Το τελευταίο «αντίο» στον Γιάννη Διακογιάννη, που έφυγε από τη ζωή την περασμένη Τρίτη, λένε αυτήν την ώρα εκατοντάδες φίλοι, συνάδελφοι και συγγενείς στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

«Αποχαιρετούμε έναν μεγάλο παράγοντα του αθλητισμού, αλλά πάνω απ' όλα μια κορυφαία προσωπικότητα», δήλωσε ο υφυπουργός Αθλητισμού, Λευτέρης Αυγενάκης.

Ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος ανέφερε συγκινημένος ότι «τέτοια μέρα και ώρα, στις 16 Δεκεμβρίου 2015, είχα παρασημοφορήσει με το παράσημο του Τάγματος του Χρυσού Φοίνικα τον εκλιπόντα, ως ένδειξη τιμής και αναγνώρισης στο έργο του».

Ο Αντώνης Αντωνιάδης θυμήθηκε ότι την περίοδο του Γουέμπλεϊ η αποστολή του Παναθηναϊκού χρησιμοποιούσε τον Διακογιάννη και ως διερμηνέα, ενώ ο Πάνος Σόμπολος τον χαρακτήρισε ως τη μεγαλύτερη μορφή της ελληνικής αθλητικής δημοσιογραφίας. Σημείωσε δε ότι ήταν μαζί επί σειρά ετών στην κρατική τηλεόραση και δεν παρέλειψε να καταγράψει τη μαρτυρία του για τον μεγάλο θρήνο στη Θύρα 7 το 1981. Ομοίως ο Νίκος Σαργκάνης εξήρε το ήθος και την αγάπη του για τους ποδοσφαιριστές, τον στίβο και τους συναδέλφους δημοσιογράφους, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του για τη συμβολή του εκλιπόντος στη συγγραφή των βιβλίων του.




Η πορεία του

Ο Γιάννης Διακογιάννης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιανουαρίου 1931. Ασχολήθηκε με τον αθλητισμό από την εφηβική ηλικία, με ιδιαίτερη αδυναμία στον στίβο. Σπούδασε μουσική στη Γαλλία, όμως τελικά τον κέρδισε η δημοσιογραφία. Κάλυψε με ανταποκρίσεις του πάρα πολλές κορυφαίες διοργανώσεις, μεταξύ των οποίων Παγκόσμια Κύπελλα ποδοσφαίρου (ξεκινώντας από αυτό του 1954 στην Ελβετία), διεθνείς αγώνες και Παγκόσμια Πρωταθλήματα στίβου, τελικούς αγώνες διασυλλογικών ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων (όπως του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 μεταξύ Άγιαξ και Παναθηναϊκού) και άλλα. Το Μουντιάλ της Γαλλίας, το 1998, ήταν το τελευταίο που περιέγραψε τηλεοπτικά.

Το 2004 υπήρξε σχολιαστής στους αγώνες της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου ανδρών στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, όταν και το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα κατέκτησε το τρόπαιο.

Από τον Σεπτέμβριο του 1966 έως το 1983 ήταν ο βασικός παρουσιαστής της εβδομαδιαίας αθλητικής τηλεοπτικής εκπομπής «Αθλητική Κυριακή» (αρχικά «Αθλητικά Νέα»), ενώ τον Σεπτέμβριο του 1969 είχε παρουσιάσει το 9ο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Αθλητισμού, που διεξήχθη στο Στάδιο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» και αποτέλεσε την πρώτη μετάδοση αγώνων στίβου από ελληνικό τηλεοπτικό συνεργείο.

Εργάσθηκε επίσης σε ιδιωτικό κέντρο αθλητικού ρεπορτάζ ως καθηγητής δημοσιογραφίας. Από τα έργα του ξεχωρίζουν το τετράτομο «100 Χρόνια Ποδόσφαιρο» (Μίλητος, 2006), το «60 Χρόνια Μουντιάλ» (Λιβάνης, 1990), το «Οι Μεγάλες Μορφές του Αθλητισμού» (Κάκτος, 1979) κ.ά. Ήταν, ακόμη, παραγωγός μουσικών ραδιοφωνικών εκπομπών. Κόρη του (υιοθετημένη) ήταν η δημοσιογράφος Ρίκα Βαγιάννη, η οποία «έφυγε» από τη ζωή νικημένη από τον καρκίνο τον Αύγουστο του 2018.

Υπήρξε ο πρώτος που τιμήθηκε για την εν γένει προσφορά του με το βραβείο «Ελένη Βλάχου» το 2003, ως δημοσιογράφος των «Νέων». Αποτελεί πιθανότατα τον μοναδικό Έλληνα αθλητικό δημοσιογράφο του οποίου το επώνυμο περιλήφθηκε σε στίχο τραγουδιού (Πώς μας ενώνει και πώς μας δονεί του Διακογιάννη η φωνή), συγκεκριμένα στο «Αρχίζει το ματς», σύνθεσης και εκτέλεσης του Λουκιανού Κηλαηδόνη το 1979.

Τον Δεκέμβριο του 2015 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, απένειμε στον Γιάννη Διακογιάννη τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος σε ειδική τελετή στο Προεδρικό Μέγαρο για την προσφορά του στην αθλητική δημοσιογραφία.

Τον Ιανουάριο του 2017 ο Διακογιάννης παραδέχθηκε για πρώτη φορά δημόσια ότι είναι οπαδός του Παναθηναϊκού, σε εκδήλωση του Δήμου Βύρωνα για την παρουσίαση του βιβλίου του παλαιού ποδοσφαιριστή Δημήτρη Θεοφάνη. Ο Διακογιάννης δήλωσε: «Παναθηναϊκός είμαι, Αθηναίος είμαι, Παναθηναϊκός είμαι. Έχω γνωρίσει τον Απόστολο Νικολαΐδη».