Έχετε σκεφτεί ποτέ ότι µια ιδιόχειρη διαθήκη µπορεί να αλλάξει πολλά χέρια, αλλά να είναι επιστηµονικώς δυνατόν έπειτα από αρκετά χρόνια να διαπιστωθεί, µε απόλυτη βεβαιότητα, ποιος ακριβώς ήταν ο αρχικός συντάκτης της;

Υπάρχουν οι γραφολόγοι, θα πείτε... Θα σας φαινόταν περίεργο, εάν σας έλεγαν ότι άλλο είναι η εύρεση του DNA ενός προσώπου σε ένα αντικείµενο, σε µια κόλλα χαρτί εν προκειµένω, και άλλο να διαπιστώσει κανείς επιστηµονικώς µε ποιον τρόπο µεταφέρθηκε το DNA του συγκεκριµένου προσώπου στην εν λόγω κόλλα χαρτί, συνεπώς ότι αυτός δεν είναι ο συντάκτης της;

Μόνο µη βιαστείτε να θεωρήσετε ότι αυτή η «µικρή διαφορά» αποτελεί µια λεπτοµέρεια. Γνωρίζετε, ακόµα, ότι η κλασική γραφολογική ανάλυση, σε µια διαθήκη για παράδειγµα, θεωρείται πλέον παρωχηµένη όσο και επίφοβη για σοβαρά και ουσιώδη λάθη µέθοδος; Είναι εύκολα κατανοητό ότι, κατά τη διάρκεια της γραφής ενός κειµένου, το χέρι του ατόµου που γράφει έρχεται σε συνεχή επαφή, σε τριβή, µε το χαρτί, µε αποτέλεσµα να εναποθέτει κύτταρα δέρµατος σε αυτό.

Με ελάχιστη προσπάθεια καθίσταται επίσης κατανοητό ότι η ανάλυση DNA σε δείγµα που λαµβάνεται από την επιφάνεια του χαρτιού µπορεί να αποκαλύψει το γενετικό προφίλ του ατόµου που έγραψε το κείµενο. ∆εν έχουµε σκεφτεί, όµως, ότι το προφίλ αυτό, στη συνέχεια, µπορεί να συγκριθεί µε το γενετικό προφίλ του προσώπου το οποίο φέρεται ως ο συντάκτης, προκειµένου να εξακριβωθεί εάν πρόκειται για το ίδιο άτοµο ή για «απλή» πλαστογραφία.

Η ταυτοποίηση

Ετσι, η ταυτοποίηση του ατόµου που έγραψε ή απλώς υπέγραψε ένα κείµενο έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα σηµαντική σε περιπτώσεις ανώνυµων επιστολών, πλαστογραφίας υπογραφής σε συµβόλαια ή άλλα έγγραφα, αλλά κυρίως σε περιπτώσεις πλαστογραφίας διαθήκης για τη διεκδίκηση της περιουσίας. Οµως, ο εντοπισµός του πλαστογράφου είναι πάντα µια απλή υπόθεση; Κάθε άλλο. Τέτοιου είδους έγγραφα, όπως οι διαθήκες, συνήθως περνούν από αρκετά χέρια και, για αυτόν τον λόγο, απαιτούν εξειδικευµένους επιστήµονες στον τοµέα των εγκληµατολογικών ερευνών για τον ασφαλή χειρισµό των πειστηρίων, τη λήψη δείγµατος από τα σωστά σηµεία και την ερµηνεία των αποτελεσµάτων.

Η διαδικασία

Ποια, όµως, είναι η νόµιµη και τυπική διαδικασία, η οποία πρέπει να ακολουθήσει κανείς, προκειµένου να έχει στη διάθεσή του µια δικανική πραγµατογνωµοσύνη για DNA;
  • 1. Αίτηση στο αρµόδιο Πρωτοδικείο/Ειρηνοδικείο για την εξέταση των πειστηρίων.
  • 2. Μετάβαση του πραγµατογνώµονα µε τον απαραίτητο εξοπλισµό στο Πρωτοδικείο/Ειρηνοδικείο για τη διενέργεια δειγµατοληψιών σάρωσης του γενετικού υλικού επί των εγγράφων.
  • 3. Ανάλυση των γενετικών αποτυπωµάτων στα εργαστήρια.
  • 4. Σύγκριση των γενετικών προφίλ που θα ανιχνευτούν στα έγγραφα µε τα δείγµατα αναφοράς, τα οποία µπορεί να είναι δείγµα σιέλου, αίµατος, βιοψίας, οστών ή προσωπικού αντικειµένου.
  • 5. Συγγραφή έκθεσης εργαστηριακής πραγµατογνωµοσύνης, µε τα αποτελέσµατα των αναλύσεων DNA, για κάθε νόµιµη χρήση.

Η ανάλυση του ειδικού

Σύµφωνα µε όσα εξηγεί στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» ο µοριακός βιολόγος και δικανικός γενετιστής Γιώργος Φιτσιάλος, πραγµατογνώµονας των ελληνικών δικαστικών Αρχών και του ∆ιεθνούς Ποινικού ∆ικαστηρίου της Χάγης, καθώς και διευθύνων σύµβουλος των εργαστηρίων ∆ικανικής και Ιατρικής Γενετικής DNAlogy, «µέχρι πριν µία δεκαετία η ταυτοποίηση DNA ενός ατόµου σε ένα πειστήριο στη σκηνή του εγκλήµατος ισοδυναµούσε µε βέβαιη καταδίκη, χωρίς όµως να υπάρχει ουσιαστική ερµηνεία/επεξήγηση για το πώς βρέθηκε εκεί το γενετικό υλικό.



Η διεθνής επιστηµονική κοινότητα των δικανικών γενετιστών, µελετώντας για πολλά χρόνια το θέµα, αποφάνθηκε ότι πλέον οι εξειδικευµένοι πραγµατογνώµονες, αφού µελετήσουν το σύνολο των δεδοµένων, θα πρέπει να είναι ικανοί να εξηγήσουν στις δικαστικές Αρχές αν η εύρεση του DNA σχετίζεται µε τα περιστατικά που ερευνούν ή όχι, ώστε µε τη σειρά τους και εκείνοι να εκδώσουν τις σωστές αποφάσεις».

Αλλαγή

Σύµφωνα πάντα µε όσα αναφέρει στα «Π» ο κ. Φιτσιάλος, το ζητούµενο στα εργαστηριακά αποτελέσµατα έχει πλέον µεταβληθεί. Ενώ µέχρι σήµερα οι επιστήµονες εργάζονταν στο επίπεδο της «πηγής», προσπαθώντας να απαντήσουν στο ερώτηµα «σε ποιον ανήκει το DNA», τώρα πρέπει να εργαστούν στο επίπεδο της «ενέργειας», απαντώντας στο ερώτηµα «πώς µεταφέρθηκε το DNA στο σηµείο ανίχνευσης».

Είναι αναγκαία, λοιπόν, η συµβολή εξειδικευµένου δικανικού γενετιστή/πραγµατογνώµονα, ο οποίος θα µελετήσει το σύνολο των επιστηµονικών δεδοµένων και τα πρωτογενή εργαστηριακά αποτελέσµατα, θα αξιολογήσει επίσης τον τρόπο διαχείρισης της σκηνής της υπόθεσης και της συλλογής των πειστηρίων, τη σηµαντικότητα των πειστηρίων και των δειγµατοληψιών, καθώς και το µαρτυρικό υλικό.

Μόνο έπειτα από όλη αυτήν την περίπλοκη όσο και συστηµατική επιστηµονική επεξεργασία όλων των δεδοµένων, ο πραγµατογνώµονας έχει τη δυνατότητα και πρέπει, τότε, να εξηγήσει εάν αυτό που βρέθηκε σε επίπεδο πηγής, δηλαδή ο εντοπισµός του DNA ενός ατόµου, έχει σχέση µε την εξεταζόµενη ενέργεια, δηλαδή µε τα πραγµατικά περιστατικά της υπόθεσης.

*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 15 Οκτωβρίου 2022.