AstraZeneca-Johnson&Johnson: Μπαίνει τέλος στις θρομβώσεις;
Τι υποστηρίζει γερμανική έρευνα
Πρόκειται για το θέμα που προκαλεί φόβο ενώ παράλληλα αυξάνει τον αριθμό των αρνητών του εμβολίου. Ο λόγος για τις θρομβώσεις ή τα επεισόδια θρομβοπενίας που έχουν δει το φως της δημοσιότητας και έχουν διασκορπίσει τον προβληματισμό για το κατά πόσο αυτές συνδέονται με τα εμβόλια κυρίως των Astrazeneca και Johnson&Johnson, μια και οι περισσότεροι που παρουσίασαν ανάλογα φαινόμενα είχαν εμβολιαστεί μ’ ένα εξ αυτών.
Σύμφωνα με έρευνα Γερμανών επιστημόνων, είναι εφικτό να τεθεί ένα τέλος στις θρομβώσεις υπό τον όρο να θα γίνει μία μικρή διόρθωση στα συγκεκριμένα εμβόλια αδενοϊού.
Ο καθηγητής Φαρμακευτικής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκαίτε και επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, Ρολφ Μάρσαλεκ, σε τηλεοπτική του συνέντευξη αναφέρθηκε στα συμπεράσματα της μελέτης, αποκαλύπτοντας ότι βρίσκεται σε ανοιχτή επικοινωνία με την Johnson & Johnson.
«Έχουμε αναλύσει τα δεδομένα αυτά στην ακίδα πρωτεΐνης του ίδιου του ιού και η δομή είναι παρόμοια με το αντιγόνο της AstraZeneca. Δεν έχουμε ελέγξει την αλληλουχία του J&J ακόμα, αλλά η τροποποίηση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί και στα δύο εμβόλια. Είμαι σε επικοινωνία με την Johnson & Johnson. Με την AstraZeneca δεν έχω επικοινωνία» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά του, ο Παθολόγος και Κλινικός Φαρμακολόγος Αναστάσιος Σπαντιδέας, αναφερόμενος στη σημασία της συγκεκριμένης έρευνας, υποστήριξε πως «αν μπορεί με μια μικρή τροποποίηση της πρωτεΐνης της ακίδας να αποφύγουμε όλον αυτόν τον κίνδυνο εμφάνισης θρομβοεμβολικών επεισοδίων, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι».
Ορισμένα κύτταρα της πρωτεΐνης των εμβολίων δημιουργούν μεταλλαγμένες εκδοχές, οι οποίες δεν μπορούν να συνδεθούν με την κυτταρική μεμβράνη όπου πραγματοποιείται η σημαντική ανοσοποίηση.
Τα εμβόλια στέλνουν την ακίδα στον πυρήνα του κυττάρου και όχι στο κυττατικό υγρό (κυτοσόλη) όπου ο ιός παράγει κανονικά πρωτεΐνες, με αποτέλεσμα τμήματά της να σπάνε σε κομμάτια, δημιουργώντας παραλλάξεις που δεν μπορούν να προσδεθούν στην κυτταρική μεμβράνη.
Αντί γι’ αυτό, οι πρωτεΐνες εκκρίνονται από τα κύτταρα και «διαρρέονται» στο σώμα, προκαλώντας θρόμβους αίματος σε περίπου έναν στους 100.000 ανθρώπους.
Σύμφωνα με έρευνα Γερμανών επιστημόνων, είναι εφικτό να τεθεί ένα τέλος στις θρομβώσεις υπό τον όρο να θα γίνει μία μικρή διόρθωση στα συγκεκριμένα εμβόλια αδενοϊού.
Ο καθηγητής Φαρμακευτικής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκαίτε και επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, Ρολφ Μάρσαλεκ, σε τηλεοπτική του συνέντευξη αναφέρθηκε στα συμπεράσματα της μελέτης, αποκαλύπτοντας ότι βρίσκεται σε ανοιχτή επικοινωνία με την Johnson & Johnson.
«Έχουμε αναλύσει τα δεδομένα αυτά στην ακίδα πρωτεΐνης του ίδιου του ιού και η δομή είναι παρόμοια με το αντιγόνο της AstraZeneca. Δεν έχουμε ελέγξει την αλληλουχία του J&J ακόμα, αλλά η τροποποίηση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί και στα δύο εμβόλια. Είμαι σε επικοινωνία με την Johnson & Johnson. Με την AstraZeneca δεν έχω επικοινωνία» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά του, ο Παθολόγος και Κλινικός Φαρμακολόγος Αναστάσιος Σπαντιδέας, αναφερόμενος στη σημασία της συγκεκριμένης έρευνας, υποστήριξε πως «αν μπορεί με μια μικρή τροποποίηση της πρωτεΐνης της ακίδας να αποφύγουμε όλον αυτόν τον κίνδυνο εμφάνισης θρομβοεμβολικών επεισοδίων, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι».
Πού εντοπίζεται το πρόβλημα
Σημειώνεται πως, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το πρόβλημα φέρεται να σχετίζεται με τους φορείς αδενοϊού που χρησιμοποιούν τα δύο εμβόλια, προκειμένου να μεταφέρουν την πρωτεϊνική ακίδα του ιού στον ανθρώπινο οργανισμό.Ορισμένα κύτταρα της πρωτεΐνης των εμβολίων δημιουργούν μεταλλαγμένες εκδοχές, οι οποίες δεν μπορούν να συνδεθούν με την κυτταρική μεμβράνη όπου πραγματοποιείται η σημαντική ανοσοποίηση.
Τα εμβόλια στέλνουν την ακίδα στον πυρήνα του κυττάρου και όχι στο κυττατικό υγρό (κυτοσόλη) όπου ο ιός παράγει κανονικά πρωτεΐνες, με αποτέλεσμα τμήματά της να σπάνε σε κομμάτια, δημιουργώντας παραλλάξεις που δεν μπορούν να προσδεθούν στην κυτταρική μεμβράνη.
Αντί γι’ αυτό, οι πρωτεΐνες εκκρίνονται από τα κύτταρα και «διαρρέονται» στο σώμα, προκαλώντας θρόμβους αίματος σε περίπου έναν στους 100.000 ανθρώπους.