Συνεχίζεται σήμερα η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι Αττικής και συγκλονιστικές είναι οι μαρτυρίες για ακόμα μία συνεδρίαση.

Οι επιζήσαντες της φονικής πυρκαγιάς σοκάρουν με τις καταθέσεις τους για τα όσα εφιαλτικά έζησαν. Όπως η κ. Κάλλι Αναγνώστου, η οποία υπέστη εκτεταμένα εγκαύματα σε όλο της σώμα, όπως και ο μόλις 5,5 ετών γιος της, που, όπως ανέφερε η μάρτυρας, ακόμη και σήμερα, όπως και εκείνη, υποφέρει.

Η μάρτυρας περιέγραψε τις δραματικές ώρες. Η μάρτυρας περιέγραψε τα όσα βίωσε τόσο κατά τις στιγμές που εκείνη και η οικογένειά της βρίσκονταν μέσα στην πυρκαγιά όσο και αργότερα, όταν εισήχθη σε διάφορα νοσοκομεία, όπως και ο γιος της, προκειμένου να αποκατασταθούν τα τραύματά τους, σύμφωνα με το protothema.gr και τη δημοσιογράφο Βασιλική Κόκκαλη.

«Ήμασταν μόνοι μας, αυτό που μας έκαναν δεν ήταν σωματικές βλάβες, ήταν θανατηφόρα έκθεση, είμαστε εσαεί θύματα, 4,5 χρόνια μετά ο γιος μου ουρλιάζει στον ύπνο του», ανέφερε η μάρτυρας, δείχνοντας στο δικαστήριο και βίντεο με το ανήλικο αγοράκι της να ζητεί Δικαιοσύνη.

«Ελπίζουμε να σας πουν να φύγετε από τα σπίτια σας όταν πιάσει μια φωτιά», ακούστηκε να λέει, μεταξύ άλλων, το αγοράκι στο βίντεο που έδειξε η εγκαυματίας μητέρα του μέσα στη δικαστική αίθουσα.

Η κ. Αναγνώστου περιέγραψε τις πρώτες στιγμές που βγήκε στη βεράντα του σπιτιού της και έβλεπε, όπως είπε, «μαυρίλα και πράγματα να πετάγονται στον αέρα».

Η μάρτυρας, η οποία είχε έρθει για διακοπές στην Ελλάδα με τον γιο της, είπε: «Μπήκα μέσα και σκέφτηκα ότι αυτό δεν μπορεί να είναι μακριά. Το μόνο που άκουσα εκείνη τη στιγμή ήταν τα λόγια του δημάρχου Ραφήνας που έλεγε πως η φωτιά πάει προς τον Διόνυσο και να μην ανησυχούμε. Ψάχναμε μόνοι μας να δούμε τι γινόταν. Παίρναμε Πυροσβεστική, Αστυνομία. Τα τηλέφωνα είτε δεν απαντούσαν είτε βούιζαν. Σκεφτήκαμε ότι αν υπήρχε κάτι θα μας ειδοποιούσαν».

Συνεχίζοντας, περιέγραψε πώς είδε ξαφνικά τις φλόγες στο σπίτι της. «Άρχιζα να ουρλιάζω και φώναζα το παιδί μου. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Είναι εφιάλτης. "Ντύσου τώρα", του είπα, "φεύγουμε". Έμπαιναν οι φλόγες μέσα από τα παράθυρα. Κανείς δεν μας είπε, αν μας έλεγε θα είχα πάρει το παιδί μου και θα είχαμε φύγει νωρίτερα. Ούτε ένα περιπολικό ούτε μια σειρήνα. Το παιδί είχε τρομάξει. "Μαμά μου, θα πεθάνουμε;", με ρώταγε… Βγήκα, έξω ο πεθερός μου έψαχνε για το αν μπορεί να ανοίγει το γκαράζ, δεν μπορούσε. Οι φλόγες έχουν ξεπεράσει το σπίτι… Το κόκκινο της φωτιάς να έρχεται πάνω σου. Μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει αυτή τη φρίκη από αυτούς που κάθονται εδώ; Κανείς. Ακούω τις βοές της φωτιάς και βλέπω το παιδί μου να τρέχει. Έπεσε πάνω μου και αρχίζει να ουρλιάζει "μαμά, καίγομαι στην πλάτη". Προσπαθούσα να τον σηκώσω και σκιζόταν το δέρμα του… Βρεθήκαμε στον δρόμο και οι φλόγες ήταν στην πλάτη μου. Το μόνο που νιώθουμε είναι τα τοξικά. Στεγνώνουν τα μάτια, δεν μπορείς να δεις. Βράζεις από μέσα και θες να σκάσεις, δεν μπορείς να αντέξεις. Βλέπω το παιδί μου να λιώνουν τα πόδια του, γιατί οι παντόφλες του κόλλησαν στην άσφαλτο. Μου φωνάζει "μαμά μου, σώσε μας". Αν τον έπαιρνα αγκαλιά, θα είχαμε καεί. Δεν πέρναγε τίποτα, καμία βοήθεια και εμείς μόνοι μας να καιγόμαστε. Η μόνη φωνή που ακουγόταν ήταν τα ουρλιαχτά του παιδιού μου. 4,5 χρόνια μετά και φοβάμαι να τον πιάσω».

Η γυναίκα κατά τη διάρκεια της κατάθεσή της δεν άντεχε. Η φωνή της έτρεμε από τη φόρτιση. «Πήρα μεγάλο φορτίo από τη φωτιά. Σιγά σιγά το ένιωθα πιο έντονα. Ένιωθα τις φλόγες να χτυπάνε έντονα. Καπνοί, φλόγες και πύρινες μπάλες. Δεν μπορούσα να ανασάνω, να σταθώ, ένιωθα ότι θα σκάσω. Αφού καιγόμασταν σαν τα ποντίκια έπρεπε να φύγουμε σαν τα ποντίκια, μόνοι, πανικόβλητοι. Ο πεθερός μου με έσερνε, ήμουν λιπόθυμη, πώς να περπατήσεις; Μια τουρίστρια βοήθησε τον γιο μου, είδε τα ποδαράκια του που είχαν λιώσει… Σε ένα μωρό 5,5 ετών να φαίνεται από μέσα το κρέας. Η μόνη βοήθεια ήταν από πολίτες, τουρίστες. Αν δεν ήταν αυτή η τουρίστρια θα είχα χάσει το παιδί μου. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα είχε χάσει τα πόδια του. Βλέπω ότι είναι καμένα και τα δυο χέρια του και μου ζητάει βοήθεια. Μου φώναζε "μαμά μου, δεν με ακούς;". Δεν μπορούσα, τα πόδια μου είχαν πρηστεί, είχαν γεμίσει υγρά», σημείωσε.

Έπειτα, αναφέρθηκε στον κόσμο που είδε συγκεντρωμένο στη θάλασσα και ο οποίος εκλιπαρούσε για βοήθεια, αλλά κανείς δεν ερχόταν.

«Άνθρωποι μέσα στη θάλασσα καμένοι. Κανείς δεν ερχόταν. Αμελητέες οι απώλειες ίσως… Τα παιδιά να ουρλιάζουν. Δεν ήρθε κανείς, παρ’ όλες τις εκκλήσεις. Δεν μπήκα στη θάλασσα για να μη με δει το παιδί μου να πεθαίνω μπροστά του. Δεν με ένοιαζε για μένα. Δεν ήθελα να το δει. Δεν ήθελα να ξέρει ότι η μαμά του πεθαίνει μπροστά του. Προσπαθούσαν να μου μιλήσουν και δεν μπορούσα να ανταποκριθώ. Ο σύζυγός μου ήταν εκτός Ελλάδας και διάβαζε διάφορα σε ιστοσελίδες. Κάποια στιγμή μίλησε με τον πεθερό μου. Εκείνος με ρώτησε αν θα του μιλήσω. Τι να του πω; Δεν προστάτεψα το παιδί μας και κάηκε; Δεν ξέρω πόσους θα βρεις μόλις έρθεις; Ζητούσα να πάρουν το παιδί, δεν με ένοιαζε για εμένα», ανέφερε η γυναίκα.

Η κ. Αναγνώστου αναφέρθηκε στη συνέχεια της κατάθεσής της για τα όσα έζησε όταν πια μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. «Δεν μπορούν πλέον να με μετακινήσουν, έχουν ανοίξει κάποια σημεία στο σώμα μου. Αποφάσισαν να ανέβω. Όπως ανέβαινα καταλάβαινα το υγρό που χόρευε στο σώμα μου. Είχαν ήδη πρηστεί. Το παιδί, το παιδί φώναζα. Ανεβαίνω στην Ποσειδώνος και δεν τους βλέπω πουθενά... Το μόνο που προσευχόμουν ήταν να ζήσει το παιδί μου. Κάποια στιγμή κατά τις 9-9:30 μ.μ., δεν ξέρω, εμφανίζεται ένα βαν –γιατί, ξαναλέω, δεν εμφανίστηκε κανείς όλο αυτό το διάστημα– που ήθελε να μας βάλει μέσα κάποιους ανθρώπους για να φύγουμε. Μπήκαμε τρία άτομα… Φτάσαμε στο Σισμανόγλειο και εκεί ξεκίνησε άλλος Γολγοθάς. Για μας η κατηγορία που έχετε είναι σωματική βλάβη. Αυτό που ζήσαμε εμείς δεν είναι σωματική βλάβη, θανατηφόρος έκθεση λέγεται. Με λούσανε με έναν ορό, δύο παυσίπονα και μετά σε ένα φορείο. Είμαι σε ένα φορείο στον διάδρομο… Δεν ξέρω πού βρίσκανε το κουράγιο να λένε ότι ήταν μια απλή φωτίτσα και να λένε ότι δεν έχουν καεί άνθρωποι», είπε η μάρτυρας, σημειώνοντας ότι στο νοσοκομείο την τοποθέτησαν σε ένα δωμάτιο που είχε ασθενείς με λοιμώξεις.

«…Ήθελαν να σπάσουν τις φουσκάλες με βελόνα, το αποτέλεσμα χειρότερο, όλα κολλήσανε πάνω. Πήγαμε στα επείγοντα στο Γεννηματάς και έρχεται ένας από αυτούς και μου λέει βρίσε με, σφίξε με, αλλά άφησέ μας να κάνουμε τη δουλειά μας. Με τράβαγε, μου τράβαγε το δέρμα μου και έπρεπε να το βγάλουν. Ούρλιαζα από τον πόνο. Να μην μπορώ και να σκέφτομαι ότι αυτό το έχει περάσει και το παιδί μου. Τα ουρλιαχτά μου ακούγονταν μέχρι την είσοδο, δεν μου είχαν δώσει παυσίπονα», είπε η μάρτυρας και συνέχισε: «Ο φόβος του γιατρού ήταν ότι θα μείνω από καρδιά εκεί από τον πόνο. Να ουρλιάζω και με τα νυστέρια να με καθαρίζουν… Τη δεύτερη ημέρα έπρεπε να μου κάνουν αλλαγή, είχαν πάρει μεγάλες σκουπιδιών και πετάγανε εκεί μέσα ό,τι έβγαινε. Γάζες, επιδέσμους, τις σάρκες μου. Και εγώ σκεφτόμουν τι έχει περάσει το παιδί μου. Και ακούω στην τηλεόραση όλα τα κάναμε καλά και με τον ίδιο τρόπο θα τα ξανακάναμε. Οι νεκροί και εμείς είναι η απόδειξη ότι όλα έγιναν τέλεια. Και μας λένε ότι με τον ίδιο τρόπο θα τα ξανάκαναν. Τους είπα: "στείλτε με στη Βουλή να δούνε πόσο καλά τα κάνανε". Δεν μπορούσα πια να μιλήσω, ήμουν σε καταστολή, καμένη σε όλο το σώμα, το πρόσωπο, παραμορφωμένη. Να χτυπάνε οι φλέβες, να νιώθω τα πάντα να τεντώνουν και να μαζεύουν. Με είχαν γεμίσει με σωληνάκια. Ό,τι δεν κάηκε από τη φωτιά, κάηκε από τα φάρμακα. Με τη λοίμωξη έγινε ακόμη χειρότερο… Με έστειλαν Θριάσιο. Και όσο εγώ είμαι εκεί, το παιδί μου ήταν στο "Αγία Σοφία" και έψαχνε τη μαμά του. Αντέχε με καμένη την πλάτη, τα χέρια του και τα πόδια. Το μωρό. Ένα παιδί χαρά Θεού. Καταλάβαινε τα πάντα. Ρώταγε γιατί δεν μου μιλάει η μαμά μου. Και έπρεπε να ακούσει ότι η μαμά του πεθαίνει. Και του έλεγαν ότι κοιμάμαι. "Πόσο θα κοιμάται;", ρώταγε. Πέρασαν έτσι τρεις εβδομάδες... Όλα αυτά τα περνάγαμε για μήνες. Και τα περνάμε ακόμη. Μέρα παρά μέρα έπρεπε να μου ανοίγουν τα τραύματα να τα καθαρίζουν. Είχα καεί μέχρι το κόκαλο. Με τις τανάλιες τραβάγανε ό,τι δεν είχε δέσει. Ούρλιαζα και δαγκωνόμουν. Πέρασα έναν μήνα και έτσι, σε ακινησία, με όλα αυτά και να μαθαίνω μόνο πως εμείς από θύματα είχαμε γίνει θύτες. Πως εμείς φταίγαμε. Δυο μήνες μετά το παιδί το βγάλανε από το νοσοκομείο και είναι σε κατ’ οίκον νοσηλεία… Οι σωματικές βλάβες θα μας κυνηγούν εσαεί, γιατί εμείς είμαστε εσαεί ασθενείς, δεν θα μπορούμε να έχουμε φυσιολογική ζωή, θα πρέπει να κάνουμε χειρουργεία. Ένα παιδί 5,5 ετών που έχει μια ζωή που μόνο παιδική δεν είναι. Δεν μπορούσε να παίξει, να κολυμπήσει. Να ουρλιάζει στον ύπνο του, να έχει εφιάλτες, να το ξαναζεί ξανά και ξανά όπως και εμείς. Ακόμη και σήμερα λέει ότι ποτέ δεν θα είναι ο ίδιος. Τι να του πω; Ρωτάει "γιατί" για τα άλλα παιδάκια. Ούτε μια συγγνώμη, τίποτα. Κάποια στιγμή είπα στους γιατρούς φτάνει. Αφήστε με. Βιασμός σώματος και ψυχής ξανά και ξανά. Το ίδιο βάσανο. Κόλαση. Δεν έφτανε αυτή η κόλαση της φωτιάς, έπρεπε να ζήσουμε την κόλαση των νοσοκομείων. Εμείς που καήκαμε μας άφησαν να καούμε, μας είχαν κλείσει τους δρόμους για να μη φύγουμε, δεν μπήκανε μέσα ποτέ. Κανένας πια από μας το βράδυ δεν κοιμάται καλά. Σωματικές βλάβες και κάποιοι θάνατοι, παράπλευρες απώλειες, δεν ξέρω. Επί δύο χρόνια το παιδί μου ξύπναγε ματωμένο, έσταζαν τα αίματα… Έξυνε τα τραύματά του. Ακόμη και τώρα γίνεται αυτό, μέσα στον ύπνο του, γιατί το σώμα του δεν είχε αποκατασταθεί. Όσο μεγαλώνει, όσο τεντώνει το δέρμα του σκίζεται. Αυτό ποιος θα το δικαιώσει; Ποιος θα τον κάνει καλά; Εμένα δεν με νοιάζει. Έχω μπροστά μου χειρουργεία με μοσχεύματα, πέντε με έξι και αν πιάσουν τα μοσχεύματα - δεν θέλω να τα κάνω να μην τα δει ο γιος μου. Γιατί θα χρειαστεί και εκείνος να τα κάνει. Το μόνο που μπορώ να σας ζητήσω όλος αυτός ο πόνος του γιου μου να μη μείνει έτσι, όπως και των άλλων παιδιών. Πρέπει να γίνει κάτι και να μην ξανασυμβεί, αυτό μου ζήτησε ο γιος μου...».

Η δίκη συνεχίζεται.


Πηγή: protothema. gr