Η ολική επαναφορά του Σωτήρη Τσιόδρα στην επικαιρότητα, µε τις δηλώσεις του σχετικά µε τα στοιχεία του εµβολιασµού και της πανδηµίας, καθώς και την εµφανή -µέσω συγκεκριµένων επιχειρηµάτων προσπάθεια να µειωθεί το ποσοστό των αντιεµβολιαστών στη χώρα, ήρθε να µας υπενθυµίσει πως στο µέτωπο αυτό η κυβερνητική πολιτική θα µπορούσε να «απλωθεί» µε διαφορετικό τρόπο.

Ειλικρινά δεν ξέρω αν µετά την επανεµφάνιση του καθηγητή και τις αναφορές του υπήρξε έστω και µικρή βελτίωση σε ό,τι έχει να κάνει µε το κοµµάτι των εµβολιασµών.

Ωστόσο, είναι σαφές ότι από επικοινωνιακής άποψης ήταν παρασάγγας πιο πειστικός από τον Μάριο Θεµιστοκλέους, ο οποίος προσέγγισε τον ρόλο του µε µια ξεκάθαρα τεχνοκρατική µατιά.

Θα αναρωτηθεί κανείς, χρειάζονταν οι αριθµοί του Τσιόδρα για το πόσοι ανεµβολίαστοι θα µπορούσαν να είχαν σωθεί ή να είχαν αποφύγει τις ΜΕΘ για να αφήσουν κάποιοι στην άκρη τούς δισταγµούς ή τις ιδεοληψίες τους και να σπεύσουν στα εµβολιαστικά κέντρα;

Η απάντηση κανονικά είναι «όχι», αλλά η πραγµατικότητα έχει καταδείξει ότι ο ψυχολογικός παράγοντας, τον οποίο έβαζαν σε δεύτερη µοίρα κατά τις τοποθετήσεις τους ο Θεµιστοκλέους και οι υπόλοιποι εµπλεκόµενοι κυβερνητικοί αξιωµατούχοι, όπως ο Θανάσης Κοντογεώργης (και όχι τόσο οι αρµόδιοι υπουργοί της κυβέρνησης), έχει καταλυτική επίδραση σε αυτή τη σχεδόν διετή µάχη µε τον κορονοϊό