Ο κόσμος αγάπησε και εκτίμησε τη Μάρθα Καραγιάννη, γιατί πάνω απ’ όλα ήταν μία αντι-σταρ, ένα απλό λαϊκό κορίτσι, ή τουλάχιστον έτσι την έβλεπε. Εκτίμησε ακόμη πολύ την καθαρότητα του λόγου και των πράξεών της. Απλή, ξεκάθαρη, ντόμπρα. Την αγάπησε πολύ κι αυτό φαίνεται και από τα μηνύματα στα social media. Δεν το έπαιξε ποτέ σταρ κι ας ήταν. Δεν έκλαψε ποτέ τα νιάτα της και την ομορφιά της γιατί ήταν χορτασμένη. Δεν κυκλοφόρησε με ακριβά αυτοκίνητα, ρούχα και κοσμήματα. Και ποτέ δεν παραπονέθηκε για τίποτα. Πάντα έλεγε ότι όχι μόνο έδωσε, αλλά και πήρε.

«Αισθάνομαι άνετα με το νυχτικό και τις παντόφλες μου, πίνω νερωμένο καφέ, καπνίζω, δεν πάω σε δεξιώσεις με ένα ποτήρι νερό στο χέρι και να λέω ανοησίες, δεν έχω Φιλιππινέζα, ρόλεξ και BMW. Αγαπώ τους φίλους μου, τους σκύλους μου, τις αναμνήσεις μου, τις ρυτίδες μου, τους θεατρίνους και τα ταξίδια. Θέλω να γεράσω, γιατί σημαίνει ότι θα έχω ζήσει (δεν γερνάνε όσοι πεθαίνουν νέοι). Για το θάνατο αδιαφορώ, γιατί δεν θα είμαι εκεί». Έτσι περιγράφει με λίγες λέξεις τη ζωή της η ίδια στην αυτοβιογραφία της το 2001 με τίτλο «Ο έρωτας μωρό μου είναι γλέντι».

Αγαπούσε τους συναδέλφους της, αλλά και τον κόσμο. Και η αγάπη αυτή δεν ήταν μόνο στα λόγια, αλλά και στα έργα. Όπως λένε οι φίλοι της, οι άνθρωποι που ήταν κοντά της, η Μάρθα δεν ήταν μόνο φιλόζωος, αλλά και φιλάνθρωπος. Έδινε σε όποιον είχε ανάγκη και οι φιλανθρωπίες της ήταν πολλές, αλλά με έναν όρο: Να μη μάθει κανείς. Για αυτήν της την πλευρά, που λίγοι ήξεραν, μίλησαν οι καλοί της φίλοι Σπύρος Μπιμπίλας, Δημήτρης Σούρας, Μάκης Δελαπόρτας, Γιάννης Βογιατζής. Έδινε χωρίς να εξετάζει αν αυτός που είχε ανάγκη ήταν γνωστός της ή φίλος της. Αυτή ήταν η χαρά της, να δίνει χαρά στους άλλους.

Ο συνάδελφός της και φίλος της Γιάννης Βογιατζής ανέφερε: «Η Μάρθα είχε ένα προσόν, ήταν μία κοπέλα, μία κυρία η οποία ήταν μαζί μας, εξαφανιζόταν για κάποιους μήνες και μετά ήταν πάλι κοντά μας, της άρεσαν τα ταξίδια. Ήταν άνθρωπος αγαπητός από όλους τους Έλληνες. Δεν έπεφτε σε ανταγωνισμό με τις γυναίκες, την αγαπούσαν και οι γυναίκες, ήταν καταπληκτικός άνθρωπος»! Και πρόσθεσε: «Τη Μάρθα την έζησα, τα πρώτα ρουχαλάκια του γιου μου που γεννήθηκε, τα πήγε η Μάρθα, εγώ δεν ήμουν εκεί λόγω δουλειάς στη Θεσσαλονίκη. Το έκανε με χαρά. Μία φορά που είχα εγώ αυτοκίνητο τότε, ήθελε να την πάω κάπου και πήγαμε στην Καστέλλα. Πήγαμε σε ένα μικρό σπιτάκι μίας φτωχής οικογένειας. Αυτό είναι κάτι που δεν το ξέρει κανένας Έλληνας.Μας άνοιξε η οικογένεια και μόλις μας είδαν έκαναν μεγάλη χαρά. Ξαφνικά μας είπαν να περάσουμε στο σπίτι να μας κεράσουν κάτι, αλλά είπαμε να φύγουμε. Η Μάρθα εκείνη την ώρα έβγαλε έναν φάκελο και τον άφησε στο τραπέζι. Μου φάνηκε γνώριμος φάκελος γιατί έπαιρνα και εγώ έναν ίδιο στο θέατρο. Αυτό το είχε η Μάρθα, το πόσο βοηθούσε τον κόσμο».

Παρόμοια περιστατικά έχουν να διηγηθούν κι άλλοι φίλοι της λέγοντας ότι η Μάρθα βοηθούσε πολλές οικογένειες. «Κάποτε πέθανε μια φίλη μου πολύ γνωστή τραγουδίστρια και η Μάρθα μου έδωσε ένα φάκελο με χρήματα να τον δώσω στα παιδιά της. Και της λέω “αφού δεν την ήξερες”. Και μου απάντησε: “Δεν χρειάζεται να γνωρίζεις κάποιον για να βοηθήσεις”. Βοηθούσε πολύ κόσμο, αλλά δεν ήθελε να το ξέρει κανείς. Ήταν ένας σπάνιος, σπουδαίος άνθρωπος».

Ο έρωτας με τον Γιώργο Κωνσταντίνου

Οι δύο ηθοποιοί, εκτός από ότι υπήρξαν πολλά χρόνια συνεργάτες στο θέατρο, το σινεμά και την τηλεόραση, βιώσαν ένα μεγάλο, δυνατό έρωτα τη δεκαετία του 1970. Η Μάρθα Καραγιάννη υπήρξε μια πολύ όμορφη γυναίκα που ενέπνευσε και πολλούς έρωτες. Ένας από αυτούς ήταν και με τον Γιώργο Κωνσταντίνου, που κατέληξε όμως σε μια δυνατή φιλία.

Στις αρχές του 1970, η Μάρθα Καραγιάννη έζησε ένα θυελλώδη ειδύλλιο κι ένα μεγάλο έρωτα με τον Γιώργο Κωνσταντίνου, που αν και έγινε πρωτοσέλιδο και εξώφυλλο στα περιοδικά της εποχής, δεν είναι πολύ γνωστό στις μέρες μας. Η Μάρθα δήλωνε πολύ ερωτευμένη μαζί του, αλλά κι εκείνος έλεγε ότι τον έκανε πολύ ευτυχισμένο. «Η Μάρθα είναι πολύ στοργική, με κάνει ευτυχισμένο» είχε πει σε συνέντευξή του τότε. «Ο έρωτας μπορεί να είναι και κάτι παροδικό. Αυτό όμως που αισθανόμαστε και οι δύο είναι αγάπη. Και η μαγική αυτή λέξη, τα κλείνει όλα. Στοργή, φιλία… Ο Γιώργος μου ενέπνευσε το θαυμασμό, τον θαυμάζω και σαν καλλιτέχνη και σαν άνθρωπο. Ζηλεύω τη μεθοδικότητά του και τον τρόπο που δουλεύει».

Η Μάρθα και ο Γιώργος παρέμειναν καλοί φίλοι και αγαπημένοι συνεργάτες και μετά το χωρισμό τους. Συνεργάστηκαν στο θέατρο πρώτη φορά το 1969, στην επιθεώρηση «Η γυναίκα του ‘69». Ακολούθησε η επιθεώρηση «Χίπηδες και ντιρλαντάδες» στο θέατρο «Άννα-Μαρία Καλουτά» τη σεζόν 1970-71, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κωνσταντίνου, όπως και η επόμενη επιθεώρηση «Αλάτι και πιπέρι», το καλοκαίρι του 1971 στο θέατρο «Μπουρνέλη». Το καλοκαίρι του 1972 συνεργάζονται ξανά στις επιθεωρήσεις «Αναμείνατε στο ακουστικό σας» και «Σήμερα, σήμερα, σήμερα» στο θέατρο «Μετροπόλιταν». Ακολουθούν: το 1974 η επιθεώρηση «Χίπηδες και βουλευτάδες» στο θέατρο «Άννα-Μαρία Καλουτά», «Βρε τι γίνεται στον κόσμο» στο θέατρο «Άννα-Μαρία Καλουτά» (1975-76), η επιθεώρηση «Στη Χονολουλου, στη Χονολουλού» στο θέατρο «Παρκ» (καλοκαίρι 1978), «Οι διάβολοι του Τσάρλι» μουσική κωμωδία στο θέατρο «Ρουαγιάλ» (καλοκαίρι 1980), η επιθεώρηση «Η Βουλή τους και το ραβδί της» στο θέατρο «Ακροπόλ» (και στη Θεσσαλονίκη, 1991-92), «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1963), «Αυτό το κάτι άλλο» (1963) και «5.000 ψέματα» (1966). Στην τηλεόραση τους είδαμε μαζί στο σίριαλ «Ζωή πατίνι» σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κωνσταντίνου, τη σεζόν 1995-96 στον ΑΝΤ1.

Ο Δαλιανίδης και η εκτόξευση της φήμης της με τα μιούζικαλ

Ήταν στην ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες», το 1967, που είπε στο σκηνοθέτη και φίλο της Γιάννη Δαλιανίδη, χάρη στον οποίο είχε γίνει αστέρι πρώτου μεγέθους, το περίφημο «θέλεις να με καταστρέψεις». Αιτία ο ρόλος ενός αμόρφωτου, λαϊκού κοριτσιού, μιας ερωτοχτυπημένης χαζούλας της γειτονιάς. Ο Δαλιανίδης τα έχασε με την αντίδρασή της: «Μα τι λες; Εγώ να σε καταστρέψω; Σου δίνω δουλειά μέχρι τα 80!». Η Μάρθα Καραγιάννη και ο Γιάννης Δαλιανίδης, εκτός από δύο πολύ καλοί συνεργάτες, ήταν και δύο πολύ καλοί φίλοι. Για πρώτη φορά συνεργάστηκαν το 1961, τότε που άρχισε η συνεργασία του Δαλιανίδη με τον Φίνο. Τότε που της έδωσε το ρόλο της Πίτσας Κίτσας στην ταινία «Ζητείται ψεύτης». Την επόμενη σεζόν, Φίνος και Δαλιανίδης παρουσιάζουν το πρώτο ελληνικό μιούζικαλ «Μερικοί το προτιμούν κρύο», στο οποίο η Καραγιάννη σημειώνει μεγάλη επιτυχία ως αρραβωνιαστικιά του Ντίνου Ηλιόπουλου, ρόλος που αρχικά προοριζόταν για την Άννα Φόνσου. Από τότε, αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι όλων των μιούζικαλ του Δαλιανίδη και της Φίνος Φιλμ, με την οποία γύρισε 20 ταινίες από τις 42 που έχει παίξει συνολικά στον κινηματογράφο.

Η συνεργασία της Μάρθας Καραγιάννη με τον Γιάννη Δαλιανίδη υπήρξε θυελλώδης και πολλές φορές δημιουργήθηκαν παρεξηγήσεις μεταξύ τους. Ο δαιμόνιος Δαλιανίδης διέκρινε στο παίξιμο και στην παρουσία της Καραγιάννη στοιχεία που η τότε νεαρή και όμορφη ηθοποιός αρνιόταν πεισματικά να παραδεχτεί. Της υπέδειξε μια σειρά ρόλων με κωμικά στοιχεία. Πριν από κάθε ταινία στηνόταν ένας καβγάς από τον οποίο έβγαινε πάντα κερδισμένη η διαίσθηση του Δαλιανίδη, αλλά και η ίδια η Καραγιάννη. Μέχρι να το καταλάβει, όμως, υπέφερε και στενοχωριόταν, έβαζε τα κλάματα και καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που είχε μπλέξει μαζί του.

«Πίσω από τις ταινίες του Δαλιανίδη υπήρχαν δάκρυα και αίμα. Παράξενο πράγμα η καλλιτεχνική δόξα και διόλου τυχαία η φράση: “Δάκρυα, τα προοίμια της τέχνης!”» είχε πει η ίδια.

Ο χαμός της μητέρας της και η βαριά κατάθλιψη

Σε μια σπάνια συνέντευξη που έδωσε στον Τάσο Τρύφωνος και στην εκπομπή «Τετ α Τετ», το 2019, η Μάρθα Καραγιάννη μίλησε για το χαμό της μητέρας της που της κόστισε πολύ, αν και ήταν προετοιμασμένη για αυτό, την κατάθλιψη που έπαθε, αλλά και πώς την ξεπέρασε. «Έχασα τη μαμά μου και τρελάθηκα. Άργησα πάρα πολύ να διαχειριστώ της μαμάς μου το θάνατο, μόνο. Είχα προετοιμαστεί. Και το παρακαλούσα τους τελευταίους έξι μήνες γιατί, πρώτον, δεν καταλάβαινε Χριστό και έβλεπα έναν άνθρωπο να υποφέρει. Αυτό είναι δραματικό δηλαδή. Ήταν 86 ετών, είχε Αλτσχάιμερ. Είχε γίνει 35 κιλά. Έλιωνε. Είχα δύο συναισθήματα, το ένα είναι ότι ήταν ένα χέρι που μου τραβούσε τα σωθικά μου και το άλλο ότι μου βγάζανε από πάνω μου μια πλάκα μαρμαρένια», εξομολογήθηκε η ηθοποιός. Και κατόπιν αποκάλυψε: «Έδινα συνέντευξη σε έναν νεαρό και την ώρα που δίνουμε τη συνέντευξη στο σπίτι μου. Είχα απέναντί μου την τηλεόραση και έβλεπα σκιές να κινούνται. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Του λέω “σε παρακαλώ πάρα πολύ, θέλω να φύγεις γιατί δεν είμαι καλά”. Πήγα στο κρεβάτι να κοιμηθώ και σηκώθηκα έτσι και χειρότερα. Για να ξεπεράσω την κατάθλιψη προσπαθούσα να βγαίνω κάθε βράδυ με τον Δαλιανίδη. Ήμουν βουβή στον κόσμο μου. Ήμουν σε βαριά κατάθλιψη. Δεν πήρα χάπια. Καθόλου. Ούτε ένα. Πήγα σε δύο ψυχίατρους. Δεν συνέχισα, δεν με βοήθησαν. Δεν ξέρω αν μπορούσε και κανείς να μας βοηθήσει σε αυτό. Πήγα τουρνέ το καλοκαίρι και την τρίτη μέρα ήμουν εντάξει».

Την Πέμπτη το «τελευταίο αντίο»

Το «ύστατο αντίο» στη σπουδαία ηθοποιό αναμένεται να πουν συγγενείς και φίλοι την Πέμπτη, στις 12 το μεσημέρι στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Μάλιστα, επιθυμία της οικογένειάς της είναι, αντί στεφάνων, να δοθούν τα χρήματα στο Σπίτι του Ηθοποιού. Να σημειώσουμε ότι την είδηση του θανάτου της Μάρθας Καραγιάννη επιβεβαίωσε πρώτος ο ψυχίατρος και στενός της φίλος, Δημήτρης Σούρας, ο οποίος, όπως ανέφερε, πιθανότερη αιτία θανάτου της είναι το εγκεφαλικό επεισόδιο, καθώς άφησε την τελευταία της πνοή ενώ μιλούσε μαζί του στο τηλέφωνο.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΟΝ ΤΙΜΕ στις 20/9