουσικής. Διότι δεν είναι οργανωμένοι συνδικαλιστές, δεν διέπονται από το σύνδρομο της «δικομανίας» που κατά καιρούς έχει στιγματίσει πολλούς «διάσημους» του θεάματος και του ακροάματος, δεν ξέρουν από πνευματικά δικαιώματα όταν «γλεντάνε» τον κόσμο, δεν είναι επιχειρηματίες της τέχνης, δεν έχουν πάρε δώσε με μάνατζερ και δημοσιογράφους- αγιογράφους, ώστε να έχουν εύκολη πρόσβαση για την διαφήμιση της δουλειάς τους στα ΜΜΕ ή να «μπαίνουν» σε μαγαζιά με τη βοήθεια των δισκογραφικών τους εταιριών.




Αυτοί οι άνθρωποι όταν παίζουν στο «πατάρι» - και όχι στην πίστα ή το πάλκο- δεν τραγουδούν με ωράριο και πρόγραμμα, μήτε εξασφαλισμένες απολαβές. Είναι όπως τα παλιά μπουλούκια του θεάτρου. Αν δεν πήγαινε καλά η παράσταση δεν έπαιρναν και το μεροκάματο τους. Φυσικά ούτε κατά διάνοια δεν θα σκεφτούν να «σχολάσουν» το γλέντι επειδή δεν έχουν κόσμο. Θα παίξουν και για χάρη λιγοστών τραπεζιών γιατί σέβονται του καθενός το ξόδεμα στο γλέντι. Διότι στην πλειονότητα τους πρόκειται για ανθρώπους που δεν ανήκουν στην κατηγορία των «στυγνών- ψωνισμένων καλλιτεχνών και συνήθως «απόμακρων» από τον κόσμο που πάει να τους ακούσει, αλλά πάνω απ’ όλα είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που στην «πλανόδια» καλλιτεχνική ζωή τους, διασκεδάζουν μαζί με τον κόσμο που δεν είναι γι’ αυτούς ένας ανώνυμος πελάτης. Και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα πανηγύρια και τις συναυλίες. Σε αυτά τα παραδοσιακά συναπαντήματα δεν υπάρχει απρόσωπη «διασκέδαση» , ούτε κυριαρχεί η υπερφίαλη αντίληψη του θαυμάσιου και θαυμαστού έναντι του ανάξιου και ποταπού. Αυτή που γεννά μια ιδιάζουσα κοινωνική αποστασιοποίηση που υποκρύπτει και ένα επάρατο ταξικό σνομπισμό ανάμεσα στην από καθέδρας βασιλική εμφάνιση ενός επηρμένου καλλιτέχνη με τον «ανώνυμο θαυμαστή» του που πληρώνει να τον ακούσει και ενίοτε είναι υποχρεωμένος να υπακούσει αναντίρρητα στις τάχα μου ιδιότροπες συμπεριφορές του, που συνήθως είναι επικοινωνιακά κόλπα με αλαζονικό πρόσημο στην λογική «αποθεώστε με, όπως εγώ γουστάρω».

Οι εκπρόσωποι της παραδοσιακής μουσικής, που μας διασκεδάζουν στα πανηγύρια, δεν είναι οι «απλησίαστες» φίρμες του έντεχνου και λαϊκού πενταγράμμου, είναι άνθρωποι που δεν πας για να τους ακούσεις μόνο, αλλά και να σε ακούσουν όταν τους μιλήσεις. Που θα σε δουν όταν τους κάνει νόημα επάνω στο ντέρτι σου να δώσεις μια παραγγελιά ή θα σε νιώσουν και θα έρθουν στο τραπέζι σου να μιλήσουν τραγουδιστά στη γλώσσα της ευχάριστης ή δυσάρεστης περίστασης που βιώνεις. Θα κατέβουν στο τραπέζι σου αποκλειστικά και προνομιακά αν χρειαστεί, αλλά με τον τρόπο τους θα «κοινωνήσουν» όλους τους θαμώνες του γλεντιού με το δικό σου συναίσθημα. Διότι η μουσική και οι μουσικοί αυτού του είδους την έννοια της «αλληλεγγύης» μπορεί να την μεταφέρουν αλλιώς στον κόσμο. Κάνοντας «κομμάτια» της ζωής του καθενός τα δράματα ή τα ωραία πράγματα με ένα τραγούδι. Από τραπέζι σε τραπέζι και από παρέα σε παρέα ο καθένας θα πάρει ένα κομμάτι από του διπλανού του, τη χαρά ή τη λύπη και στο τέλος δεν θα φύγει κανείς δυσαρεστημένος ή παρεξηγημένος. Γιατί τα πανηγύρια είναι μια λαϊκή μυσταγωγία μεταξύ γνωστών αγνώστων….!!!