ΣτΕ: Νόμιμο το νέο σύστημα διορισμού και προσλήψεων εκπαιδευτικών
Συνταγματική και νόμιμη έκρινε, με
οριακή πλειοψηφία, η αυξημένη επταμελής σύνθεση του Γ´ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας την προκήρυξη του ΑΣΕΠ για την πρόσληψη καθηγητών δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαίδευσης βάσει του ν. 4589/2019.
Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχαν προσφύγει υποψήφιοι για την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαίδευσης, οι οποίοι ζητούσαν την ακύρωση της σχετικής προκήρυξης.
Με τον επίμαχο νόμο, προβλέφθηκε νέο σύστημα διορισμού σύμφωνα με το οποίο η επιλογή γίνεται βάσει σειράς προτεραιότητας που καθορίζεται από τη βαθμολόγηση των υποψηφίων σε ακαδημαϊκά προσόντα, εκπαιδευτική προϋπηρεσία και κοινωνικά κριτήρια.
Συγκεκριμένα, η αυξημένη σύνθεσης του Γ΄ Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου απέρριψε με πλειοψηφία 3-2 την αίτηση ακυρώσεως.
Η πλειοψηφία του Γ´ τμήματος του ΣτΕ έκρινε πως το Σύνταγμα στο άρθρο 103 παρ. 7 προβλέπει, εναλλακτικά, τον διαγωνισμό ή την επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, ως ισοδύναμους τρόπους στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης, αφήνοντας στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να προκρίνει τον πλέον κατάλληλο για την πρόσληψη του προσωπικού του εκάστοτε φορέα.
Παράλληλα, οι σύμβουλοι επικρατείας έκριναν ότι ο νομοθέτης δεν δεσμεύεται από προηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις (π.χ. των νόμων 2525/1997 και 3848/2010), με τις οποίες είχε προβλεφθεί ο γραπτός διαγωνισμός ως πάγιος τρόπος διορισμού των μονίμων εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Παράλληλα, κατά πλειοψηφία απορρίφθηκε το επιχείρημα των εκπαιδευτικών ότι παραβιάζονται οι συνταγματικές αρχές της ισότητας, αξιοκρατίας και αναλογικότητας με την προβλεπόμενη στον νόμο 4589/2019 (άρθρο 57) προσμέτρηση της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας με 120 μονάδες κατ’ ανώτατο όριο (1 μονάδα για κάθε μήνα πραγματικής προϋπηρεσίας).
Ακόμη, κρίθηκε από το ΣτΕ, ότι δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1, 5, 25 και 103 του Συντάγματος, ούτε στην αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης, η μη πρόβλεψη στον ν. 4589/2019 ρύθμισης, περί μοριοδότησης όσων έλαβαν την βαθμολογική βάση σε προηγούμενο διενεργηθέντα γραπτό διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π.
Αντίθετα, σύμφωνα με την άποψη της μειοψηφίας του Γ´τμήματος είναι βάσιμος ο ισχυρισμός των εκπαιδευτικών ότι η πρόβλεψη του νόμου 4589/2019, περί δυνατότητας προσμέτρησης 120 μονάδων στους κατέχοντες εκπαιδευτική προϋπηρεσία 120 μηνών, ευνοεί αδικαιολόγητα και άνευ αποχρώντος λόγου δημοσίου συμφέροντος, ιδιαίτερα τους υποψηφίους που υπηρέτησαν, ιδίως την τελευταία δεκαετία, ως αναπληρωτές εκπαιδευτικοί σε διάφορους ετερόκλητους φορείς του ευρύτερου χώρου της Δημόσιας εκπαίδευσης και, ως εκ τούτου, δύνανται να λάβουν το σύνολο των 120 μονάδων στο κριτήριο αυτό.
Και προσθέτει η μειοψηφία, ότι με τον τρόπο, αυτό παρέχεται, στην ανωτέρω κατηγορία υποψηφίων αθέμιτο πλεονέκτημα και εξαρχής προβάδισμα στη σειρά κατάταξης έναντι των λοιπών υποψηφίων.
Επίσης, κατά την μειοψηφία, παραβιάζεται και η αρχή της αξιοκρατίας όπως έχει ήδη κριθεί με την 527/2015 απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ.
οριακή πλειοψηφία, η αυξημένη επταμελής σύνθεση του Γ´ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας την προκήρυξη του ΑΣΕΠ για την πρόσληψη καθηγητών δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαίδευσης βάσει του ν. 4589/2019.
Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχαν προσφύγει υποψήφιοι για την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαίδευσης, οι οποίοι ζητούσαν την ακύρωση της σχετικής προκήρυξης.
Με τον επίμαχο νόμο, προβλέφθηκε νέο σύστημα διορισμού σύμφωνα με το οποίο η επιλογή γίνεται βάσει σειράς προτεραιότητας που καθορίζεται από τη βαθμολόγηση των υποψηφίων σε ακαδημαϊκά προσόντα, εκπαιδευτική προϋπηρεσία και κοινωνικά κριτήρια.
Συγκεκριμένα, η αυξημένη σύνθεσης του Γ΄ Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου απέρριψε με πλειοψηφία 3-2 την αίτηση ακυρώσεως.
Η πλειοψηφία του Γ´ τμήματος του ΣτΕ έκρινε πως το Σύνταγμα στο άρθρο 103 παρ. 7 προβλέπει, εναλλακτικά, τον διαγωνισμό ή την επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, ως ισοδύναμους τρόπους στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης, αφήνοντας στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να προκρίνει τον πλέον κατάλληλο για την πρόσληψη του προσωπικού του εκάστοτε φορέα.
Παράλληλα, οι σύμβουλοι επικρατείας έκριναν ότι ο νομοθέτης δεν δεσμεύεται από προηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις (π.χ. των νόμων 2525/1997 και 3848/2010), με τις οποίες είχε προβλεφθεί ο γραπτός διαγωνισμός ως πάγιος τρόπος διορισμού των μονίμων εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Παράλληλα, κατά πλειοψηφία απορρίφθηκε το επιχείρημα των εκπαιδευτικών ότι παραβιάζονται οι συνταγματικές αρχές της ισότητας, αξιοκρατίας και αναλογικότητας με την προβλεπόμενη στον νόμο 4589/2019 (άρθρο 57) προσμέτρηση της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας με 120 μονάδες κατ’ ανώτατο όριο (1 μονάδα για κάθε μήνα πραγματικής προϋπηρεσίας).
Ακόμη, κρίθηκε από το ΣτΕ, ότι δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1, 5, 25 και 103 του Συντάγματος, ούτε στην αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης, η μη πρόβλεψη στον ν. 4589/2019 ρύθμισης, περί μοριοδότησης όσων έλαβαν την βαθμολογική βάση σε προηγούμενο διενεργηθέντα γραπτό διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π.
Αντίθετα, σύμφωνα με την άποψη της μειοψηφίας του Γ´τμήματος είναι βάσιμος ο ισχυρισμός των εκπαιδευτικών ότι η πρόβλεψη του νόμου 4589/2019, περί δυνατότητας προσμέτρησης 120 μονάδων στους κατέχοντες εκπαιδευτική προϋπηρεσία 120 μηνών, ευνοεί αδικαιολόγητα και άνευ αποχρώντος λόγου δημοσίου συμφέροντος, ιδιαίτερα τους υποψηφίους που υπηρέτησαν, ιδίως την τελευταία δεκαετία, ως αναπληρωτές εκπαιδευτικοί σε διάφορους ετερόκλητους φορείς του ευρύτερου χώρου της Δημόσιας εκπαίδευσης και, ως εκ τούτου, δύνανται να λάβουν το σύνολο των 120 μονάδων στο κριτήριο αυτό.
Και προσθέτει η μειοψηφία, ότι με τον τρόπο, αυτό παρέχεται, στην ανωτέρω κατηγορία υποψηφίων αθέμιτο πλεονέκτημα και εξαρχής προβάδισμα στη σειρά κατάταξης έναντι των λοιπών υποψηφίων.
Επίσης, κατά την μειοψηφία, παραβιάζεται και η αρχή της αξιοκρατίας όπως έχει ήδη κριθεί με την 527/2015 απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ.