Τιτάνιο αγώνα έδωσαν στη μεγάλη φωτιά της Βαρυμπόμπης πυροσβέστες και εθελοντές, για να συγκρατήσουν την πορεία του πύρινου μετώπου, ώστε να προκαλέσει όσο το δυνατόν μικρότερη καταστροφή.

 Μετά από πολλές προσπάθειες η πυρκαγιά οριοθετήθηκε, αν και προκάλεσε πολλές «πληγές». Ωστόσο, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα, εάν δεν υπήρχαν οι «αφανείς» αυτοί ήρωες, που έδωσαν ό,τι είχαν πάνω από τις φλόγες.

 Ενας από αυτούς είναι και ένας οδηγός μηχανής, που έγινε viral τις τελευταίες ημέρες στα social media. Χιλιάδες κοινοποιήσεις είχε το ποστ για το «παλικάρι ντιλιβερά που αψηφώντας τις φλόγες μοίραζε νερά και βοήθεια στη φλεγόμενη Βαρυμπόμπη».

 «Εχω μάθει να βοηθάω τον άνθρωπο»

Ο άνθρωπος αυτός είναι ένας Χαϊδαριώτης οικογενειάρχης, σκληρά εργαζόμενος, που όμως θέλησε να μοιραστεί τον πόνο και την αγωνία των συνανθρώπων του και μπήκε στον αγώνα μαζί τους, χωρίς κανένας να του το ζητήσει. Γιατί από μικρό η ζωή τον έμαθε να βοηθάει, όπως είπε στο «Χαϊδάρι Σήμερα».

 Ο λόγος για τον 45χρονο Γιώργο Αγγέλαινα, γέννημα θρέμμα Δασιώτη, που στο άκουσμα της καταστροφικής πυρκαγιάς στη Βαρυμπόπη, μπήκε ατρόμητος στις φλόγες για να προσφέρει βοήθεια σε πυροπαθείς και σε πυροσβέστες, αυτές τις δύσκολες ώρες.

 Είναι 45 ετών, γέννημα θρέμμα Δασιώτης. Ασχολήθηκε με το εμπόριο έτοιμων ενδυμάτων και τον τελευταίο χρόνο εργάζεται σε εταιρεία διανομής έτοιμων γευμάτων. Παράλληλα είναι διευθυντής της Ακαδημίας του Ολυμπιακού Πειραιώς στο Χαϊδάρι. Είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών.

 Ο Γιώργος Αγγέλαινας περιέγραψε το πώς πήρε αυτή την πρωτοβουλία: «Ηταν γύρω στις 5 το απόγευμα της Παρασκευής 6 Αυγούστου, όταν καθόμουν στο σαλόνι του σπιτιού μου. Εκείνη την ώρα όλα τα κανάλια μετέδιδαν ζωντανές εικόνες από τη φωτιά που είχε ξεκινήσει στη Βαρυμπόμπη. Ετοιμαζόμουν για τη δουλειά μου, που θα ξεκινούσα λίγη ώρα αργότερα. Πήρα πρώτα το μηχανάκι για να πάω μια βόλτα και να δω τι γίνεται στον τόπο της πυρκαγιάς.

 Φτάνοντας στη γέφυρα της Βαρυμπόμπης, είδα ότι ο Ερυθρός Σταυρός είχε στήσει κιόσκια, που μοίραζαν είδη πρώτης ανάγκης στους πυρόπληκτους. Τα είδη αυτά τους τα είχαν αφήσει εκατοντάδες ανώνυμοι πολίτες. Εκείνη τη στιγμή ζήτησα από μια κυρία να μου δώσει ένα κουτί με φρούτα, για να τα μοιράσω σε συνανθρώπους μας που ήταν πολύ κοντά στις φλόγες. Η λεωφόρος Τατοΐου ήταν ήδη καμένη. Οι πρώτοι άνθρωποι που αντίκρισα ήταν αστυνομικοί και πυροσβέστες. Στη συνέχεια πέρασα από την πλατεία Βαρυμπόμπης και άρχισα να ανεβαίνω ψηλότερα προς τις οδούς Ορφέως και Ιωάννη Μίχα.

 Η κατάσταση εκεί ήταν τραγική. Είδα πολίτες έξω από τα σπίτια τους που ήταν σε αγωνία, ισχυρές αστυνομικές και πυροσβεστικές δυνάμεις αλλά και δεκάδες εθελοντές από τις γύρω περιοχές. Όταν τελείωσε η πρώτη παρτίδα δεν ξανακατέβηκα στη γέφυρα, αλλά πήγα στην πλατεία. Εκεί υπήρχαν τοποθετημένα ψυγεία με νερά, ισοτονικά ποτά και κράκερ. Από εκεί φόρτωνα συνέχεια το μηχανάκι μου και μοίραζα χωρίς σταματημό σε κατοίκους».

 «Πήγα για λίγο και έφυγα τα ξημερώματα»

Οπως είπε, αυτό που εντυπωσίασε τους κατοίκους εκείνες τις δύσκολες στιγμές, ήταν πως ένας συνάνθρωπος τους ήρθε από μακριά, από Χαϊδάρι, για να προσφέρει βοήθεια.

 «Εγώ πήγα για να βοηθήσω για κάνα δίωρο και στη συνέχεια να πάω για δουλειά. Αλλά, με αυτά που είδα, δεν μου έκανε η καρδιά να φύγω. Ετσι έμεινα σχεδόν μέχρι τις 3.00 τα ξημερώματα. Το ίδιο επανέλαβα και την αμέσως επόμενη μέρα. Την Κυριακή 8 Αυγούστου κάποιος φίλος μου με ενημέρωσε, πως δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες στα social media από τη δράση μου. Εκλαψα και έχω συγκινηθεί πάρα πολύ. Δεν το περίμενα. Εγώ πήγα για το δικό μου το θέλω και για να βοηθήσω τον κόσμο. Από μικρός κινούμαι στο κέντρο της Αθήνας και έχω δει διάφορες καταστάσεις. Γι’ αυτό και έχω μάθει να βοηθάω».

 Ρωτήθηκε για το αν κάποια στιγμή φοβήθηκε για τη ζωή του, περνώντας ανάμεσα από τις φλόγες. «Στην αρχή, όταν ανέβαινα τη λεωφόρο Τατοΐου και μύριζε καμένα, το σκέφτηκα. Αλλά, γενικά δεν διστάζω. Αλλωστε υπηρέτησα τη στρατιωτική μου θητεία ως πεζοναύτης και έχω μάθει στα δύσκολα. Στην αρχή ήμουν λίγο μαζεμένος. Μετά όμως που χαρτογράφησα την περιοχή και είδα τα μονοπάτια και τους χωματόδρομους, δεν το υπολόγιζα. Βλέποντας εκατοντάδες παιδιά-εθελοντές, μου έφυγε ο φόβος», ήταν η απάντησή του.