Πολύ µακριά βρισκόµαστε ακόµη από τον στόχο του ενός ετήσιου εµβολιασµού κατά του νέου κοροναϊού, εξηγεί στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» ο επίκουρος καθηγητής Φαρµακολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Κύπρου Νικόλας ∆ιέτης. Ο ίδιος εκφράζει επίσης την ανησυχία του για τη δυνατότητα να εµφανιστεί µια νέα, πιο επικίνδυνη µετάλλαξη είτε από την Ευρώπη είτε από την Ασία.

Κύριε καθηγητά, πόσες πιθανότητες υπάρχουν να έχουµε εντός του έτους το ετήσιο εµβόλιο κατά του νέου κορονοϊού και να απαλλαγούµε οριστικά από τις επαναληπτικές δόσεις;

Αυτή τη στιγµή βρισκόµαστε πολύ µακριά από τον στόχο που έθεσε η ερώτησή σας. Υπάρχει όµως µια πολύ καλή ελπίδα µε την επικείµενη αναβάθµιση των εµβολίων, µε βάση τις νέες παραλλαγές. Αυτές οι µελέτες ξεκίνησαν από τις εταιρείες και τους ερευνητικούς οργανισµούς ήδη από την αρχή της εµφάνισης της Οµικρον και υπάρχουν κάποια τελευταία δεδοµένα (από τη Moderna) ότι το επίπεδο εξουδετερωτικών αντισωµάτων έναντι του ιού είναι πολύ υψηλό πέραν των έξι µηνών έναντι των παραλλαγών. ∆εν γνωρίζουµε ακόµη τι µπορεί να σηµαίνει αυτό για την αποτελεσµατικότητα έναντι νοσηλειών και θανάτων (που είναι και το ζητούµενο για ένα καλό εµβόλιο) και για την έκταση της προστασίας από άποψη χρόνου (που είναι και το ζητούµενο του ερωτήµατος). Θα ξέρουµε τις απαντήσεις αυτές τους επόµενους µήνες. Το αν θα προλάβουµε να τα τεκµηριώσουµε αυτά, να εγκριθούν από τους αρµόδιους οργανισµούς και να ξεκινήσουµε τους εµβολιασµούς µε τα σκευάσµατα νέας γενιάς εντός του έτους εκτιµώ ότι είναι κάτι δύσκολο, αν και όχι ακατόρθωτο.

dietis

Η παντελής, σχεδόν, έλλειψη εµβολίων στην Αφρική θα µπορούσε να ανατρέψει ακόµα και τη δυνατότητά µας για ένα ετήσιο εµβόλιο κατά του νέου κοροναϊού λόγω κάποιας ενδεχόµενης, πιο επικίνδυνης µετάλλαξης;

Ακόµα και να υπήρχε αυξηµένη εµβολιαστική κάλυψη στην αφρικανική ήπειρο, αυτή πιθανώς να µην επηρέαζε σηµαντικά τη µεταδοτικότητα του ιού και άρα το ρίσκο εµφάνισης µιας επικίνδυνης παραλλαγής του. Αυτή τη στιγµή βλέπουµε ότι τα καθηµερινά κρούσµατα στην Ευρώπη είναι 470/εκατ. πληθυσµού, όταν στην Αφρική είναι 2,5/εκατ. πληθυσµού. Σαφώς και αυτά τα νούµερα βασίζονται στον αριθµό των τεστ που γίνονται, τα οποία στην Ευρώπη είναι πολύ περισσότερα, αλλά δεν βλέπουµε σήµερα εκρήξεις µε κύµατα µεταδοτικότητας στην Αφρική, όπως βλέπουµε στην Κίνα και την Ταϊβάν, όπου έχουν 3-4 χιλιάδες κρούσµατα την ηµέρα, µε διπλασιασµό κάθε δύο εβδοµάδες. Εποµένως, η εκτίµησή µου, ως µη επιδηµιολόγου και εποµένως µε µικρό ειδικό βάρος εκτίµησης, είναι ότι το ρίσκο εµφάνισης µιας επικίνδυνης παραλλαγής συνεχίζει να βρίσκεται µεταξύ Ευρώπης και Ασίας µάλλον παρά στην Αφρική. Αυτό βέβαια δεν σηµαίνει ότι δεν µπορεί να εµφανιστεί µια επικίνδυνη παραλλαγή στην Αφρική, αφού οι µεταλλάξεις είναι τυχαίες. Αλλά δεν µπορώ να ανησυχώ λιγότερο για µια ενδεχόµενη, επικίνδυνη παραλλαγή, π.χ., στη Γαλλία, που έχει 80 χιλιάδες νέα κρούσµατα κάθε ηµέρα αυτή την περίοδο, απ’ ό,τι στη Ν. Αφρική, που έχει 4 χιλιάδες και µικρότερο χρόνο διπλασιασµού.

Γιατί, κατά τη γνώµη σας, ο Ευρωπαϊκός Οργανισµός Φαρµάκων (EMA) έχει καθυστερήσει τόσο πολύ να αποφανθεί επί της αναγκαιότητας ή µη χορήγησης τέταρτης δόσης, καθώς και επί των επιλέξιµων κατηγοριών του γενικού πληθυσµού;

Οι εισηγήσεις του ΕΜΑ στους εθνικούς οργανισµούς χρειάζονται αρκετά δεδοµένα µελετών από εµβολιασµούς σε πολίτες για να τεκµηριωθεί το όφελος έναντι του ρίσκου, τα οποία δεδοµένα χρειάζονται σηµαντικό χρόνο για να βγουν. Επιπλέον, οι εισηγήσεις του ΕΜΑ δεν επηρεάζονται από αυτές του FDA, κάτι που ναι µεν κατά βάση είναι σωστό, καθότι ο FDA είναι εθνικός και όχι διεθνής οργανισµός, αλλά είναι αµφίβολο αν αυτή η παράδοση έχει κάποιο όφελος εν καιρώ πανδηµίας. Η δική µου άποψη είναι ότι, εφόσον αυτή η πανδηµία µάς δίδαξε πως η επίπτωσή της είναι διεθνής και ο αντίκτυπος του συντονισµού των εθνικών δράσεων είναι µέγιστης σηµασίας για την αντιµετώπισή της, θα πρέπει να δηµιουργηθεί ένας Παγκόσµιος Οργανισµός Εγκρισης Φαρµάκων και Εµβολίων, προφανώς µε τη συµµετοχή των ΕΜΑ, FDA και ΠΟΥ, που θα ενεργοποιείται σε καιρούς πανδηµίας, για να συλλέγει, να αναλύει και να εισηγείται τη χρήση φαρµάκων και εµβολίων. Πιστεύω ότι µια τέτοια δράση θα ενοποιούσε και θα συντόνιζε τις δράσεις των χωρών, για να υπάρχει περισσότερη οµοιοµορφία και ταχύτητα.

Θα πρέπει να δηµιουργηθεί ένας Παγκόσµιος Οργανισµός Εγκρισης Φαρµάκων και Εµβολίων, που να ενεργοποιείται σε καιρούς πανδηµίας

Τι είναι εκείνο που κάνει ένα εµβόλιο πολύ αποτελεσµατικό για τους πολίτες ηλικίας άνω των 50-60 ετών και, ταυτόχρονα, πολύ λίγο αποτελεσµατικό για τους πολίτες ηλικίας κάτω των 50 ετών; Τι είναι αυτό που κάνει τη διαφορά;

∆εν θα πρέπει να βλέπουµε τους ηλικιακούς διαχωρισµούς των εισηγήσεων/ εγκρίσεων των εµβολίων και φαρµάκων ως κάτι που βασίζεται απόλυτα σε έναν παράγοντα. Η απόφαση για τα χαρακτηριστικά του πληθυσµού για τον οποίο εγκρίνεται ένα εµβόλιο έχει να κάνει όχι µόνο µε την αποτελεσµατικότητα σε αυτόν τον πληθυσµό, αλλά και µε την ασφάλεια και τη διαφορά οφέλους/ρίσκου σε αυτόν, µε τη δράση και παθολογία του ιού στον συγκεκριµένο πληθυσµό, αλλά και µε τις ιδιαίτερες επιδηµιολογικές συνθήκες του πληθυσµού αυτού. Και, φυσικά, θα πρέπει να έχεις δεδοµένα σε αυτόν τον συγκεκριµένο πληθυσµό για να αποφανθείς για όλα τα παραπάνω. ∆εν µπορεί να υποθέσει κανείς πως οτιδήποτε ισχύει για µία κατηγορία πληθυσµού ισχύει αυτόµατα για όλες.