Χριστούγεννα - Παραδόσεις και λαϊκές δοξασίες της Ελλάδας
Η περίοδος των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων αποκαλείται στη λαογραφική και εθνολογική ορολογία Δωδεκαήμερο
Καλικάντζαροι, φωτιές, ζωόμορφες μεταμφιέσεις και κωδωνοφορίες. Από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την παραμονή των Φώτων καταγράφονται έθιμα, με αντοχή στον χρόνο. Τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο. Τόσο στην πλατεία και τις γειτονιές χωριών και πόλεων, όσο και στο ίδιο το σπίτι. Σταθερό σημείο αναφοράς είναι η προετοιμασία του γιορτινού τραπεζιού και η συγκέντρωση της οικογένειας.
Οι συνήθειες ωστόσο έχουν αλλάξει. Το παραδοσιακό πιάτο των προγόνων μας κατά τη διάρκεια των γιορτών ήταν το χοιρινό με σέλινο και η κοτόσουπα, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η εθνολόγος-λαογράφος, Παναγιώτα Ανδριανοπούλου: «Τείνουν να λησμονηθούν χάριν των γαστρονομικών προτάσεων από τις τέσσερις γωνιές του πλανήτη. Η δε βασιλόπιτα έπαψε να είναι η ευετηριακή πίτα με αναφορά στον κάθε τόπο, λ.χ. αλμυρή και με συμβολικά σημάδια μέσα της, στη Θεσσαλία. Επικράτησε το γλύκισμα που συνηθιζόταν κυρίως στη Μ. Ασία, ίσως άλλο ένα προικιό της μικρασιατικής προσφυγιάς στην κυρίως Ελλάδα 100 χρόνια πριν».
Η περίοδος των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων αποκαλείται στη λαογραφική και εθνολογική ορολογία Δωδεκαήμερο. Τα περισσότερα έθιμα έχουν τις ρίζες τους στις αγροτοποιμενικές κοινωνίες και σχετίζονταν άμεσα με την καλλιέργεια της γης, την ευφορία και την καλοτυχία. «O Δεκέμβριος είναι ο πιο σκοτεινός μήνας του χρόνου, με τις μικρότερες σε χρονική διάρκεια ημέρες του έτους. Παραδοσιακά, το σκοτάδι και το κρύο ταυτίζονται με τον κίνδυνο», αναφέρει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Ανδριανοπούλου και συνεχίζει: «Σημαντικός σταθμός προετοιμασίας είναι τα χοιροσφάγια, κατάλοιπο της εθιμικής εξιλαστήριας σφαγής του χοίρου ως βλαστικού και γονιμικού δαίμονα. Εδώ η λαϊκή πίστη συναντά την οικιακή οικονομία, δεδομένου ότι από τον οικόσιτο χοίρο εξασφαλιζόταν τροφή και λίπος για όλη την οικογένεια τους δύσκολους χειμερινούς μήνες: από το ρύγχος του γουρουνιού που καρφωνόταν στο ανώφλι για να απωθεί τους Καλλικαντζάρους μέχρι το έθιμο της τζουμπρίνκας (ή τσιγαρίδας από χοιρινό λίπος) στην Έδεσσα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς».
Οι καλλικάντζαροι, σύμφωνα με τις δοξασίες με τον ερχομό τους στην επιφάνεια της γης φέρνουν τα πάνω -κάτω με τη δυσμορφία και την κακότητά τους. Με διαφορετικά ονόματα ανά περιοχή-«εντοπίζονται» από τα Τρίκαλα ως την Τρίπολη, από τη Χίο ως την Αράχωβα αλλά και μέχρι την Κύπρο. Στη Φλώρινα, μέχρι και σήμερα, τηρείται το έθιμο της φωτιάς. Το βράδυ της προπαραμονής των Χριστουγέννων στήνονται χοροί γύρω από τη φωτιά η οποία σύμφωνα με την παράδοση, ζεσταίνει και απομακρύνει το κακό με την εξαγνιστική της δύναμη.
«Στη Βόρεια Ελλάδα κρατάνε πολύ καλά τα έθιμα, κυρίως γιατί είναι πιο αγροτοποιμενικοί οι πληθυσμοί» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η ενθολόγος- λαογράφος και προϊσταμένη Συλλογών, Έρευνας και Τεκμηρίωσης Λαϊκής Τέχνης του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού, Π. Ανδριανοπούλου. Από τις παραμονές των Χριστουγέννων μέχρι του Αη Γιάννη και της Αγίας Δομινίκης μετά των Φώτων, στη Σιάτιστα και την Κλεισούρα Κοζάνης, την Αλεξάνδρεια Ημαθίας και μια σειρά από χωριά της Δράμας, οι ζωόμορφες μεταμφιέσεις κατέχουν ξεχωριστή θέση. Συχνότατα με τη συνοδεία κουδουνιών.
Σε όλο τον ελλαδικό χώρο, τα κάλαντα τραγουδιόνταν από ομάδες ενηλίκων και παιδιών, με συνοδεία πνευστών ή κρουστών οργάνων. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς ή των Θεοφανείων, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι με σκοπό το φίλεμα, το κέρασμα, την ευχή και συχνά το πείραγμα λόγω της οικειότητας. Λόγω ώρας οι καλαντιστές κουβαλούσαν εν είδει φαναριού, ομοίωμα καραβιού στο νησιωτικό χώρο, είτε ομοίωμα εκκλησίας στον ηπειρωτικό χώρο. Στη Θράκη για τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς παιδιά έφεραν γυμνά κλαδιά αγριοκυδωνιάς, της λεγόμενης «σουβριάς», στολισμένα με κόκκινα κουρελάκια. Ο στολισμός του δέντρου αποτελεί μεταγενέστερο έθιμο, με γερμανοσκανδιναβικές ρίζες και έφτασε στην Ελλάδα επί Όθωνα.
Οι συνήθειες ωστόσο έχουν αλλάξει. Το παραδοσιακό πιάτο των προγόνων μας κατά τη διάρκεια των γιορτών ήταν το χοιρινό με σέλινο και η κοτόσουπα, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η εθνολόγος-λαογράφος, Παναγιώτα Ανδριανοπούλου: «Τείνουν να λησμονηθούν χάριν των γαστρονομικών προτάσεων από τις τέσσερις γωνιές του πλανήτη. Η δε βασιλόπιτα έπαψε να είναι η ευετηριακή πίτα με αναφορά στον κάθε τόπο, λ.χ. αλμυρή και με συμβολικά σημάδια μέσα της, στη Θεσσαλία. Επικράτησε το γλύκισμα που συνηθιζόταν κυρίως στη Μ. Ασία, ίσως άλλο ένα προικιό της μικρασιατικής προσφυγιάς στην κυρίως Ελλάδα 100 χρόνια πριν».
Η περίοδος των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων αποκαλείται στη λαογραφική και εθνολογική ορολογία Δωδεκαήμερο. Τα περισσότερα έθιμα έχουν τις ρίζες τους στις αγροτοποιμενικές κοινωνίες και σχετίζονταν άμεσα με την καλλιέργεια της γης, την ευφορία και την καλοτυχία. «O Δεκέμβριος είναι ο πιο σκοτεινός μήνας του χρόνου, με τις μικρότερες σε χρονική διάρκεια ημέρες του έτους. Παραδοσιακά, το σκοτάδι και το κρύο ταυτίζονται με τον κίνδυνο», αναφέρει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Ανδριανοπούλου και συνεχίζει: «Σημαντικός σταθμός προετοιμασίας είναι τα χοιροσφάγια, κατάλοιπο της εθιμικής εξιλαστήριας σφαγής του χοίρου ως βλαστικού και γονιμικού δαίμονα. Εδώ η λαϊκή πίστη συναντά την οικιακή οικονομία, δεδομένου ότι από τον οικόσιτο χοίρο εξασφαλιζόταν τροφή και λίπος για όλη την οικογένεια τους δύσκολους χειμερινούς μήνες: από το ρύγχος του γουρουνιού που καρφωνόταν στο ανώφλι για να απωθεί τους Καλλικαντζάρους μέχρι το έθιμο της τζουμπρίνκας (ή τσιγαρίδας από χοιρινό λίπος) στην Έδεσσα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς».
Οι καλλικάντζαροι, σύμφωνα με τις δοξασίες με τον ερχομό τους στην επιφάνεια της γης φέρνουν τα πάνω -κάτω με τη δυσμορφία και την κακότητά τους. Με διαφορετικά ονόματα ανά περιοχή-«εντοπίζονται» από τα Τρίκαλα ως την Τρίπολη, από τη Χίο ως την Αράχωβα αλλά και μέχρι την Κύπρο. Στη Φλώρινα, μέχρι και σήμερα, τηρείται το έθιμο της φωτιάς. Το βράδυ της προπαραμονής των Χριστουγέννων στήνονται χοροί γύρω από τη φωτιά η οποία σύμφωνα με την παράδοση, ζεσταίνει και απομακρύνει το κακό με την εξαγνιστική της δύναμη.
«Στη Βόρεια Ελλάδα κρατάνε πολύ καλά τα έθιμα, κυρίως γιατί είναι πιο αγροτοποιμενικοί οι πληθυσμοί» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η ενθολόγος- λαογράφος και προϊσταμένη Συλλογών, Έρευνας και Τεκμηρίωσης Λαϊκής Τέχνης του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού, Π. Ανδριανοπούλου. Από τις παραμονές των Χριστουγέννων μέχρι του Αη Γιάννη και της Αγίας Δομινίκης μετά των Φώτων, στη Σιάτιστα και την Κλεισούρα Κοζάνης, την Αλεξάνδρεια Ημαθίας και μια σειρά από χωριά της Δράμας, οι ζωόμορφες μεταμφιέσεις κατέχουν ξεχωριστή θέση. Συχνότατα με τη συνοδεία κουδουνιών.
Σε όλο τον ελλαδικό χώρο, τα κάλαντα τραγουδιόνταν από ομάδες ενηλίκων και παιδιών, με συνοδεία πνευστών ή κρουστών οργάνων. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς ή των Θεοφανείων, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι με σκοπό το φίλεμα, το κέρασμα, την ευχή και συχνά το πείραγμα λόγω της οικειότητας. Λόγω ώρας οι καλαντιστές κουβαλούσαν εν είδει φαναριού, ομοίωμα καραβιού στο νησιωτικό χώρο, είτε ομοίωμα εκκλησίας στον ηπειρωτικό χώρο. Στη Θράκη για τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς παιδιά έφεραν γυμνά κλαδιά αγριοκυδωνιάς, της λεγόμενης «σουβριάς», στολισμένα με κόκκινα κουρελάκια. Ο στολισμός του δέντρου αποτελεί μεταγενέστερο έθιμο, με γερμανοσκανδιναβικές ρίζες και έφτασε στην Ελλάδα επί Όθωνα.