Με την Ελληνική Επανάσταση του 1821 ένα αρχαίο Εθνος δηµιούργησε κράτος. Το Εθνος προϋπήρχε επί αιώνες και διατηρήθηκε, παρά την υποδούλωση. Η Εθνεγερσία υπήρξε η απόδειξη της διαχρονικής συνέχειας του Ελληνισµού. Η Αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο (Ρωµανία) εµπνέουν και καθοδηγούν τους αγωνιστές, µορφωµένους ή ολιγογράµµατους, λαϊκούς και κληρικούς. «Για τον Χριστό και τον Λεωνίδα» αγωνιζόµαστε, γράφει η προκήρυξη του Σαλώνων Ησαΐα και του Αθανασίου ∆ιάκου, η οποία δηµοσιεύθηκε σε εφηµερίδα της Τεργέστης.

Τους Τριακοσίους του Λεωνίδα καλεί και ο ∆ιονύσιος Σολωµός να σηκωθούν και να δουν τα παιδιά τους πώς αγωνίζονται. Στον Μαραθώνα και στις Θερµοπύλες αναφέρεται η Προκήρυξη του Αλεξάνδρου Υψηλάντη της 24ης/2/1821. Εκ του Σπαρτιατικού Στρατοπέδου υπογράφει τα κείµενά του ο Πετρόµπεης Μαυροµιχάλης, υποδηλώνοντας ότι οι Μανιάτες είναι απόγονοι των Αρχαίων Σπαρτιατών. «Γι’ αυτά πολεµήσαµε», λέει στους στρατιώτες του ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, όταν εκείνοι ήθελαν να πουλήσουν αρχαία αγάλµατα σε ξένους. Η Σφραγίδα της Α’ Εθνοσυνελεύσεως της Επιδαύρου απεικονίζει την Αθηνά.

Η Αρχαία Ελλάδα εµπνέει τον Αγώνα. Αλλά και ο ορθόδοξος χριστιανικός πολιτισµός των Βυζαντινών έχει αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στο αγωνιστικό φρόνηµα των επαναστατών.

Τον Αγιο Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη µαζί µε τη φράση «Εν τούτω νίκα» βάζει στη σηµαία του ο Αλ. Υψηλάντης. Συνεχιστής του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ο οποίος δεν συνθηκολόγησε, αισθάνεται ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και το τονίζει στον έκπληκτο Βρετανό πλοίαρχο Χάµιλτον. Τους νόµους των «αειµνήστων ηµών Χριστιανών Αυτοκρατόρων», δηλαδή των Βυζαντινών, ζητούν ως δίκαιο εφαρµοστέο στα δικαστήρια οι πληρεξούσιοι (παραστάτες) της Α’ Εθνικής Συνελεύσεως. Η Κωνσταντινούπολη και η ανάµνηση του βυζαντινού µεγαλείου βρίσκονται στο επίκεντρο της Μεγάλης Ιδέας. Το Εθνος δεν έπαυσε να υπάρχει. Το Εθνος διαφύλαξε πίστη, γλώσσα, ταυτότητα και ιστορική συνείδηση και επιβίωσε. Μοιάζει µε θαύµα. Αλλοι λαοί θα είχαν χαθεί έπειτα από τόσα δεινά. Αν είχε βασιλεύσει ο Τούρκος, στη ∆υτική Ευρώπη χριστιανούς δεν θα έβρισκες µετά από δέκα χρόνια, γράφει ο µαρτυρικός Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις το 1616. Και συνεχίζει: Ενώ εδώ στην Ελλάδα, µετά από διακόσια χρόνια που βασανιζόµαστε, λάµπει ακόµη η πίστη του Χριστού. Μας έλεγαν τρελούς, διηγείται ο Γέρος του Μωριά για την απόφαση που πήραν να λευτερωθούν. Οµως, είχαν χρέος απέναντι στις προηγούµενες και στις επόµενες γενιές.

Τούς βάραινε η κληρονοµιά της Αρχαίας Ελλάδος και του Χριστιανικού Βυζαντίου. Ο Αυτοκράτορας της Νικαίας Αγιος Ιωάννης Βατάτζης είχε ήδη αφήσει βαριά παρακαταθήκη από το 1237, γράφοντας προς τον Πάπα: «∆εν θα πάψουµε ποτέ να µαχόµαστε εναντίον εκείνων που έχουν κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη». Ετσι επιβιώσαµε. Με όραµα και µε επιµονή. Ο Γάλλος συνθέτης Εκτωρ Μπερλιόζ κατάλαβε τα ιδανικά των αγωνιστών πολύ καλύτερα από ορισµένους σύγχρονους αµφισβητίες. Στη σύνθεσή του «Ηρωική σκηνή για την Ελληνική Επανάσταση» παρουσιάζει έναν ήρωα του 1821 να επικαλείται τον Σπαρτιάτη Λεωνίδα και έναν Ορθόδοξο ιερέα να ζητεί τη βοήθεια του Αγίου Κωνσταντίνου. Γι’ αυτά πολεµήσανε. ∆ιότι πίστευαν ότι συνεχίζουν τους αγώνες των Σαλαµινοµάχων, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Νικηφόρου Φωκά, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ετσι ελευθερωθήκαµε: «Για τον Χριστό και τον Λεωνίδα». Το 1821 επιβεβαιώνει την αδιάσπαστη συνέχεια του Ελληνισµού.