Την ανάγκη να καθιερωθεί η καθολική συνταγογράφηση για τα φάρμακα που είναι σε έλλειψη, τόνισε ο καθηγητής προληπτικής και κοινωνικής ιατρικής, κ. Γιάννης Τούντας. Ειδικότερα ο κ. Τούντας, μιλώντας στα Παραπολιτικά 90,1 Fm και στην εκπομπή «Στον αέρα» με τη δημοσιογράφο Νίκη Λυμπεράκη, τόνισε για την έλλειψη φαρμάκων: «Η έλλειψη φαρμάκων είναι πάντα ένα σοβαρό πρόβλημα, απλώς νομίζω ότι έχει πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις η ανησυχία απ' ό,τι θα έπρεπε και αυτό είναι κακός σύμβουλος, διότι οδηγεί πολλούς συμπολίτες μας να πηγαίνουν να αγοράζουν φάρμακα για να τα στοκάρουν στο σπίτι φοβούμενοι τις ελλείψεις και αυτό μετά τις επιτείνει. Η δική μου πρόταση είναι να μπει καθολική συνταγογράφηση για τα φάρμακα που είναι σε έλλειψη, εκεί δηλαδή να υπάρχει ένας έλεγχος ώστε να μην υπάρχει η πρωτοβουλία του καθένα να πηγαίνει να αγοράζει χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος τα φάρμακα αυτά.

Το πρόβλημα των ελλείψεων υπήρχε διαχρονικά, διότι υπάρχουν πολλές στρεβλώσεις στην αγορά μας, μεταξύ των οποίων είναι και το γεγονός ότι έχουμε εξαιρετικά χαμηλές τιμές στα φάρμακα, σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβολικές και αυτό οδηγεί στις λεγόμενες παράλληλες εξαγωγές».

Ερωτηθείς γιατί δεν είναι καλό να έχουμε χαμηλές τιμές στα φάρμακα, ο κ. Τούντας τόνισε: «Γιατί αν είναι εξαιρετικά χαμηλές, έχουμε ένα πρόβλημα ότι συμφέρουν κάποιους, κυρίως φαρμακαποθήκες, να τα εξάγουν σε χώρες με πολύ υψηλότερες τιμές και αυτό το επιτρέπει μεν η ελεύθερη διακίνηση αγαθών στην Ε.Ε., το απαγορεύει όμως η ελληνική νομοθεσία. Και ήδη υπάρχει απαγόρευση 260 φαρμάκων και μάλιστα η πρώτη φορά που καθιερώθηκε η απαγόρευση εξαγωγών ήταν επί της προεδρίας μου το 2010-13 στον ΕΟΦ. Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι όταν έχεις πολύ χαμηλές τιμές, κάποια φάρμακα δεν τους συμφέρουν να τα φέρουν και να τα πουλάνε στην Ελλάδα, άρα δεν τα φέρνουν στη χώρα μας και έτσι επιτείνονται οι ελλείψεις. Το τρίτο πρόβλημα είναι ότι όταν έχεις πολύ χαμηλές τιμές, κάποιες ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες που παράγουν αυτά τα φάρμακα δεν είναι βιώσιμες. Αυτή τη στιγμή έχουμε φάρμακα τα οποία έχουν τη χαμηλότερη τιμή από όλες τις χώρες της Ε.Ε., ενώ η νομοθεσία έλεγε ότι πρέπει να είναι στον μέσο όρο των τριών χαμηλότερων τιμών, αυτό έχει ξεπεραστεί δυστυχώς στην πράξη.  Εδώ έχουμε ένα ζήτημα τιμολογιακής πολιτικής, γιατί δυστυχώς αντί να εφαρμόζουμε όλα αυτά τα χρόνια μια πολιτική για το φάρμακο, εφαρμόζει η εκάστοτε κυβέρνηση μια πολιτική για τη φαρμακευτική δαπάνη. Το πώς θα συγκρατήσει δηλαδή τη φαρμακευτική δαπάνη, η οποία όντως είχε εκτοξευτεί πριν από 15 χρόνια, αλλά αν περιορίζουμε την πολιτική μας μόνο στις τιμές, που είναι η εύκολη λύση, μετά οδηγούμαστε σε όλες αυτές τις παρενέργειες».

Ερωτηθείς για ποιο λόγο ήταν τόσο δύσκολο να καταστεί υποχρεωτική η συνταγογράφηση των αντιβιώσεων, σημείωσε: «Πολλά πράγματα τα οποία τα θεωρούμε εύκολα στον χώρο της υγείας και ενώ πολλά πράγματα θα έπρεπε να έχουν αλλάξει, που δεν έχουν αλλάξει δυστυχώς, δεν γίνεται αυτό διότι υπάρχουν διαχρονικά μεγάλα συμφέροντα γύρω από αυτές τις παθογένειες. Όταν έχουμε υψηλή κατανάλωση αντιβιοτικών, έχουμε και υψηλά κέρδη και στις εταιρείες που τα προμηθεύουν και στα φαρμακεία που τα πουλάνε χωρίς συνταγή γιατρού, άρα συμφέρει τους πάντες πλην των ασθενών. Είναι προβλήματα για τα οποία χρειάζεται περισσότερη πολιτική βούληση και μεγαλύτερη κατανόηση από τον πολίτη για την αναγκαιότητα αυτών των μέτρων».

Για τα μέτρα του υπουργείου ο κ. Τούντας ανέφερε: «Τα μέτρα που εξήγγειλε το υπουργείο πρόσφατα είναι σε σωστές κατευθύνσεις ορισμένα από αυτά, μιλάει για έναν εξορθολογισμό στις τιμές στα πολύ χαμηλά φάρμακα, μιλάει για την ανάγκη να ενισχύσουμε τα γενόσημα που και εδώ είναι μια άλλη παθογένεια. Ενώ έχουμε γενόσημα και μάλιστα ελληνικά παραγόμενα, που είναι πολύ καλά και αποτελεσματικά, έχουμε ένα πολύ μικρό ποσοστό της αγοράς. Σε ό,τι αφορά τη συνταγογράφηση, το 5ο μέτρο που ανακοίνωσε η κυβέρνηση είναι η επέκταση της συνταγογράφησης λέει στα γενόσημα. Εγώ θα έλεγα ότι εκτός από τα γενόσημα να περιλάβει και τα φάρμακα που είναι σε έλλειψη».   

Ερωτηθείς αν τα γενόσημα φάρμακα είναι το ίδιο αποτελεσματικά με τα πρωτότυπα, δήλωσε: «Είναι το ίδιο αποτελεσματικά με την έννοια ότι έχουν την ίδια δραστική ουσία, έχουν περάσει τα ίδια τεστ αξιολόγησης γιατί είναι πολύ αυστηρά τα τεστ αξιολόγησης που γίνονται, όλη η διαδικασία είναι σε ευρωπαϊκό επίπεδο και από πλευράς ΕΟΦ με πολύ αυστηρά κριτήρια, άρα δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας αν πάρουμε ένα γενόσημο αντί για ένα πρωτότυπο, αντίθετα θα βγούμε κερδισμένοι οικονομικά. Υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις κυρίως σε ορισμένες χρόνιες παθήσεις που ο οργανισμός έχει συνηθίσει και ανταποκρίνεται καλά σε κάποιο συγκεκριμένο πρωτότυπο φάρμακο, εκεί μόνο, και επαναλαμβάνω σε πολύ λίγες περιπτώσεις, επιβάλλεται η συνέχιση με το πρωτότυπο φάρμακο».

Ερωτηθείς ποιοι δεν θέλουν τα γενόσημα απάντησε: «Έχουν μικρότερο κέρδος, όσο πιο ακριβό είναι το φάρμακο τόσο περισσότερο κερδίζει και ο φαρμακοποιός. Είναι και αυτό ένα από τα προβλήματα, δηλαδή θα έπρεπε να δοθούν κίνητρα στους φαρμακοποιούς να αμείβονται. Θα μπορούσε η αμοιβή των φαρμακοποιών να γίνεται στη βάση της συνταγής και όχι στη βάση της αξίας του φαρμάκου. Θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν οι απώλειες που υπάρχουν από την προώθηση των γενοσήμων με άλλα οικονομικά κίνητρα, γιατί δεν μπορούμε να πλήξουμε αυτή τη στιγμή το εισόδημα των φαρμακοποιών».

Ερωτηθείς αν η χρήση γενοσήμων θα τελείωνε το πρόβλημα στις ελλείψεις στα φαρμακευτικά σκευάσματα  αυτή την περίοδο δήλωσε: «Ναι, σε ένα μεγάλο βαθμό θα βοηθούσε, θα μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να καλύψουν αυτό το κενό, όχι απόλυτα όμως, δεν είναι το μόνο μέτρο. Τα μέτρα πρέπει να είναι από πολλές κατευθύνσεις».  

Ερωτηθείς αν είναι αισιόδοξος ότι θα λειτουργήσουν τα μέτρα που ελήφθησαν, απάνησε: «Είμαι αισιόδοξος γιατί τα μέτρα αυτά είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Βέβαια εγώ θα τα συμπλήρωνα με την ανάγκη για πρωτόκολλα, με την ανάγκη να δούμε την ηλεκτρονική συνταγογράφηση και να εντοπίσουμε μέσα από τα στοιχεία της τις μαύρες τρύπες που υπάρχουν, να κάνουμε μια άλλη τιμολογιακή πολιτική στα φθηνά φάρμακα, αυτά είναι απαραίτητα, αλλά γενικά τα μέτρα είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Τώρα αν θα αποδώσουν μέσα στον έναν μήνα που ανέφερε το υπουργείο ή αν θα μας πάρει παραπάνω, εγώ θα έλεγα ότι ο ένας μήνας είναι υπεραισιόδοξη εκτίμηση, αλλά θεωρώ ότι μέσα στο επόμενο διάστημα, 2-3 μηνών, θα έχουμε αποτελέσματα».