Νέες συγκλονιστικές μαρτυρίες δόθηκαν σήμερα στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας για την υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι.

Ο μάρτυρας Άρης Γραικιώτης στη δίκη για το Μάτι κατέθεσε στο δικαστήριο πως χωρίστηκαν με τη σύντροφό του, Στέλλα, με αποτέλεσμα εκείνη να καεί.

Το ζευγάρι βρισκόταν αρχικά στο σπίτι του στο Κόκκινο Λιμανάκι όταν αντιλήφθηκε φωτιά πίσω από το βουνό στις 16:45. Μια βόλτα με τη μηχανή τούς οδήγησε ψηλά στο βουνό, από το οποίο έφυγαν ανήσυχοι αλλά βέβαιοι ότι η φωτιά κατευθύνεται αλλού. «Αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο Μάτι, υπήρχε ανησυχία, αλλά όχι πολλή», είπε ο μάρτυρας.

Ο Άρης και η Στέλλα έφτασαν στο σπίτι τους, πήραν κάποια πράγματα και η σύντροφός του μπήκε στο αμάξι, ενώ εκείνος θα έφευγε με τη μηχανή. «Ήταν μια ανηφόρα, δεν βλέπαμε στο ενάμισι μέτρο από τον καπνό. Πήραμε 2-3 πράγματα και βγήκαμε έξω. Η μηχανή μου ήταν προς Ραφήνα, το αμάξι της Στέλλας ήταν παρκαρισμένο προς τη Νέα Μάκρη. Πήρα τη μηχανή και πήγα προς το Κόκκινο Λιμανάκι που είχαμε δώσει ραντεβού. Η Στέλλα έκανε μια διαδρομή για να βγει στη Λεωφόρο δημοκρατίας για να βγει στο Κόκκινο Λιμανάκι. Εγώ πηγαίνοντας με τη μηχανή συνάντησα τον φίλο μου τον Παναγιώτη, του λέω "Πού πας; Φύγε!". Δεν με άκουσε, μπήκε στο σπίτι. Πήγα στο κόκκινο λιμανάκι και περίμενα τη Στέλλα. Την παίρνω τηλέφωνο εφτά παρά δύο λεπτά το απόγευμα. Μου απάντησε ότι άφησε το αμάξι. Ότι έχει φοβερή φωτιά. Την έπαιρνα, καλούσε, αλλά δεν μου απάντησε. Έκανα 3-4 κλήσεις. Σκέφτηκα ότι θα έτρεχε και δεν μπορούσε να απαντήσει. Καθώς ήμουν στο Κόκκινο Λιμανάκι, είδα 2-3 δέντρα να φουντώνουν. Τα αυτοκίνητα είχαν μπλοκάρει».

Ο μάρτυρας περιέγραψε πως τελικά βρέθηκε σε κάτι βράχια, όπου τον περισυνέλεξε ένα φουσκωτό με το οποίο έκαναν διαδρομές, κατά τις οποίες διασώθηκαν κάποια άτομα, ωστόσο σε μία από αυτές τις διαδρομές συνέλεξαν το άψυχο κορμάκι της Εβίτας Φύτρου που είχε πέσει από τα βράχια.

«Πηγαίνοντας σε κάποια βράχια, μας φώναξαν κάποιοι άνθρωποι και πήγαμε προς τα εκεί. Ο ένας ήταν καμένος, δεν ήξερα πού να τον πιάσω να μην πονάει. Ξαναγυρίσαμε στη Ραφήνα. Πήγαμε να επιστρέψουμε και ο λιμενικός που βρισκόταν στο φουσκωτό δέχτηκε κλήση να πάμε σε μια παραλία γιατί υπήρχε άνθρωπος που είχε πεθάνει. Ήταν το κοριτσάκι που είχε πέσει από τα βράχια. Πήγαμε εκεί, εγώ δεν άντεξα να βγω. Παραλάβαμε το κοριτσάκι. Το βάλαμε στο φουσκωτό. Πήγαμε στη Ραφήνα. Εγώ ρωτούσα αν είχε δει κανείς τη Στέλλα. Είχαν περάσει 2 με 2,5 ώρες».

Η κόρη της Στέλλας, Παναγιώτα Νικολάου, κατέθεσε για την τελευταία επικοινωνία με τη μητέρα της. «Όταν την πήρα τηλέφωνο βρισκόταν με τον σύντροφό της τον Άρη και ήταν στον Βουτζά. Την άκουγα ήρεμη, όχι φοβισμένη. Τους είπα να φύγουν. "Θα φύγουμε, φοβάμαι τη φωτιά, δεν θέλω να καώ". Δεν της ξαναμίλησα έκτοτε», είπε συγκινημένη.

«Πήγαινα κάθε μέρα στο Μάτι και φώναζα μαμά»

Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε και η δεύτερη κόρη του θύματος Αθηνά Νικολάου. «Κατά τις 18:00 με καλεί για να με ενημερώσει για κάτι. Της λέω θα σε πάρω σε μισή ώρα. Καλώ, δεν τη βρίσκω. Επικοινωνώ με την αδελφή μου και μου λέει ότι η φωτιά έχει φτάσει στο Μάτι και δεν ξέρουν πού είναι. Πηγαίναμε στα νοσοκομεία που υπάρχουν θύματα. Είδα πτώματα καμένα. Μήπως η μαμά μου ήταν εκεί. Δεν ήταν προφανώς. Είχα ακούσει ότι σε ένα οικόπεδο είχαν βρεθεί πολλά άτομα. Πήγα εκεί. Είδα πεταμένα πράγματα από ανθρώπους, έπιασα ένα κλειδί καμένο, το άφησα κάτω. Δεν είδα κάτι της μητέρας μου προφανώς. Έδωσα δείγμα DNΑ, πήγαινα κάθε ημέρα στο Μάτι, φώναζα μαμά παντού. Μας ενημέρωσαν ότι η μητέρα μου είχε ταυτοποιηθεί στο κτήμα Φράγκου».

Οργισμένη η μάρτυρας Αγγελική Κωνσταντάκη κατέθεσε ότι εγκατέλειψε τη μητέρα της. «Με καταδίκασαν να έχω τύψεις ότι εγκατέλειψα τη μητέρα μου και να το έχω βάρος σε όλη μου τη ζωή. Χάσαμε φίλους, γείτονες και δυστυχώς δεν ακούσει από κανέναν συγγνώμη. Όλα τα έκαναν πολύ καλά. Αν δεν ήταν καλά καμωμένα, τι θα γινόταν! Τώρα έχουμε 104 νεκρούς και 54 σοβαρά τραυματίες», είπε η Αγγελική Κωνσταντάκη, που έχασε τη μητέρα της στη φωτιά και τραυματίστηκε η ίδια.

«Πέντε παρά δέκα με πήρε μια φίλη από τον Βουτζά και μου λέει φεύγω από το σπίτι γιατί έχει φωτιά στο Νταού και φοβάμαι. Το σπίτι μου βρίσκεται 20 μέτρα από τον παραλιακό δρόμο. Ανέβηκε ο άντρας μου στην ταράτσα, δεν έβλεπε κάτι ανησυχητικό. Κάποια στιγμή γύρω στις 6 ακούσαμε ότι υπάρχει φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη. Έκανε δηλώσεις ο κ. Μπουρνούς ότι δεν κινδυνεύει το Μάτι. Η κάπνα γίνεται πολύ έντονη. Έπεσε το ρεύμα και πήγαμε να φύγουμε στις 18:20. Έβαλα τα παιδιά και τη μητέρα μου στο αμάξι να πάμε στη θάλασσα. Βλέπω στο λιμάνι ότι έχει πολλά αυτοκίνητα, διώχνω τα παιδιά από το αμάξι και κάνω επιτόπου να πάω προς Ραφήνα. Βλέπω κι εκεί ακινητοποιημένα αμάξια. Ξέροντας το Μάτι άφησα το αμαξι μου σε μια πολυκατοικία. Πήρα τη μητέρα μου και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε», είπε η μάρτυρας.

Σε λίγα δευτερόλεπτα «άρχισε να βρέχει καύτρες» κάνοντας την κατάβαση προς τη θάλασσα δυσκολότερη. «Οδήγησα τη μάνα μου προς τα σκαλιά και λίγο πριν σκόνταψε κι έπεσε. Ο άντρας μου κατάλαβε ότι υπάρχει θέμα. Γυρίζει να με βοηθήσει να πάρουμε τη μητέρα μου. Εκείνη την ώρα μας έπιασε μεγάλη φωτιά, άρπαξα κι εγώ φωτιά, καιγόμουν και δεν υπήρχε κανείς κοντά. Ο άντρας μου δεν μπορούσε να τη μετακινήσει. Όταν ο άντρας μου είδε ότι δεν μπορούσαμε να σώσουμε τη μητέρα μου, με άρπαξε για να σώσει εμένα. Με κατέβασε σε μια μικρή παραλία. Ήταν κάμποσος κόσμος εκεί. Με έβαλαν μέσα στη θάλασσα. Κάθισα λίγη ώρα κι επειδή είχα αφόρητους πόνους από το έγκαυμα βγήκα».

Όπως είπε η γυναίκα, έμεινε για έξι ώρες στη θάλασσα, γνωρίζοντας ότι η μητέρα της είχα πλέον χαθεί. «Ήξερα ότι έχω τη μητέρα μου από πάνω κι εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Άκουγα εκρήξεις, ανθρώπους να φωνάζουν ονόματα ψάχνοντας τους δικούς τους. Έμεινα εξι ώρες εκεί. Κατά τις 12:30 τη νύχτα ήρθαν κάποιοι με φακούς να μας πάρουν για να μας βγάλουν από εκει. Άρχισαν κάποιες εκρήξεις.

Επειδή δεν μπορούσα να ξαναμπώ στη θάλασσα, με έβαλαν σε μια καρέκλα και με πέταξαν σε φουσκωτό και με πήγαν στη Ραφήνα. Πήγα περπατώντας στο λιμάνι από το σημείο που μας άφησαν. Δεν είχα κανέναν. Οι γιοι μου έφτασαν περπατώντας και κολυμπώντας στη Νέα Μάκρη. Τους περιέθαλψε ένας καθηγητής τους», ανέφερε.

Κλείνοντας την κατάθεσή της, η κ. Κωνσταντάκη είπε με δάκρυα στα μάτια:

«Εγώ βρέθηκα μόνη, καμένη, πονεμένη και μη ξέροντας τι έχει γίνει. Συναντούσα φίλους γνωστούς, καμένους, πονεμένους, που έψαχναν να βρουν όλοι τι έγινε. Κανείς δεν είχε συνειδητοποιήσει τι έχει γίνει και γιατί έχει γίνει. Άρχισαν να φέρνουν σάκους για πτώματα. Δεν ήξερα αν ήταν η μαμά μου μέσα. Ο άντρας μου πήγε στο σημείο που ήταν η μητέρα μου. Τη βρήκε και οδήγησε εκεί κάποιους αστυνομικούς και γύρισε σπίτι μας. Το επόμενο πρωί είπα να βρω έναν γιατρό να μου δέσει το πόδι. Όταν με είδε ο γιατρός με έστειλε στο Γεννηματά. Έμεινα 17 ημέρες. Βίωσα πάρα πολύ δύσκολα πράγματα».

Όσα γνωρίζει για τον θάνατο του αδελφού του από τη φωτιά περιέγραψε ο Αντώνης Κάκαρης. «Πληροφορήθηκα το γεγονός από κόρη συντρόφου αδελφού μου. Τον ψάχναμε, κάναμε αναρτήσεις, μέσω φίλων, γνωστών. Ήταν αλεξιπτωτιστής, δυνατός, θεωρούσα αδύνατον να πάθει κάτι. Ψάχναμε πέντε ημέρες που ήταν αγνοούμενος μέχρι που έγινε ταυτοποίηση. Μάθαμε ότι κατευθύνθηκε προς θάλασσα, με αποτέλεσμα να πέσει στο μποτιλιάρισμα. Δυστυχώς με όλα αυτά που έγιναν, έχασε τη ζωή του, στην Ποσειδώνος. Όπως και η σύντροφος. Εγκλωβίστηκε, περπάτησε προς θάλασσα και δεν κατάφερε να γλιτώσει».