«Αν θέλουμε να φτάσουμε σε όρια αποτελεσματικότητας που να ξεπερνάνε το 90% η δεύτερη δόση είναι απαραίτητη», δήλωσε στα Παραπολιτικά 90,1 και στην εκπομπή «Κεντρικό Μαγκαζινο» με την δημοσιογράφο Ανδριάνα Ζαρακέλη, ο πρύτανης του ΕΚΠΑ, καθηγητής αιματολογίας και ογκολογίας, Θάνος Δημόπουλος.

«Η δεύτερη δόση ενισχύει σαφώς τα αποτελέσματα από την πρώτη δόση», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Αναφορικά με την έρευνα της θεραπευτικής κλινικής της ιατρικής σχολής του ΕΚΠΑ για το θέμα των αντισωμάτων, ο πρύτανης του πανεπιστημίου διευκρίνισε: «Πήραμε εθελοντές ηλικίας 60 με 64 ετών που όταν ξεκίνησε αυτή η μελέτη αντιμετωπίζονταν με το εμβόλιο της AstraZeneca ή με το εμβόλιο της Pfizer εφόσον επρόκειτο για υγειονομικούς και εξετάσαμε μετά από 3 εβδομάδες, δηλαδή πριν τη δεύτερη δόση της Pfizer, τι ποσοστό είχαν αναπτύξει εξουδετερωτικά αντισώματα. Αυτό το οποίο είδαμε ήταν ότι με την Pfizer είχαμε 78% έναντι 56% της AstraZeneca».

«Επίσης τη μέρα 50 που είναι τέσσερις εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση της Pfizer είδαμε 98% με τη Pfizer, 75% με την AstraZeneca. Αυτό μας λέει ότι συμφωνούμε με την πρόσφατη οδηγία -πρόταση της επιτροπής εμβολιασμού που λέει να μεταφέρουμε το εμβόλιο της AstraZeneca πιο νωρίς», δήλωσε επιπρόσθετα.

«Δηλαδή φαίνεται ότι οι δύο δόσεις εμβολίου της Pfizer υπερτερούν της μιας δόσης εμβολίου της AstraZeneca και επομένως αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να κανουμε τον εμβολιασμό με τη δεύτερη δόση της AstraZeneca στις 8 εβδομάδες αλλά συνολικά έχουμε πολύ μεγάλη αποτελεσματικότητα των εμβολίων όσον αφορά στην ανάπτυξη εξουδετερωτικών αντισωμάτων. Ενισχύει δηλαδή όλα τα δεδομένα που υπάρχουν για τα εμβόλια, ενισχύουν την άποψη ότι οι δύο δόσεις είναι ενδεδειγμένες και ενισχύει την άποψη εγκαιρότερου εμβολιασμού της AstraZeneca στις 8 εβδομάδες αντί για τις 12», εξήγησε ο καθηγητής.

Ερωτηθείς πόσο διάστημα διαρκούν τα αντισώματα, ο κ. Δημόπουλος απάντησε: «Υπάρχουν δύο θέματα αφενός μεν τα αντισώματα τα συγκεκριμένα τα οποία προσδιορίζονται με διάφορους τρόπους για πόσο καιρό διαρκούν και δεύτερον τι ρόλο παίζει και η κυτταρική ανοσία στην εκ νέου παραγωγή αντισωμάτων.Τα αντισώματα από μελέτες που έχουν γίνει που παρουσιάστηκαν και από τον κ. Μπουρλά που έχουν τα δεδομένα μακροχρόνιας παρακολούθησης, φαίνεται ότι μετά από συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ελαττώνονται, τώρα εάν θα ελαττωθούν κάτω από το όριο προστασίας ή όχι αυτό δεν το γνωρίζουμε και απαιτείται περαιτέρω παρακολούθηση».

«Το δεύτερο που πρέπει να ξέρουμε ότι παράλληλα με τη λεγόμενη χυμική ανοσία έχουμε και την κυτταρική ανοσία δηλαδή έχουμε κύτταρα τα οποία ενεργοποιούνται είτε με την έκθεση στον κοροναϊό είτε με το εμβόλιο επομένως τα κύτταρα αυτά ενδεχομένως όταν θα έρθει ο οργανισμός σε επαφή με τον ιό θα ενεργοποιήσουν τα άλλα κύτταρα να αρχίσουν εκ νέου την παραγωγή των αντισωμάτων», πρόσθεσε επεξηγηματικά.

Ερωτηθείς αν τα εμβόλια με MRNA προστατεύουν και από άλλους ιούς που μοιάζουν με τον κοροναϊό, ο πρύτανης του ΕΚΠΑ ανέφερε: «Όχι, αυτή τη στιγμή θεωρούμε ότι είναι ειδική για τον κορονοϊό τώρα αν υπάρχει μια διασταυρούμενη ανοσία από κορονοϊούς άλλους αυτό δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Το πρόβλημα θα προκύψει εάν προκύψει είναι εάν γίνουν τόσες μεταλλάξεις και σε πάρα πολλά σημεία που αρχίζει να δίνει μια ανθεκτικότητα στο μεταλλαγμένο ιό στο συγκεκριμένο εμβόλιο».

«Προς το παρόν δεν έχουμε τέτοια δεδομένα δηλαδή ακόμα και η ινδική μετάλλαξη έχει πολύ μεγαλύτερη μεταδοτικότητα από τις άλλες δεν έχουμε όμως δεδομένα που να μας λένε ότι αν έχει κανείς εμβολιαστεί με δύο δόσεις εμβολίου και έρθει σε επαφή με την ινδική μετάλλαξη ότι θα αρρωστήσει και μάλιστα θα νοσήσει βαριά. Το ζητούμενο με τα εμβόλια είναι να αποφύγουν τη βαριά νόσηση», υπογράμμισε ο ίδιος.

Αναφορικά με τις συζητήσεις που έχουν ανοίξει για το θέμα των προνομίων για τους ανθρώπους που έχουν εμβολιαστεί και για την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών, επισήμανε: «Αυτές είναι πολιτικές αποφάσεις. Εγώ πιστεύω ότι ο καλύτερος τρόπος για να πετυχαίνουμε τη συμμόρφωση είναι με την υπόμνηση των ευεργετικών αποτελεσμάτων που έχει το εμβόλιο. Με την υπόμνηση ότι σήμερα πλέον νοσηλεύουμε πολύ μικρό αριθμό ατόμων που έχουν ολοκληρώσει και τις δύο δόσεις, με την υπόμνηση ότι είναι κρίμα άτομα ηλικίας άνω των 70 ετών στα οποία έχει δοθεί εδώ και αρκετούς μήνες η δυνατότητα να εμβολιαστούν να παραμένουν ακάλυπτοι και να κινδυνεύουν εάν μολυνθούν να νοσήσουν βαριά και ενδεχομένως να έχουν μια πολύ δυσμενή κατάληξη».

«Και βλέπουμε ότι στους γιατρούς ειδικά πλέον αυτή η διαδικασία έχει φέρει ένα ποσοστό εμβολιασμών στο 85% και βελτιώνεται και στο υπόλοιπο υγειονομικό προσωπικό. Τα άλλα είναι πολιτικά θέματα», κατέληξε.