Ο καθηγητής Μικροβιολογίας, κος Αλκιβιάδης Βατόπουλος, μίλησε στο Ρ/Σ Παραπολιτικά 90.1 Fm στην εκπομπή «Πρωινή Πτήση» με τον δημοσιογράφο Τηλέμαχο Σαντοριναίο.

Ο καθηγητής επεσήμανε πως «Πέρυσι είχαμε μόνο ένα όπλο το lockdown και την ατομική προστασία, μάσκα-αποστάσεις κλπ πλέον έχουμε δύο ακόμα όπλα, το μεγάλο όπλο του εμβολιασμού και την τεράστια δυνατότητα έγκαιρης διάγνωσης με τα τεστ. Τα τρία αυτά πλέον όπλα είναι αυτά που θα μας βοηθήσουν να ξεπεράσουμε αυτή τη δυσκολία στην οποία βρισκόμαστε. Η εξίσωση είναι υπέρ ενός χειμώνα καλύτερου από πέρυσι αυτό βέβαια μένει να αποδειχθεί».

Αναφερόμενος στην άρνηση μέρους των υγειονομικών να εμβολιαστούν ο ίδιος είπε πως «Έχουνε γίνει ορισμένα λάθη στην επικοινωνία, κάπου έγινε πολύ πιεστική η ανάγκη του εμβολιασμού δηλαδή πέρυσι είχαν πει στα νοσοκομεία εντός 48 ωρών δηλώστε ποιοι θέλετε να εμβολιαστείτε. Δηλαδή γίνανε πολύ γρήγορα τα πράγματα αυτό δεν δικαιολογεί προφανώς εξηγεί όμως μια δυσκολία που υπάρχει, μετά το ότι είναι κανείς υγειονομικός δεν σημαίνει ότι τα ξέρει όλα τα θέματα υγείας. Κυκλοφορούνε διάφορες φήμες που δεν έχουν αναταχθεί για το εμβόλιο, μακροχρόνιες δράσεις, για λιποσωματίδια για διάφορα πράγματα που ακούγονται τα οποία δεν ισχύουνε αλλά δεν έχει γίνει σωστή επικοινωνία να πεισθούν οι άνθρωποι. Υπάρχουν δύο μεγάλα ερωτήματα τα οποία αισθάνομαι ότι δεν έχουν απαντηθεί σωστά, το πρώτο είναι οι παρενέργειες. Ξέρουμε ότι οι σοβαρές παρενέργειες είναι ελάχιστες όμως δεν έχει βγει επίσημα το κράτος να πει ότι στην Ελλάδα είχαμε τρεις–πέντε παρενέργειες σοβαρές στα 5 εκατομμύρια εμβόλια, μια επίσημη θέση. Επίσης πλέον δισεκατομμύρια δόσεις έχουν δοθεί, μακροχρόνιες επιδράσεις δεν μπορεί να έχει ένα τέτοιο εμβόλιο, δεν υπάρχει βάση να πει ότι μετά τα 20 χρόνια θα πάθεις κάτι. Δεν νομίζω ότι ισχύει αυτό το πειραματικό που λένε αλλά πρέπει να ξεκαθαριστεί πόσες παρενέργειες είχαμε στην Ελλάδα, να πειστούν οι άνθρωποι επισήμως ότι είχαμε ελάχιστες παρενέργειες και επίσης, και έχουν αρχίσει και το λένε επισήμως, ότι από αυτούς που νοσηλεύονται βαριά στα νοσοκομεία πόσοι είναι εμβολιασμένοι και πόσοι ανεμβολίαστοι για να φανεί εκεί ότι πραγματικά το εμβόλιο βοηθά».

Ερωτηθείς αν θα χρειαστεί τρίτη δόση του εμβολίου, απάντησε πως «Είναι γνωστό ότι τα αντισώματα πέφτουν, έχουν γίνει μελέτες και δείχνουν ότι μετά από έξι μήνες πέφτουν αυτό δεν σημαίνει ντε και καλά ότι δεν υπάρχει ανοσία. Είναι πολύ πιθανό πάντως να χρειαστεί 3η δόση όμως ο ΠΟΥ σωστά λεει ότι πρέπει να εμβολιαστεί όλος ο πληθυσμός της γης. Είναι και θέμα δικαίου και ηθικό θέμα για τον ΠΟΥ αλλά κυρίως είναι το θέμα των μεταλλάξεων».

Ερωτηθείς αν φοβούνται μια νέα μετάλλαξη, υποστήριξε πως «Το πιθανότερο είναι να υπάρχει μια μετάλλαξη πιο μεταδοτική, συνήθως οι «επιτυχημένες» μεταλλάξεις είναι αυτές που κάνουν τον ιό πιο μεταδοτικό όχι πιο θανατηφόρο αλλά κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να γίνει. Μπορεί αύριο το πρωί να έχουμε το οτιδήποτε. Είναι ένας αγώνας δρόμου ανάμεσα στα μέτρα και στη δυνατότητα του ιού να μεταλλάσσεται».

Αναφορικά με τον εμβολιασμό των παιδιών, ο καθηγητής κατέστησε σαφές πως «Με τη μετάλλαξη Δέλτα φαίνεται ότι ο ιός είναι πολύ μεταδοτικός και στα παιδιά πρώτον, δεύτερον υπάρχει το long covid δηλαδή οι μακροχρόνιες τυχόν δράσεις του ιού. Έχει φανεί ότι μπορεί να προκαλέσει από το σύνδρομο μακροχρόνιας κόπωσης μέχρι νευρολογικά, καρδιολογικά διάφορα πράγματα που τώρα ξεκαθαρίζουνε. Συνεπώς τα παιδιά μπορεί μεν να κολλάνε, το περνάνε ελαφρά οξέως αλλά δεν ξέρουμε τι επιδράσεις μπορεί να έχει μακροχρόνια. Από την άλλη πρέπει να δοκιμαστεί και στα παιδιά να δούμε πως πάει αν υπάρχουν προβλήματα. Για μένα προτεραιότητα είναι- το ένα δεν αντικρούει το άλλο- να εμβολιαστούν οι μεγάλες ηλικίες, πάντως αν είχα σε αυτή την ηλικία παιδιά θα τα εμβολίαζα».

Αναφορικά με την υπουργοποίηση της κας Γκάγκα ο καθηγητής είπε πως «Εγώ προσωπικά δεν θα ήθελα να εμπλακώ σε τέτοια θέματα, όμως χάρηκα πάρα πολύ για αυτή την επιλογή της πολιτείας. Είναι μια αξιόλογη συνάδελφος ξέρει τα θέματα, ξέρει και για την πανδημία. Νομίζω ότι η συγκεκριμένη συνάδελφος θα βοηθήσει πολύ, έχει όλα τα εχέγγυα να βοηθήσει πολύ».

Ακούστε ολόκληρη τη συνέντευξη