ΣτΕ: «Ναι» στα υποχρεωτικά self test για κοροναϊό στο Δημόσιο
Το «πράσινο φως» έδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας στην υποχρεωτική δοκιμασία αυτοδιαγνωστικού ελέγχου COVID-19 στο Δημόσιο τομέα
«Ναι» λέει το Συμβούλιο της Επικρατείας στην υποχρεωτική δοκιμασία αυτοδιαγνωστικού ελέγχου COVID-19 στο Δημόσιο τομέα και την ηλεκτρονική καταγραφή του αποτελέσματός του από τους εργαζόμενους.
Όπως αποφάνθηκε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο η εν λόγω διαδικασία είναι συνταγματική και σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή και Ελληνική νομοθεσία και δεν παραβιάζει τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα υγείας, αποφάνθηκε το Συμβούλιο Επικρατείας (ΣτΕ).
Συνεπώς, απέρριψε για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αίτηση εργαζόμενης στις Ένοπλες Δυνάμεις στην οποία απαγορεύτηκε η είσοδος στο χώρο εργασίας, επειδή αρνήθηκε να υποβληθεί σε διαγνωστικό έλεγχο COVID-19.
Η 7μελή σύνθεσης του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Μαρία Καραμανώφ και εισηγήτρια η πάρεδρος Δήμητρα Μαυροπόδη), με την υπ΄ αριθμ. 1386/2021 απόφαση της απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς της υπαλλήλου.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι σύμφωνα με το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «η υποχρέωση υποβολής σε διαγνωστικό έλεγχο και σε μη νοσούντες, ως προϋπόθεση για την προσέλευση και παροχή της εργασίας, αποτελεί νόμιμο περιορισμό του δικαιώματος συναίνεσης σε ιατρικά θέματα, δεδομένου ότι τίθεται για την προστασία της δημόσιας υγείας ως κοινωνικό αγαθό, αλλά και ατομικώς της ζωής και υγείας όλων από τη διασπορά του COVID-19 και συνιστά αποτελεσματικό και αναγκαίο μέτρο, κατά την επιστημονική τεκμηριωμένη κρίση του νομοθέτη».
Παράλληλα, το ΣτΕ έκρινε, ότι «το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο δικαίωμα, αλλά εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία, σταθμιζόμενο με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα και κοινωνικά αγαθά, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητα».
Επιπλέον, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι «η συγκατάθεση δεν αποτελεί τη μοναδική βάση για τη νομιμότητα της επεξεργασίας (σ.σ.: των προσωπικών δεδομένων). Αντίθετα τα προσωπικά δεδομένα μπορούν να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, όταν τούτο είναι απαραίτητο για σκοπό δημοσίου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας».
Όπως αποφάνθηκε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο η εν λόγω διαδικασία είναι συνταγματική και σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή και Ελληνική νομοθεσία και δεν παραβιάζει τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα υγείας, αποφάνθηκε το Συμβούλιο Επικρατείας (ΣτΕ).
Συνεπώς, απέρριψε για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αίτηση εργαζόμενης στις Ένοπλες Δυνάμεις στην οποία απαγορεύτηκε η είσοδος στο χώρο εργασίας, επειδή αρνήθηκε να υποβληθεί σε διαγνωστικό έλεγχο COVID-19.
Η 7μελή σύνθεσης του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Μαρία Καραμανώφ και εισηγήτρια η πάρεδρος Δήμητρα Μαυροπόδη), με την υπ΄ αριθμ. 1386/2021 απόφαση της απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς της υπαλλήλου.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι σύμφωνα με το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «η υποχρέωση υποβολής σε διαγνωστικό έλεγχο και σε μη νοσούντες, ως προϋπόθεση για την προσέλευση και παροχή της εργασίας, αποτελεί νόμιμο περιορισμό του δικαιώματος συναίνεσης σε ιατρικά θέματα, δεδομένου ότι τίθεται για την προστασία της δημόσιας υγείας ως κοινωνικό αγαθό, αλλά και ατομικώς της ζωής και υγείας όλων από τη διασπορά του COVID-19 και συνιστά αποτελεσματικό και αναγκαίο μέτρο, κατά την επιστημονική τεκμηριωμένη κρίση του νομοθέτη».
Παράλληλα, το ΣτΕ έκρινε, ότι «το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο δικαίωμα, αλλά εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία, σταθμιζόμενο με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα και κοινωνικά αγαθά, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητα».
Επιπλέον, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι «η συγκατάθεση δεν αποτελεί τη μοναδική βάση για τη νομιμότητα της επεξεργασίας (σ.σ.: των προσωπικών δεδομένων). Αντίθετα τα προσωπικά δεδομένα μπορούν να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, όταν τούτο είναι απαραίτητο για σκοπό δημοσίου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας».