Παγώνη: Σε δύσκολη ακόμα θέση Θεσσαλονίκη, Λάρισα και Πέλλα
«Υπάρχει σταθεροποίηση εδώ και δύο μέρες, αλλά είναι σταδιακή και δεν αφορά τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα και την Πέλλα, που είναι ακόμα σε δύσκολη θέση. Υπάρχει μία αχτίδα ελπίδας, αλλά είναι ακόμα μακριά», δήλωσε για την πορεία της επιδημίας του κορωνοϊού η πρόεδρος της ΕΙΝΑΠ Ματίνα Παγώνη.
Ερωτηθείσα για το στόχο που θα φέρει την άρση της καραντίνας, η πρόεδρος της ΕΙΝΑΠ εκτίμησε το ότι είναι «αδύνατο να φτάσουμε στα 500 κρούσματα στις αρχές Δεκεμβρίου» και σημείωσε πως είναι αδύνατο να εφαρμόσουμε όλοι τα μέτρα, «θα πάμε μία με δύο εβδομάδες πίσω», όσον αφορά στην άρση του lockdown. Ξεκαθάρισε όμως μιλώντας στον ΑΝΤ1 ότι, «ο αριθμός των διασωληνωμένων και των θανάτων θα αργήσει, γιατί αναφέρεται σε δυο εβδομάδες πίσω».
Σχετικά με το άνοιγμα των σχολείων, εξέφρασε την άποψη ότι, «αν ο στόχος μας είναι να πάμε στο 500, η κίνηση γονιών και παππούδων που πάνε τα παιδιά στο σχολείο, θέλει σκέψη» και πρότεινε το σταδιακό άνοιγμα των σχολείων μετά τα Χριστούγεννα, ώστε στις γιορτές «να ανοίξει η αγορά. Όμως, με τις μάσκες μας, τις αποστάσεις και μεγάλη προσοχή».
«Ο καθένας να συνειδητοποιήσει σε τι κατάσταση βρίσκεται η χώρα μας και να σκεφτεί τους ανθρώπους που δίνουν μάχη στα νοσοκομεία κι ας αποφασίσει ο καθένας πώς θα πράξει», τόνισε η Μ.Παγώνη.
Όσον αφορά στη νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας, σημείωσε ότι, «επειδή έρχονται οι γιορτές, θα μπορούσαμε να δώσουμε ένα περιθώριο κυκλοφορίας μέχρι τις 21:00».
«Μετά τα Χριστούγεννα, στόχος είναι το τρίτο κύμα να μην είναι πολύ ισχυρό», ανέφερε ερωτηθείσα για το τρίτο κύμα της πανδημίας.
Για τη θεραπεία του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, είπε πως υπάρχουν διάφορα πρωτόκολλα «και εξαρτάται από την κλινική εικόνα του ασθενούς το τι θα χρησιμοποιηθεί, ένα από αυτά είναι που εφαρμόστηκε και στον Αρχιεπίσκοπο, όμως δεν πρέπει να γίνει περαιτέρω συζήτηση γιατί είναι προσωπικά δεδομένα» και έκανε ξεκάθαρο πως «όποιος χρειαστεί οτιδήποτε, ανάλογα με το ιστορικό και την κλινική του εικόνα θα το πάρει. Να μην ανησυχεί κανείς, οι γιατροί θα κάνουν ό,τι μπορούν για οποιονδήποτε».
Τέλος, η πρόεδρος της ΕΙΝΑΠ υπογράμμισε πως «χρειαζόμαστε ενίσχυση για όλα τα τμήματα των νοσοκομείων σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, γιατί έχουν νοσήσει πάρα πολλοί».
Ερωτηθείσα για το στόχο που θα φέρει την άρση της καραντίνας, η πρόεδρος της ΕΙΝΑΠ εκτίμησε το ότι είναι «αδύνατο να φτάσουμε στα 500 κρούσματα στις αρχές Δεκεμβρίου» και σημείωσε πως είναι αδύνατο να εφαρμόσουμε όλοι τα μέτρα, «θα πάμε μία με δύο εβδομάδες πίσω», όσον αφορά στην άρση του lockdown. Ξεκαθάρισε όμως μιλώντας στον ΑΝΤ1 ότι, «ο αριθμός των διασωληνωμένων και των θανάτων θα αργήσει, γιατί αναφέρεται σε δυο εβδομάδες πίσω».
Σχετικά με το άνοιγμα των σχολείων, εξέφρασε την άποψη ότι, «αν ο στόχος μας είναι να πάμε στο 500, η κίνηση γονιών και παππούδων που πάνε τα παιδιά στο σχολείο, θέλει σκέψη» και πρότεινε το σταδιακό άνοιγμα των σχολείων μετά τα Χριστούγεννα, ώστε στις γιορτές «να ανοίξει η αγορά. Όμως, με τις μάσκες μας, τις αποστάσεις και μεγάλη προσοχή».
«Ο καθένας να συνειδητοποιήσει σε τι κατάσταση βρίσκεται η χώρα μας και να σκεφτεί τους ανθρώπους που δίνουν μάχη στα νοσοκομεία κι ας αποφασίσει ο καθένας πώς θα πράξει», τόνισε η Μ.Παγώνη.
Όσον αφορά στη νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας, σημείωσε ότι, «επειδή έρχονται οι γιορτές, θα μπορούσαμε να δώσουμε ένα περιθώριο κυκλοφορίας μέχρι τις 21:00».
«Μετά τα Χριστούγεννα, στόχος είναι το τρίτο κύμα να μην είναι πολύ ισχυρό», ανέφερε ερωτηθείσα για το τρίτο κύμα της πανδημίας.
Για τη θεραπεία του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, είπε πως υπάρχουν διάφορα πρωτόκολλα «και εξαρτάται από την κλινική εικόνα του ασθενούς το τι θα χρησιμοποιηθεί, ένα από αυτά είναι που εφαρμόστηκε και στον Αρχιεπίσκοπο, όμως δεν πρέπει να γίνει περαιτέρω συζήτηση γιατί είναι προσωπικά δεδομένα» και έκανε ξεκάθαρο πως «όποιος χρειαστεί οτιδήποτε, ανάλογα με το ιστορικό και την κλινική του εικόνα θα το πάρει. Να μην ανησυχεί κανείς, οι γιατροί θα κάνουν ό,τι μπορούν για οποιονδήποτε».
Τέλος, η πρόεδρος της ΕΙΝΑΠ υπογράμμισε πως «χρειαζόμαστε ενίσχυση για όλα τα τμήματα των νοσοκομείων σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, γιατί έχουν νοσήσει πάρα πολλοί».