Αν κάτι διδάχθηκαν οι Έλληνες ξενοδόχοι από το άνευ προηγουμένου χτύπημα της πανδημίας COVID-19 είναι αφενός η τεράστια ανεπάρκεια των μονάδων ως προς τις τεχνολογικές απαιτήσεις και αφετέρου ότι η στροφή προς τον εκσυγχρονισμό είχε προ πολλού καθυστερήσει.

Αν και άξιο απορίας, αποτελεί πραγματικότητα. Στη χώρα που ένα από τα λίγα δυνατά της «χαρτιά» για την οικονομία είναι ο Τουρισμός, όχι μόνο τα συστήματα παροχής φαίνονται απαρχαιωμένα, αλλά πολλά ξενοδοχεία δεν διαθέτουν καν τα βασικά, όπως μία ιστοσελίδα.


Μάλιστα, σύμφωνα με τελευταία έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) το 81% από τις διοικήσεις αυτών των ξενοδοχείων εκδήλωσαν ενδιαφέρον για να δημιουργήσουν μία ιστοσελίδα αν όμως είχαν την κατάλληλη χρηματοδότηση.

Εντυπωσιακό δε, είναι το γεγονός ότι το 1/3 των ξενοδοχείων διαθέτει την ιστοσελίδα του μόνο στα ελληνικά, ενώ μόνο το 36% διαθέτει την ιστοσελίδα του σε δεύτερη ξένη γλώσσα.


Όσο για τους ξενοδόχους που διαθέτουν σελίδα στο διαδίκτυο, μόνο το 53% δείχνει πρόθεση να τη μεταφράσει σε δύο γλώσσες.

Ακόμη, πάνω από το 90% των ελληνικών ξενοδοχείων, δηλώνουν πως γνωρίζουν το πρόγραμμα καθορισμού τιμής διάθεσης δωματίου (Revenue Management) ωστόσο δεν το έχουν.
Παρομοίως, πάνω από το 90% των ξενοδοχείων ξέρουν για το πρόγραμμα σύγχρονης διαχείρισης αξιολογήσεων από τους διαδικτυακούς tour operator (Reputation Management) αλλά δεν το έχουν.


Στο πεδίο των ηλεκτρονικών κλειδαριών μόνο το 31% των ελληνικών ξενοδοχείων εφαρμόζει το συγκεκριμένο σύστημα ενώ ακόμη χαμηλότερο (28,6%) είναι το ποσοστό των μονάδων που εφαρμόζει ανέπαφο Check In.

Συνεπώς, οι Έλληνες επαγγελματίες αντιλήφθηκαν πως αν δεν γυρίσουν τις προκλήσεις της εποχής σε μια νέα ευκαιρία δεν θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό στις νέες απαιτήσεις των ταξιδιωτών.

Μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) αναφέρεται στον δείκτη DESI 2020 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κατατάσσει την Ελλάδα στην 27η θέση (στο σύνολο των 28 κρατών μελών). Γεγονός που κάνει ακόμα πιο εμφανές το τεράστιο κενό της ψηφιακής ωριμότητας των ελληνικών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων.



Η πανδημία επιταχύνει τον εκσυγχρονισμό
Η κρίση της COVID-19 ωστόσο, επιτάχυνε το βήμα προς τον εκσυγχρονισμό, με τους περισσότερους επιχειρηματίες να επικεντρώνονται πλέον στην κάλυψη των νέων αναγκών που επιβάλλει η τεχνολογία, επενδύοντας όχι μόνο στον απαραίτητο εξοπλισμό, αλλά διαμορφώνοντας εκ νέου την όλη στρατηγική της διοίκησης και μάρκετινγκ μιας ξενοδοχειακής μονάδας.

Στη σεζόν 2021-2022 οι Έλληνες ξενοδόχοι, όχι μόνο στοχεύουν στο να ενημερωθούν και να εκπαιδεύσουν το προσωπικό στις νέες τεχνολογίες, και σύγχρονες μεθόδους ηλεκτρονικού μάρκετινγκ, αλλά θα επενδύσουν στην απόκτηση σύγχρονων διαχειριστικών εργαλείων και υποδομών.

Για πολλούς ωστόσο κάτι τέτοιο θα γίνει υπό την προϋπόθεση να υπάρξουν και οι κατάλληλες συνθήκες χρηματοδότησης.

V for Virtual
Σύνθετοι αλγόριθμοι, Cloud, Blockchain, Τεχνητή Νοημοσύνη, Εικονική Πραγματικότητα (VR), Μικτή Πραγματικότητα (MR) και Επαυξημένη Πραγματικότητα (AR), θα είναι τα νέα «όπλα» της ελληνικής φιλοξενίας.

Ήδη, κάποιες μονάδες έχουν προχωρήσει σε νέες υπηρεσίες όπως της τεχνολογίας βιομετρικής αναγνώρισης προσώπου ως μέρος της διαδικασίας του check-in, αλλά και της διαχείρισης αποσκευών και ελέγχου στις πύλες επιβίβασης.

Στα άμεσα σχέδια είναι και οι νέες ψηφιακές εφαρμογές στα κινητά τηλέφωνα, η ψηφιακή reception, τα voice-activated δωμάτια και οι ρομποτικοί μπάτλερ.

Τα ελληνικά ξενοδοχεία στρέφονται άμεσα στο VRoom Service, μία υπηρεσία επισκεπτών που σύμφωνα με τα στοιχεία μελέτης του ΙΝΣΕΤΕ επιτρέπει την παραγγελία εμπειριών εικονικής πραγματικότητας στα δωμάτια των πελατών.

Επιπλέον, έρχονται τα VR Postcards , πλατφόρμες εικονικού ταξιδιού με εμπειρίες ταξιδιωτών με 3D δυνατότητα προβολής μέσω ενός ακουστικού εικονικής πραγματικότητας.