O σχιζοφρενής δολοφόνος της Αθήνας, ανηψιός πασίγνωστης ηθοποιού!
Τα μυστηριώδη παιδικά χρόνια, το μίσος τους για τις γυναίκες και ο καταλυτικός ρόλος της θείας του
Τη νύχτα της 23ης Απριλίου του 1964, ο νεαρός Δημήτρης Ζάγκας βγήκε από το σπίτι του αποφασισμένος να σκοτώσει. Δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο κατά νου, ούτε κίνητρο. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να δολοφονήσει μια γυναίκα. Ξεκίνησε από το Σύνταγμα, αλλά η πλατεία ήταν γεμάτη κόσμο και δεν βρήκε την ευκαιρία που περίμενε. Πέρασε λίγη ώρα στο σπίτι του πατέρα του και μετά ξαναβγήκε «παγανιά». Κατέληξε να περιπλανιέται στο Παγκράτι και εκεί είδε μια νεαρή γυναίκα, ντυμένη προκλητικά που τραβούσε όλα τα βλέμματα πάνω της.
Την ακολούθησε, κρατώντας ένα μαχαίρι στο αριστερό του χέρι. Σύμφωνα με την μηχανή του χρόνου, τρεις φορές αποπειράθηκε να της επιτεθεί, αλλά τον έβλεπε κόσμος από τα μπαλκόνια. Με δυσκολία έκανε υπομονή, μέχρι που η κοπέλα έστριψε σε ένα σκοτεινό στενό. Ο Ζάγκας την πλησίασε στις μύτες των ποδιών του και τη μαχαίρωσε στη πλάτη. Η κραυγή του θύματος ειδοποίησε τους γείτονες, αλλά ο Ζάγκας πρόλαβε να σκουπίσει το μαχαίρι στα ρούχα του και να εξαφανιστεί.
Η έρευνα της αστυνομίας
Η αστυνομία, όπως ήταν λογικό, εστίασε την έρευνά της στο θύμα, τη Μαρία Μπαβέα. Ανακάλυψε ότι η Μαρία δεν ήταν «αγνή» και ότι ο αρραβωνιαστικός της, Λάζαρος Μαυρίδης, την είχε αναγκάσει να περάσει από ιατρική εξέταση παρθενίας. Ο τύπος της εποχής με επιπολαιότητα, έγραψε ότι το θύμα ήταν «μια πεταλούδα του έρωτα», που προκαλούσε τους άντρες. Ύποπτοι ήταν Κορσικανοί ναύτες, χασάπηδες, ακόμα και κουρείς. Για τρεις βδομάδες, οι φήμες οργίαζαν και η αστυνομία δεν κατέληγε σε κάποιο συμπέρασμα.
Ο ρόλος της Κούλας Αγαγιώτου
Στις 12 Μαΐου, το φονικό όπλο έφτασε στα χέρια των αστυνομικών, από τη θεία του Ζάγκα, την γνωστή ηθοποιό Κούλα Αγαγιώτου. Μετά από τέσσερις μέρες, συνέλαβαν τον Ζάγκα και στο σπίτι του βρήκαν το ματωμένο πουκάμισο, που φορούσε τη νύχτα της δολοφονίας. Ο 20χρονος εγκληματίας ομολόγησε αμέσως: «Εγώ τη σκότωσα αυτή την Μπαβέα». Ο σχιζοφρενής δολοφόνος που μισούσε τις γυναίκες Ο Δημήτρης Ζάγκας μισούσε τις γυναίκες, γιατί τον απέρριπταν συνέχεια. Μισούσε τη μητέρα του, γιατί τον γέννησε άσχημο και τη θεία του, γιατί τον κατέδωσε στην αστυνομία. Όνειρό του ήταν να κάνει εγχείρηση για να μοιάσει στον Δον Ζουάν. Είχες τρεις φίλους, τους οποίους περιέγραψε η θεία τους ως: «ένας κουτσός, ένας νάνος και ένας ψυχικά ανώμαλος». Οι γονείς του χώρισαν μετά από έξι μήνες γάμου κι η μητέρα του κλείστηκε σε ψυχιατρείο. Ο Ζάγκας μεγάλωσε με τη θεία του, η οποία όπως έλεγε μισούσε τη μητέρα του και τον προέτρεπε να την σκοτώσει.
Από μικρός ήταν φιλάσθενος και αντικοινωνικός
Παράτησε το σχολείο γιατί πίστευε ότι οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν, επειδή δεν μπορούσε να προφέρει το «ρ». Μεγαλώνοντας έπαθε εμμονή με την ιστορία του Τζακ του Αντεροβγάλτη και του Ρωμαίου αυτοκράτορα, Καλιγούλα. Όποτε έβλεπε κηδεία στο δρόμο, ακολουθούσε τον κόσμο και περίμενε να δει την ταφή του νεκρού. Τα βράδια, κοιμόταν σε νεκροταφεία και έβαφε τα δόντια του κόκκινα, για να μοιάζει με το είδωλο του, τον Δράκουλα. Πέρασε δυο χρόνια έγκλειστος σε ψυχιατρική κλινική, αλλά η νοσηλεία δεν ωφέλησε τη ψυχική του ασθένεια. Με τον καιρό γινόταν πιο επικίνδυνος. Από το 1962, ο μόνος στόχος στη ζωή του ήταν να σκοτώσει όσες πιο πολλές γυναίκες μπορούσε και μετά να σκοτωθεί ο ίδιος σε συμπλοκή. Στις 13 Ιουνίου του 1965, το δικαστήριο έκρινε ότι «ο κατηγορούμενος ήταν ανιάτως φρενοβλαβής και επικίνδυνος» και καταδικάστηκε για το φόνο, αλλά με το ελαφρυντικό της πλήρους συγχύσεως. Αντί να φυλακιστεί, κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική.