«Γεννήθηκα στο μαιευτήριο “Μαρίκα Ηλιάδη” και μεγάλωσα στο κέντρο της Αθήνας, κοντά στην οδό Σόλωνος, τότε που μπορούσες ακόμη να τρέξεις με τα ποδηλατάκια στους δρόμους, να παίξεις χωρίς φόβο, να πας ωραίες βόλτες χωρίς όλα αυτά τα αυτοκίνητα στους δρόμους»…

Χαρακτηριστικό του γνώρισμα η γλυκιά, βελούδινη φωνή του που έκρυβε ένα τρυφερό παράπονο και οι μακριές φαβορίτες του, που δεν έκοψε ποτέ. Ο αστικός μύθος λέει ότι μια εταιρεία με ξυραφάκια πρόσφερε στον Σταμάτη Κόκοτα ένα ιλιγγιώδες ποσό για να ξυριστεί με τη λεπίδα της μπροστά στην κάμερα, για ένα διαφημιστικό σποτ. «Είναι αλήθεια», είχε πει όταν ρωτήθηκε ο Σταμάτης Κόκοτας. «Μου έδιναν 50 εκατομμύρια δραχμές, ήταν πολλά λεφτά τότε, αλλά τους είπα: “Σας ευχαριστώ πολύ, αλλά χτυπήσατε λάθος πόρτα”». Μεγάλες του αγάπες επίσης ο Παναθηναϊκός και τα γρήγορα αυτοκίνητα. Ήταν μεγάλος φίλαθλος του Παναθηναϊκού και ασχολήθηκε, επίσης, με το μηχανοκίνητο αθλητισμό. Μάλιστα, μία περίφημη Lamborghini που είχε φέρεται να ήταν δώρο του Αριστοτέλη Ωνάση, που ήταν φανατικός θαυμαστής του.

Ο Σταμάτης Κόκοτας πέθανε τα ξημερώματα του Σαββάτου στα 85 του χρόνια, έπειτα από ραγδαία επιδείνωση της υγείας του στο νοσοκομείο. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια έδινε τη δική του μάχη με τον καρκίνο. Είχε δηλώσει πολλές φορές σε συνεντεύξεις του ότι το θάνατο δεν τον φοβόταν. «Έχω “πληρωθεί” στη ζωή μου απ' όλας και καθ' όλας τας απόψεις», έλεγε.

Γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1937 στου Ζωγράφου και ήταν ένα από τα έξι παιδιά (τρία αγόρια, τρία κορίτσια) ενός γιατρού και μιας τραπεζικού. Από μικρός ήθελε να γίνει γιατρός, λόγω οικογενειακής παράδοσης. Με το σχολείο όμως δεν τα πήγαινε πολύ καλά και στα 14 του η μητέρα του του αγόρασε για δώρο μια κιθάρα. «Αυτή η χρυσή μάνα» όπως συνήθιζε να λέει. Αμέσως, μπήκε στον κόσμο της μουσικής και τον κέρδισε. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε να σπουδάσει. «Πήγα στο Παρίσι να σπουδάσω ιατρική, όπως ήθελε η οικογένεια, όμως εκεί άρχισα το τραγούδι σε καμπαρέ». Τα πλάνα της οικογένειας να γίνει γιατρός εξανεμίζονται και ο Σταμάτης αποκτά φήμη στην Πόλη του Φωτός ως επαγγελματίας πια τραγουδιστής. Δεν ήταν όμως μόνο αυτές οι ασχολίες του. «Έκανα και πολλή τηλεόραση. Δίπλα σε μεγάλους σαν τον Αζναβούρ, τον Ζιλμπέρ Μπεκό κ.ά. Αλλά και στην Ιταλία με τον Τζιάνι Μοράντι. Έλειψα οκτώ χρόνια. Η δουλειά πήγαινε πολύ καλά, ήμουν πανευτυχής, ήθελα να μείνω» είπε πει. Κι ενώ θα μπορούσε να κάνει καριέρα στην Ευρώπη, γνωρίζει τον άνθρωπο-σταθμό στη ζωή του, που αλλάζει τα πάντα. Κι αυτός ήταν ο Σταύρος Ξαρχάκος. Γνωρίστηκαν στο Παρίσι και ήταν αυτός που τον έπεισε να επιστρέψει στην Ελλάδα.

«Χρωστάω πάρα πολλά στον Ξαρχάκο, διότι εκείνος ανακάλυψε τον Κόκοτα, εκείνος με παρουσίασε στο ελληνικό κοινό κι εγώ κατάφερα και στάθηκα» είχε πει. «Από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες που γνώρισα ήταν και εκείνη του Νίκου Γκάτσου. Ήμουν από τους πιο αγαπημένους του ερμηνευτές - σε όλες τις φωνοληψίες μου ήταν παρών. Την ευγένεια και τα σοφά του λόγια δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Είχε ολύμπια μόρφωση και ήταν ίσως ο πιο μορφωμένος απ' όλους όσοι έχω γνωρίσει στη ζωή μου». Έρχεται, λοιπόν στην Ελλάδα και ηχογραφεί το «Ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη» και το «Με τι καρδιά να σ’ αποχαιρετήσω». Ταυτόχρονα βγαίνει στους κινηματογράφους η ταινία «Διπλοπενιές», στην οποία έχει ένα μικρό ρόλο. Μετά το «Όνειρο απατηλό» οι δισκογραφικές εταιρείες τον έψαχναν. «Είχα τη μεγαλύτερη ακτινοβολία που μπορεί να ‘χει άνθρωπος» έλεγε ο ίδιος. Μαζί με τους Ξαρχάκο, Μούτση, Καλδάρα, Ζαμπέτα, Τσιτσάνη, έρχεται και το αυτοκίνητο στη μέση. Προπονείται τις νύχτες και κάνει αναβάσεις στην Πάρνηθα. Φέρνει στην Ελλάδα την πρώτη Τζάγκουαρ, που του κοστίζει τότε ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες και έκτοτε γίνεται συλλέκτης αυτοκινήτων και έργων Τέχνης - η μεγάλη του αδυναμία είναι οι αντίκες.

Ο Σταμάτης Κόκοτας έκανε δύο γάμους, απέκτησε τρία παιδιά και δύο εγγόνια. «Έζησα μεγάλους έρωτες, μικρούς έρωτες, έρωτες της μιας βραδιάς. Οι μεγάλοι έρωτες, δυστυχώς, συνήθως δεν κρατάνε πολλά χρόνια. Κάποια στιγμή, κάτι θα γίνει, κάτι θα βρεθεί, κάποιος θα δυσανασχετήσει, κάπου θα στενοχωρηθείς. Αυτή, όμως, είναι η ζωή. Κι όπως μου έλεγαν και οι φίλοι μου οι Γάλλοι, “τη ζωή πρέπει να την παίρνεις όπως πάει”. Ωστόσο, εκείνο που πρέπει να ξέρει ένας άντρας δεν είναι πόσες γυναίκες θα αγαπήσει, αλλά πόσες θα σεβαστεί και πόσες θα προφυλάξει», είχε πει ο Σταμάτης Κόκοτας.

Συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους Έλληνες δημιουργούς «Καθένας από τους μεγάλους δημιουργούς που τραγούδησα από το 1966 που ξεκίνησα να γραμμοφονώ -Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Γκάτσος, Ξαρχάκος, Τσιτσάνης, Παπαδόπουλος, Μούτσης, Καλδάρας, Χατζηνάσιος, Σπανός, Ζαμπέτας και πολλοί ακόμα- ήταν εξαιρετικά σημαντικός στην πορεία μου. Κανέναν από αυτούς δεν κακοκάρδισα, με όλους είχα αγαθές σχέσεις και όλοι τους μ' αγαπούσαν. Αν πάτε σήμερα στο σπίτι του Τσιτσάνη, δίπλα στο κρεβάτι του, επάνω στο κομοδίνο, υπάρχει μια φωτογραφία 40x30 μ’ εμένα κι εκείνον. Η φωτογραφία αυτή πρέπει να υπάρχει εκεί 30-35 χρόνια. Τόσο πολύ μ’ αγαπούσε! Ο Ζαμπέτας επίσης τρελαινόταν για μένα. Η ζωή του ολόκληρη ήμουνα», έχει πει.

Η κηδεία του Σταμάτη Κόκοτα, μετά από πρόταση του δημάρχου Ζωγράφου και έγκριση του Δημοτικού Συμβουλίου, θα γίνει με δημοτική δαπάνη την Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2022 στο Κοιμητήριο Ζωγράφου.

Η φιλία με τον Ωνάση

«Υπήρξα αδελφικός φίλος με τον Αρίστο τον Ωνάση, φίλος με τη Μαρία Κάλλας αλλά και με την κυρία Τζάκι. Έζησα και τις δύο εποχές του Αρίστου πολύ σωστά. Η Μαρία Κάλλας με αγαπούσε πολύ. Μου έλεγε πάντα “τι γλυκά που τραγουδάς!”, με αγκάλιαζε, μου έδειχνε τη συμπάθεια που μου είχε. Μάλιστα, στον πλειστηριασμό των αντικειμένων της που είχε γίνει στο Παρίσι, είχαν πουληθεί και 8 δικά μου long play, που της τα είχα τότε αφιερώσει. Ο Ωνάσης ήταν πάντα το παλικάρι από το λιμάνι, ο βαρκάρης με το μαντίλι στην κωλότσεπη, η προσωποποίηση της λεβεντιάς, ένας άντρας που ποτέ δεν είχε υπολογίσει τα λεφτά - ποιος ήταν, τι έκανε και τι δεν έκανε. Γινόταν πάντα ό,τι ήθελε η παρέα.

Είναι γνωστό ότι την ώρα που τραγουδούσα κι εκείνος καθόταν στο πρώτο τραπέζι απέναντί μου ή ενόσω βρισκόμασταν στον Σκορπιό, σε κάτι λουκούλλεια γεύματα με 50 τραπέζια από κάτω, είχαν υπογραφεί συμβόλαια δισεκατομμυρίων δολαρίων. Πολύ συχνά τραγουδούσα μπροστά σε τουλάχιστον 30-40 καλεσμένους του -βασιλιάδες, πρωθυπουργούς, προέδρους, τραπεζίτες, πολλούς επιχειρηματίες-, όλοι φίλοι του. Χωρίζαμε, για παράδειγμα, στις 7:30 το πρωί, πήγαινα να κοιμηθώ και χτυπούσε το τηλέφωνο μετά από μισή ώρα: “Ξυπνήστε τον, είναι το αυτοκίνητο από κάτω, πρέπει να έρθει γιατί έχουμε καλεσμένους στον Σκορπιό”», έχει πει για τη φιλία του με τον Αριστοτέλη Ωνάση.

Η αληθινή ιστορία πίσω από το «Γιε μου»

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια του Σταμάτη Κόκοτα είναι το «Γιε μου». Πολλοί πίστευαν ότι οι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου αφορούσαν το γιο του Αριστοτέλη Ωνάση, Αλέξανδρο. Παρ’ όλα αυτά, ο Σταμάτης Κόκοτας το διέψευσε, αποκαλύπτοντας την πραγματική ιστορία πίσω από το τραγούδι. Σε συνέντευξή του, είχε πει: «Το τραγούδι γράφτηκε για ένα πατέρα με ναρκομανή γιο. Τότε, τέλη δεκαετίας ’70, άρχισε να μπαίνει η πρέζα στη ζωή μας. Και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος τα λέει όλα εδώ… “Είσαι είκοσι χρονών κι όμως γερνάς… Γιε μου, είν’ οι άνθρωποι απάνθρωποι, καλέ μου, οι αρχόντοι είν’ εμπόροι του πολέμου και γελούν όταν το δάκρυ μας κυλά. Ως κι οι φίλοι σου χαρήκανε, Θεέ μου, που ’χεις πέσει τώρα τόσο χαμηλά”». «Σε τουρνέ μου στην Αμερική, που έλεγα το “Γιε μου”, πήγε κάποιος ν’ ανάψει το τσιγάρο του -από πόνο, επειδή είχε χάσει το παιδί του- με αποτέλεσμα να πάρουν τα μαλλιά μου φωτιά και ο μπουζουξής να τραβάει το τραπεζομάντιλο για να τη σβήσει», είχε προσθέσει.

Δεκάδες ήταν τα τραγούδια που ερμήνευσε με μεγάλη επιτυχία στη ζωή του. Ανάμεσά τους: «Όνειρο απατηλό», «Στου Προφήτη Ηλία», «Μη μου χτυπάς μεσάνυχτα την πόρτα», «Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά», «Πες πως μ’ αντάμωσες», «Με τι καρδιά να σ’ αποχαιρετήσω», «Να ’χα τα χρόνια σου», «Αλήτης», «Στις 16 Μάη μήνα», «Ο τρελός» κ.ά.

Δημοσιεύτηκε στις 3/10 στην εφημερίδα ΟΝ ΤΙΜΕ