Λιγνάδης: Ο αποκαλυπτικός διάλογος με την ανακρίτρια και οι απαντήσεις που τον οδήγησαν στην φυλακή
Κόλαφος είναι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο βούλευμα για τον Δημήτρη Λιγνάδη.
Οι δικαστές όχι μόνο «έδεσαν» την υπόθεση που οδήγησε στην προφυλάκιση του γνωστού ηθοποιού και σκηνοθέτη, αλλά περιγράφουν έναν άνθρωπο που επί 30 χρόνια κυνηγούσε τις σχέσεις με παιδιά, με έφηβους.
Η εισαγγελική πρόταση προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο κάνει λόγο για «εμμονική παραφιλική τάση» αλλά και «σταθερή εξακολουθητική ροπή του προς την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφότερων των φύλων».
Στο σκεπτικό του βουλεύματός τους, που παρουσιάζει η εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», οι δικαστές επικαλούνται υπόθεση ασέλγειας σε βάρος ανήλικου το 1984. Επίσης, περιγράφουν τον Δημήτρη Λιγνάδη ως άτομο με δράση τουλάχιστον 30 ετών.
Μάλιστα, η εισαγγελική λειτουργός ανέφερε χαρακτηριστικά ότι πρόκειται για «ανεξέλεγκτη γενετήσια ορμή», την οποία στην περίπτωση του πρώτο θύματος χρησιμοποίησε ασκώντας βία και στην περίπτωση του δεύτερου χρησιμοποιώντας ναρκωτικά και αλκοόλ.
Φτιάχνοντας το προφίλ του κατηγορουμένου, οι δικαστές περιγράφουν με συγκλονιστικό τρόπο τη δράση του.
«Ο κατηγορούμενος επεδείκνυε την παραβατική και αντικοινωνική αυτή συμπεριφορά του επί σειρά πολλών ετών, ως στοιχείο πλέον της προσωπικότητάς του έχοντας μεθοδεύσει τη δράση του επιλέγοντας ανήλικους και άτομα νεαρής ηλικίας, που λόγω ακριβώς της μη διαμορφωμένης προσωπικότητάς τους και της ανάγκης του επαγγελματική εξέλιξη ήταν ευάλωτα και διαχειρίσιμα. Εκμεταλλευόμενος δε την αδυναμία τους αυτή και αξιοποιώντας την αναγνωρισιμότητά του, τη ρητορική του δεινότητα και την ικανότητα πειθούς, που αναμφισβήτητα φύσει και θέσει κατείχε, υπό το πρόσχημα της καθοδήγησης και διαπαιδαγώγησής τους, προσέγγιζε τα άτομα αυτά, κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους και ακολούθως τα χειραγωγούσε, ώσπου εν τέλει να επιτύχει την εκπλήρωση των ανάρμοστων προθέσεων του».
Ο Δ. Λιγνάδης «είχε εμφανή παραφιλική εφηβοφιλική σεξουαλική τάση και προτίμηση, την οποία εξεδήλωνε χωρίς καμία αναστολή, ακόμα και σε δημόσιους χώρους για ένα πολύ μακρό χρονικό διάστημα …». Ο κατηγορούμενος σύμφωνα με το βούλευμα «εκμεταλλευόμενος, αφενός την ευαίσθητη ηλικία των ανηλίκων που προσέγγιζε ιδίως αγοριών (από 14 έως 16 ετών), αφετέρου την ματαιοδοξία τους και την έλλειψη οικογενειακού περιβάλλοντος, δρώντας σχεδόν με πανομοιότυπο μεθοδικό και συστηματικό τρόπο κάθε φορά, καλλιεργούσε αρχικά κλίμα εμπιστοσύνης, επικαλούμενος και προβάλλοντας την επαγγελματική του ιδιότητα, ως καταξιωμένου σκηνοθέτη – ηθοποιού πείθοντας αυτά ότι πρόθεσή του ήταν να τα βοηθήσει να ανελιχθούν στο χώρο του θεάματος και παρασύροντάς τα με τις υποσχέσεις αυτές στο σπίτι του, με αποκλειστικό σκοπό την τέλεση των πράξεων μαζί του.
Σε δυο μάλιστα περιπτώσεις, προκειμένου να ικανοποιήσει τη γενετήσια ορμή του η οποία ήταν πολύ συχνά ανεξέλεγκτη, χρησιμοποίησε στην μεν πρώτη σωματική βία σε βάρος του θύματός του, στη δε δεύτερη αλκοόλ και ναρκωτική ουσία προκειμένου να περιάγει το θύματά του σε κατάσταση πλήρους ανικανότητας αντίστασης.
Οι δικαστές αναφέρονται ακόμη και στον τόπο μόνης κατοικίας του σκηνοθέτη το Μεταξουργείο, όπου «ανέκαθεν αλίευε ανήλικους», επιδεικνύοντας «σταθερή εξακολουθητική ροπή για την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφοτέρων των φύλων». Η ροπή, δε, αυτή του κατηγορούμενου «έφτασε στην εγκληματική και μάλιστα κακουργηματική της μορφή με παθόντες δύο αλλοδαπούς», δηλαδή τους μηνυτές του.
Οι δικαστές όχι μόνο «έδεσαν» την υπόθεση που οδήγησε στην προφυλάκιση του γνωστού ηθοποιού και σκηνοθέτη, αλλά περιγράφουν έναν άνθρωπο που επί 30 χρόνια κυνηγούσε τις σχέσεις με παιδιά, με έφηβους.
Η εισαγγελική πρόταση προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο κάνει λόγο για «εμμονική παραφιλική τάση» αλλά και «σταθερή εξακολουθητική ροπή του προς την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφότερων των φύλων».
Στο σκεπτικό του βουλεύματός τους, που παρουσιάζει η εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», οι δικαστές επικαλούνται υπόθεση ασέλγειας σε βάρος ανήλικου το 1984. Επίσης, περιγράφουν τον Δημήτρη Λιγνάδη ως άτομο με δράση τουλάχιστον 30 ετών.
Μάλιστα, η εισαγγελική λειτουργός ανέφερε χαρακτηριστικά ότι πρόκειται για «ανεξέλεγκτη γενετήσια ορμή», την οποία στην περίπτωση του πρώτο θύματος χρησιμοποίησε ασκώντας βία και στην περίπτωση του δεύτερου χρησιμοποιώντας ναρκωτικά και αλκοόλ.
Φτιάχνοντας το προφίλ του κατηγορουμένου, οι δικαστές περιγράφουν με συγκλονιστικό τρόπο τη δράση του.
«Ο κατηγορούμενος επεδείκνυε την παραβατική και αντικοινωνική αυτή συμπεριφορά του επί σειρά πολλών ετών, ως στοιχείο πλέον της προσωπικότητάς του έχοντας μεθοδεύσει τη δράση του επιλέγοντας ανήλικους και άτομα νεαρής ηλικίας, που λόγω ακριβώς της μη διαμορφωμένης προσωπικότητάς τους και της ανάγκης του επαγγελματική εξέλιξη ήταν ευάλωτα και διαχειρίσιμα. Εκμεταλλευόμενος δε την αδυναμία τους αυτή και αξιοποιώντας την αναγνωρισιμότητά του, τη ρητορική του δεινότητα και την ικανότητα πειθούς, που αναμφισβήτητα φύσει και θέσει κατείχε, υπό το πρόσχημα της καθοδήγησης και διαπαιδαγώγησής τους, προσέγγιζε τα άτομα αυτά, κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους και ακολούθως τα χειραγωγούσε, ώσπου εν τέλει να επιτύχει την εκπλήρωση των ανάρμοστων προθέσεων του».
Ο Δ. Λιγνάδης «είχε εμφανή παραφιλική εφηβοφιλική σεξουαλική τάση και προτίμηση, την οποία εξεδήλωνε χωρίς καμία αναστολή, ακόμα και σε δημόσιους χώρους για ένα πολύ μακρό χρονικό διάστημα …». Ο κατηγορούμενος σύμφωνα με το βούλευμα «εκμεταλλευόμενος, αφενός την ευαίσθητη ηλικία των ανηλίκων που προσέγγιζε ιδίως αγοριών (από 14 έως 16 ετών), αφετέρου την ματαιοδοξία τους και την έλλειψη οικογενειακού περιβάλλοντος, δρώντας σχεδόν με πανομοιότυπο μεθοδικό και συστηματικό τρόπο κάθε φορά, καλλιεργούσε αρχικά κλίμα εμπιστοσύνης, επικαλούμενος και προβάλλοντας την επαγγελματική του ιδιότητα, ως καταξιωμένου σκηνοθέτη – ηθοποιού πείθοντας αυτά ότι πρόθεσή του ήταν να τα βοηθήσει να ανελιχθούν στο χώρο του θεάματος και παρασύροντάς τα με τις υποσχέσεις αυτές στο σπίτι του, με αποκλειστικό σκοπό την τέλεση των πράξεων μαζί του.
Σε δυο μάλιστα περιπτώσεις, προκειμένου να ικανοποιήσει τη γενετήσια ορμή του η οποία ήταν πολύ συχνά ανεξέλεγκτη, χρησιμοποίησε στην μεν πρώτη σωματική βία σε βάρος του θύματός του, στη δε δεύτερη αλκοόλ και ναρκωτική ουσία προκειμένου να περιάγει το θύματά του σε κατάσταση πλήρους ανικανότητας αντίστασης.
Οι δικαστές αναφέρονται ακόμη και στον τόπο μόνης κατοικίας του σκηνοθέτη το Μεταξουργείο, όπου «ανέκαθεν αλίευε ανήλικους», επιδεικνύοντας «σταθερή εξακολουθητική ροπή για την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφοτέρων των φύλων». Η ροπή, δε, αυτή του κατηγορούμενου «έφτασε στην εγκληματική και μάλιστα κακουργηματική της μορφή με παθόντες δύο αλλοδαπούς», δηλαδή τους μηνυτές του.