Πολλή συζήτηση διεξάγεται στο δημόσιο χώρο σχετικά με την επανεκκίνηση της λειτουργίας των σχολείων στη χώρα μας και ενώ η απόφαση της κυβέρνησης είναι αυτή η επανεκκίνηση να πραγματοποιηθεί την ερχόμενη Δευτέρα 11 Ιανουαρίου, αλλά μόνον για τα Δημοτικά σχολεία, καθώς και για τα νηπιαγωγεία και τους βρεφονηπιακούς σταθμούς.

Υπάρχουν τις τελευταίες ημέρες εντεινόμενες και πιο πυκνές τοποθετήσεις ειδικών επιστημόνων, οι οποίοι χαρακτηρίζουν ακόμη και ως λανθασμένη την απόφαση της κυβέρνησης για την επανεκκίνηση των σχολείων και εκτιμούν ότι η απόφαση είναι πρόωρη.

Ζητήσαμε από την αναπληρώτρια καθηγήτρια Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννα Τζουλάκη, να σχολιάσει για το parapolitika.gr τη σχετική απόφαση για τα σχολεία και η καθηγήτρια μας εξηγεί:

«Η απόφαση για τα σχολεία είναι σύνθετη καθώς πρέπει να λαμβάνει υπόψιν πολλούς παράγοντες (επιδημιολογίας αλλά και παιδαγωγικούς, εκπαιδευτικούς, κοινωνικούς και ψυχολογικούς). Καταρχάς, η αυστηροποίηση των μέτρων μια βδομάδα πριν το άνοιγμα των σχολείων ήταν σωστή. Στη διάρκεια των γιορτών είχαμε μεγάλη αύξηση των μετακινήσεων και είναι χρήσιμο ένα τέτοιο βραχύβιο κλείσιμο των περισσότερων δραστηριοτήτων (circuit breaker ή βραχυκύκλωμα όπως το ονομάζουμε στην επιδημιολογία). Από εκεί και πέρα όμως δεν υπάρχει καλή εικόνα της επιδημιολογικής κατάστασης της χώρας, καθώς εδώ και καιρό έχουμε πολύ περιορισμένη επιτήρηση και δεν γνωρίζουμε με σαφήνεια σε τι κατάσταση βρίσκεται η επιδημία σε πολλές περιοχές. Τα σχολεία όμως είναι κλειστά από τις αρχές Νοεμβρίου με μεγάλες επιπτώσεις στα παιδιά. Πιστεύω το άνοιγμα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι στην σωστή κατεύθυνση αν βέβαια συνοδευτεί από μέτρα επιτήρησης της επιδημιολογικής κατάστασης στα σχολεία και μέτρα προστασίας των δασκάλων αλλά και των μαθητών».

Κι όμως, κάποιοι από τους ειδικούς επιστήμονες, αν όχι όλοι όσοι τοποθετούνται στα ΜΜΕ της χώρας μας, δηλώνουν ότι αναμένουν αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων του νέου κοροναϊού στη χώρα μας μετά από τις γιορτές, ιδιαιτέρως την ερχόμενη εβδομάδα. Η Ιωάννα Τζουλάκη παραδέχεται ότι «το ενδεχόμενο της αύξησης των κρουσμάτων μετά τις γιορτές είναι υπαρκτό, γι’ αυτό και χρειαζόμαστε σοβαρή επιδημιολογική επιτήρηση και εντατική χρήση των τεστ τις επόμενες εβδομάδες», αλλά σπεύδει να διευκρινίσει τα εξής:

«Η κινητικότητα, από τη στιγμή που έκλεισαν τα σχολεία, δεν μειώθηκε, παρόλο που αυτός ήταν ο κύριως σκοπός της αναστολής της δια ζώσης λειτουργίας τους. Επιπλέον, η κινητικότητα αυξήθηκε κι άλλο αμέσως μόλις άνοιξαν τα κομμωτήρια, τα βιβλιοπωλεία και ξεκίνησε το click away στα καταστήματα. Σε κάθε περίπτωση, περιθώρια μείωσης της κινητικότητας υπάρχουν και με ανοιχτά σχολεία και υπάρχουν σχετικοί τρόποι για αυτό, όπως η αύξηση της τηλεργασίας. Είναι λοιπόν και θέμα προτεραιοτήτων τι επιλέγουμε τελικά να είναι ανοιχτό και τι όχι».

Παραμένει, βεβαίως, απορίας άξιον το γεγονός ότι φαίνεται να είναι τόσο δύσκολο να καταλήξουμε με σαφήνεια και οριστικά σχετικά με την επίπτωση της λειτουργίας των σχολείων στην εξάπλωση της επιδημίας του νέου κοροναϊού, και στη χώρα μας και διεθνώς. Σα να μη μπορούμε να μετρήσουμε πόσο επιβαρύνει η λειτουργία των σχολείων την επιδημιολογική κατάσταση μίας χώρας… Η Ιωάννα Τζουλάκη σημειώνει:

«Ένα χρόνο σχεδόν μετά την έναρξη της πανδημίας γνωρίζουμε καλά ότι η «συνεισφορά» των σχολείων, κυρίως των δημοτικών, στην μεταδοτικότητα είναι μικρή. Γι’ αυτό άλλωστε οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες επέλεξαν να κρατήσουν τα σχολεία ανοιχτά αναγνωρίζοντας και τη σημασία τους για την σωστή ανάπτυξη των παιδιών. Κάποιες παρατηρήσεις στην Μεγάλη Βρετανία για αυξημένη μεταδοτικότητα του νέου στελέχους μένουν να αποδειχθούν. Σε περιπτώσεις όμως έξαρσης και μεγάλης διασποράς στην κοινότητα, το κλείσιμο των σχολείων μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα μείωσης της διασποράς του ιού. Το θέμα είναι να περιορίσουμε τη μετάδοση για να μην χρειαστεί κάτι τέτοιο».