Σύμφωνα με το βούλευμα των δικαστών η ομάδα των 12 ατόμων συγκροτήθηκε εκείνο το βράδυ με μοναδικό σκοπό «να αφαιρέσουν τη ζωή ανθρώπων με μοναδικό κριτήριο επιλογής των θυμάτων ότι υποστηρίζουν συγκεκριμένη ομάδα». Και ο Άλκης Καμπανός ήταν το θύμα. Όλα ξεκίνησαν από ένα επεισόδιο μεταξύ οπαδών Άρη και ΠΑΟΚ στη Θεσσαλονίκη. Αυτό στάθηκε αφορμή να αρχίσουν να χτυπούν τα τηλέφωνα μεταξύ των οπαδών του ΠΑΟΚ, που την νύχτα της 31ης Ιανουαρίου αποφάσισαν να φτάσουν «οργανωμένοι και οπλισμένοι στην περιοχή του σταδίου Κλεάνθης Βικελίδης».

Όπως αναφέρει η εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος οι δικαστές εξηγούν ότι το σχέδιο ήταν απολύτως οργανωμένο αφού κάποιοι εκ των δραστών άφησαν τα κινητά τους στον σύνδεσμο του ΠΑΟΚ, ενώ όσοι τα είχαν μαζί τους, μόλις εισήλθαν στην περιοχή Χαριλάου, στις 23.50 εκείνης της νύχτας, τα απενεργοποίησαν ώστε να μην είναι ευχερής ο εντοπισμός τους και η πορεία τους. Όταν λίγο αργότερα εντόπισαν την πενταμελή παρέα του Άλκη Καμπανού που καθόταν σε σκαλάκια πολυκατοικίας, τους περικύκλωσαν με τα αυτοκίνητα, «αποκλείοντας και τις δύο οδούς διαφυγής τους, με σκοπό αφενός μεν να τους αιφνιδιάσουν, αφετέρου δε να αποτρέψουν πιθανή διαφυγή τους, αλλά και να αποτρέψουν πιθανή έλευση τρίτων ατόμων με αυτοκίνητα προς ενίσχυση των αμυνομένων».

Φορώντας κουκούλες, λαιμουδιέρες και κράνη και κραδαίνοντας λοστούς, μαχαίρια, στειλιάρια, πτυσσόμενα κλομπ, μεταλλικούς σωλήνες, ακόμη και… δρεπάνι, κατευθύνθηκαν προς την ανυποψίαστη παρέα του Άλκη. Η επίθεση ξεκίνησε, ενώ στο άκουσμα της παραδοχής των νεαρών ότι υποστηρίζουν την ομάδα του Άρη, η επίθεση ξεκίνησε χωρίς καμία λεκτική αντιπαράθεση.

Πώς γλίτωσαν δύο από τα πέντε παιδιά

Από τη μανία των δραστών, όπως αυτή περιγράφεται στο βούλευμα, κατάφεραν να ξεφύγουν δύο από τα πέντε παιδιά, ενώ οι άλλοι τρεις παγιδεύτηκαν στο σημείο της επίθεσης. Οταν ο Δ.Κ. (τρίτος της παρέας) επιχείρησε να ξεφύγει, τον πρόλαβε ο δράστης που κρατούσε το δρεπάνι και του κατάφερε πλήγμα στον γλουτό, το οποίο προκάλεσε τεράστια αιμορραγία, αλλά το παιδί κατάφερε τελικά να ξεφύγει. «Καθ’ όλη τη διάρκεια της επίθεσης, ήτοι για λίγο περισσότερο από ένα λεπτό, άπαντες οι κατηγορούμενοι χτυπούσαν αδιαλείπτως τους υπόλοιπους δύο νεαρούς που βρίσκονταν στο σημείο και δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τη μανία των δραστών» αναφέρουν χαρακτηριστικά οι δικαστές.

Στο βούλευμα περιγράφεται αναλυτικά η επίθεση σε βάρος του άτυχου Αλκη, στον οποίο οι κατηγορούμενοι επέφεραν επανειλημμένα και σφοδρά πλήγματα με μαχαίρια και δρεπάνι, τα οποία του προκάλεσαν ακατάσχετη αιμορραγία. «Ο Αλκιβιάδης Καμπανός τούς εκλιπαρούσε να σταματήσουν, εκστομίζοντας τις φράσεις “μη με βαράτε άλλο” και “βοήθεια, δεν μπορώ, πονάω”», χωρίς οι 12 δράστες που του επιτέθηκαν να σταματήσουν ούτε δευτερόλεπτο μέχρι να ολοκληρώσουν το έργο τους.

Φώναζε βοήθεια ο Άλκης Καμπανός

Ειδική μνεία γίνεται στην αγωνιώδη προσπάθεια του φίλου του Άλκη, Α.Β., να τον σώσει και να τον προστατεύσει από τα χτυπήματα. «Ακούστηκε ο Αλκιβιάδης Καμπανός να ζητάει βοήθεια και ο φίλος του επιχείρησε να πηδήξει από τα σκαλιά επάνω του, για να τον βοηθήσει και να τον προστατεύσει από τα χτυπήματα, όμως τον κράτησαν τρεις δράστες και ένας άλλος δράστης, ψηλός, του κατάφερε σφοδρό χτύπημα με λοστό στο κεφάλι, που του προκάλεσε ζάλη και τάση για λιποθυμία, και ένας ακόμη δράστης τον έπληξε με μαχαίρι στο δεξί πόδι». Λίγα λεπτά αργότερα, όταν η ομάδα των 12 αποχώρησε από το σημείο, ο Άλκης, με τη βοήθεια του φίλου του, έκανε λίγα βήματα και απώλεσε οριστικά τις αισθήσεις του.

Τον χτυπούσαν σε ζωτικά όργανα

Κατά τους δικαστές, η πρόθεση των κατηγορουμένων να σκοτώσουν προκύπτει «από τα μέσα που επέλεξαν για την επίθεση, από το γεγονός ότι τα χτυπήματα των κατηγορουμένων ήταν επανειλημμένα και σφόδρα, από τα σημεία του σώματος στα οποία επέφεραν τα πλήγματα, δηλαδή κεφάλι, θώρακα, μηρούς, από την αριθμητική υπεροχή των δραστών έναντι των παθόντων, από το γεγονός ότι ενώ ο Αλκης Καμπανός ήταν πεσμένος στο έδαφος και ζητούσε βοήθεια οι κατηγορούμενοι εξακολουθούσαν να τον χτυπούν από κοινού και επανειλημμένα, από το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι, ενώ είχαν πλήξει επανειλημμένως και σε ζωτικά όργανα τους παθόντες και οι τελευταίοι αιμορραγούσαν ακατάσχετα, αντί να καλέσουν βοήθεια τους εγκατέλειψαν αιμόφυρτους προκειμένου να εξασφαλίσουν τη διαφυγή τους».

Αντίποινα για προηγούμενη επίθεση

Σαφή αθλητική αναφορά και υπόβαθρο της υπόθεσης καταγράφεται στο βούλευμα, καθώς «αφορμή για την επίθεση στάθηκε το γεγονός ότι νωρίτερα την ίδια μέρα οπαδοί του Αρη είχαν επιτεθεί σε οπαδούς του ΠΑΟΚ, οι κατηγορούμενοι ρώτησαν τους άγνωστους νεαρούς σε ποια ομάδα ανήκουν και μετά τους επιτέθηκαν, μετέβησαν στην περιοχή της Χαριλάου, έδρα γηπέδου του Αρη, για να τελέσουν τις αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις, ξεκίνησαν για την επίθεση από τον σύνδεσμο του ΠΑΟΚ, οργανωμένοι και οπλισμένοι και αφού είχαν προσκαλέσει και άλλους οπαδούς, ενώ πολλοί εκ των δραστών είχαν συμμετάσχει σε προγενέστερα επεισόδια μεταξύ των οπαδών των εν λόγω ομάδων».

«Κυνηγάμε Αρειανούς, γιατί είμαστε ΠΑΟΚ. Είμαστε οπαδοί…»

Στο δικόγραφο αποδομούνται πλήρως οι ισχυρισμοί όλων των κατηγορουμένων. Ειδικά για τον 10ο εξ αυτών, ο οποίος κρατούσε το περίφημο δρεπάνι και υποστηρίζει ότι πρόλαβε να χτυπήσει μόνο έναν από τους φίλους του Άλκη, που κατάφερε να διαφύγει, οι δικαστές σημειώνουν πως ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος, αφού «είναι βέβαιο ότι ο 10ος κατηγορούμενος έφερε το δρεπάνι αφού στην επιφάνειά του έχει βρεθεί αποτύπωμα του αντίχειρά του, και με αυτό έπληξε τόσο τον θανόντα Αλκη Καμπανό όσο και τον παθόντα Α.Β., αφού εντοπίστηκε βιολογικό υλικό και των δύο πάνω στο δρεπάνι».

Μάλιστα, τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο «έδωσαν» οι συγκατηγορούμενοί του, με έναν εξ αυτών να αναφέρει πως μετά την επίθεση «ο 10ος και ο 11ος πανηγύριζαν ότι “τους γ***” αναφερόμενοι στα παιδιά που επιτέθηκαν». Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, «ενδεικτική της νοοτροπίας του 10ου κατηγορουμένου σχετικά με την αξία της ζωής του οπαδού του Άρη είναι η φράση που χρησιμοποίησε στην απολογία του “ψάχναμε να βρούμε χύμα Αρειανούς”». Έτερος συγκατηγορούμενος του 10ου ανάφερε στην απολογία του ότι ο συγκεκριμένος πανηγύριζε που «κάρφωσε τρεις ανθρώπους με δρεπάνι και όταν αυτό έβγαινε από το σώμα τους έκανε τον ήχο “χλατς”».

Μάχες με πέτρες, ξύλα, μαχαίρια

Το οπαδικό μίσος αποτυπώνεται με ενάργεια κατά τους δικαστές και στην απολογία του 11ου κατηγορουμένου, ο οποίος είπε χαρακτηριστικά: «Κυνηγάμε Αρειανούς, γιατί είμαστε ΠΑΟΚ. Είμαστε οπαδοί… Όταν γίνονται τέτοια πράγματα, πάμε, τους βρίσκουμε, είμαστε 10-15 άτομα και τους κυνηγάμε. Υπάρχουν συμπλοκές καμιά φορά. Μαλώνουμε με χέρια, με διάφορα… με πέτρες, ξύλα, ζώνες και μαχαίρια πολλές φορές».

Για έλλειψη στοιχειώδους συναίσθησης του κακού που προκάλεσαν γίνεται λόγος στο βούλευμα, αφού έτερος εκ των κατηγορουμένων είπε στην απολογία του ότι όταν διαπίστωσαν πως γύρισαν οι δικοί τους στον σύνδεσμο του ΠΑΟΚ, θεώρησαν πως όλα είναι καλά. «Στην πραγματικότητα, δεν ήταν όλα καλά, αφού οι κατηγορούμενοι είχαν αφαιρέσει τη ζωή ενός ανθρώπου και είχαν επιχειρήσει να αφαιρέσουν τη ζωή άλλων δύο. Πάντως η συγκεκριμένη φράση αποτυπώνει την ενδιάθετη στάση του κατηγορουμένου απέναντι στο έννομο αγαθό της ζωής των οπαδών του Άρη».