«Greek Mafia»: H απαλλαγή, τα κακουργήµατα, η δικογραφία και οι αποµαγνητοφωνήσεις - Το κοµβικό σηµείο στην εξέλιξη της δίκης
H αγόρευση του εισαγγελέα και η καταγραφή συνομιλιών χωρίς προηγούμενη άρση του απορρήτου
Μια δικογραφία σπασµένη στα δύο. Μια υπόθεση που χρονολογείται από το διάστηµα 2015-2017. Μια αθωωτική κρίση και µια ανάκριση σε εξέλιξη, που, όσο συνεχίζεται, τίποτα δεν έχει τελειώσει, ειδικά για τα πιθανά κακουργήµατα που ενδεχοµένως έχουν διαπραχθεί. Η επονοµαζόµενη υπόθεση της «Greek Mafia» έριξε πριν από λίγες μέρες αυλαία στην πρώτη δίκη που διενεργήθηκε στο Τριµελές Εφετείο Πληµµεληµάτων. Αφορούσε κατηγορίες πληµµεληµατικού χαρακτήρα και συγκεκριµένα αδικήµατα, όπως παράβαση καθήκοντος, δωροδοκία υπαλλήλου κ.ά. Το δικαστήριο έκρινε όλους τους κατηγορουµένους, 19 συνολικά, αθώους, είτε οµόφωνα είτε κατά πλειοψηφία, διαπιστώνοντας µια σειρά από πληµµέλειες στη δικογραφία και την έλλειψη επαρκών αποδεικτικών µέσων. Ωστόσο, το σκέλος που αφορά τις κακουργηµατικές κατηγορίες της εγκληµατικής οργάνωσης, της εκβίασης και της δωροληψίας εκκρεµεί, καθώς σε εξέλιξη βρίσκεται ακόµη η κύρια ανάκριση, µε τον πυρήνα των εµπλεκόµενων προσώπων να είναι ο ίδιος.
Η δικογραφία σχηµατίστηκε έπειτα από έρευνα της ΕΥΠ την περίοδο 2015- 2017 σχετικά µε διαφθορά στο εσωτερικό της Αστυνοµίας και την κατανοµή των εισπράξεων από εκατοντάδες οίκους ανοχής και χαρτοπαικτικές λέσχες στην Αθήνα στα µέλη του κυκλώµατος. Το πόρισµα είχε παραδοθεί από τον τότε διοικητή της ΕΥΠ στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Μεταξύ άλλων, περιλάµβανε και αποµαγνητοφώνηση χιλιάδων τηλεφωνικών παρακολουθήσεων της ΕΥΠ (90 CD) και φωτογραφικά πειστήρια µε τους εµπλεκοµένους στη δικογραφία από συναντήσεις και συναλλαγές σε δηµόσιους χώρους. Στα ονόµατα που περιλαµβάνονταν στη δικογραφία βρισκόταν, µεταξύ άλλων, και ο επονοµαζόµενος «τραπεζίτης» του µαύρου χρήµατος, ∆ηµήτρης Μάλαµας, που δολοφονήθηκε τον Νοέµβριο του 2019 στο Χαϊδάρι, αλλά και αστυνοµικοί, εν ενεργεία και απόστρατοι, δικηγόροι και δικαστικοί υπάλληλοι, οι οποίοι φέρονται να «εξαφάνιζαν» δικογραφίες προσώπων που εµπλέκονταν στην υπόθεση. Τότε, άρχισε η δικαστική διερεύνηση.
Ολοι οι κατηγορούµενοι στις απολογίες ενώπιον του δικαστηρίου αρνήθηκαν τις κατηγορίες.
Κοµβικό σηµείο στην εξέλιξη της δίκης έπαιξαν οι «εκθέσεις αποµαγνητοφώνησης» που αφορούν τις συνοµιλίες των εµπλεκόµενων προσώπων, που αποτέλεσαν σηµαντικό κοµµάτι της δικογραφίας. Η έδρα στην έναρξη της δίκης διαπίστωσε ότι δεν είχαν συµπεριληφθεί στη δικογραφία παρά µόνο χειρόγραφες σηµειώσεις. Στη συνέχεια, και συγκεκριµένα µετά την επανέναρξη της ακροαµατικής διαδικασίας, τον περασµένο Σεπτέµβριο, διαπιστώθηκε πως µεγάλος αριθµός συνοµιλιών δεν µπορούσε να ληφθεί υπ’ όψιν από το δικαστήριο, καθώς δεν είχαν εκδοθεί οι απαιτούµενες διατάξεις για την άρση απορρήτου.
Παράλληλα, σε µία από τις συνεδριάσεις του δικαστηρίου ο εισαγγελέας της έδρας είχε αναφερθεί σε καταγεγραµµένη επαφή του κατηγορούµενου αξιωµατικού µε δικαστικό. Βέβαια, το ζήτηµα ήταν πως στα έγγραφα της ΕΥΠ δεν αναφερόταν κανένα στοιχείο του δικαστικού ή κάποιος αριθµός τηλεφώνου που να αντιστοιχεί σε αυτόν.
«Συγκρατούµαι µετά βίας», είχε τονίσει ο εισαγγελέας της έδρας, συµπληρώνοντας «αλήθεια ντρέποµαι», αφήνοντας αιχµές για τις αποµαγνητοφωνήσεις της ΕΥΠ και τον τρόπο που η δικογραφία έφτασε στο ακροατήριο.
Πλέον, το ενδιαφέρον στρέφεται στις εξελίξεις όσον αφορά τις κακουργηµατικές κατηγορίες στην υπόθεση.
«Είναι τραγικό»
Η πρώτη απόφαση, ωστόσο, της ∆ικαιοσύνης ήρθε πριν από λίγες ηµέρες, µε το δικαστήριο να οδηγείται στην απαλλακτική απόφαση, υιοθετώντας και την πρόταση του εισαγγελέα της έδρας, Παναγιώτη Μεϊδάνη, ο οποίος επεσήµανε, µεταξύ άλλων, πως «το αποδεικτικό υλικό είναι ανύπαρκτο». Σε αυτό το πλαίσιο, ο εισαγγελικός λειτουργός τόνισε: «Είναι τραγικό. Θα ευχηθώ η άλλη δικογραφία (σ.σ.: Για τα κακουργήµατα της υπόθεσης) να έχει καλύτερη τύχη. Πρέπει να απαλλαγούν όλοι, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο».Ολοι οι κατηγορούµενοι στις απολογίες ενώπιον του δικαστηρίου αρνήθηκαν τις κατηγορίες.
Αθώοι λογά έλλειψης επαρκών αποδεικτικών μέσων κρίθηκαν οι «19» από το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων
Κοµβικό σηµείο στην εξέλιξη της δίκης έπαιξαν οι «εκθέσεις αποµαγνητοφώνησης» που αφορούν τις συνοµιλίες των εµπλεκόµενων προσώπων, που αποτέλεσαν σηµαντικό κοµµάτι της δικογραφίας. Η έδρα στην έναρξη της δίκης διαπίστωσε ότι δεν είχαν συµπεριληφθεί στη δικογραφία παρά µόνο χειρόγραφες σηµειώσεις. Στη συνέχεια, και συγκεκριµένα µετά την επανέναρξη της ακροαµατικής διαδικασίας, τον περασµένο Σεπτέµβριο, διαπιστώθηκε πως µεγάλος αριθµός συνοµιλιών δεν µπορούσε να ληφθεί υπ’ όψιν από το δικαστήριο, καθώς δεν είχαν εκδοθεί οι απαιτούµενες διατάξεις για την άρση απορρήτου.
Παράλληλα, σε µία από τις συνεδριάσεις του δικαστηρίου ο εισαγγελέας της έδρας είχε αναφερθεί σε καταγεγραµµένη επαφή του κατηγορούµενου αξιωµατικού µε δικαστικό. Βέβαια, το ζήτηµα ήταν πως στα έγγραφα της ΕΥΠ δεν αναφερόταν κανένα στοιχείο του δικαστικού ή κάποιος αριθµός τηλεφώνου που να αντιστοιχεί σε αυτόν.
«Συγκρατούµαι µετά βίας», είχε τονίσει ο εισαγγελέας της έδρας, συµπληρώνοντας «αλήθεια ντρέποµαι», αφήνοντας αιχµές για τις αποµαγνητοφωνήσεις της ΕΥΠ και τον τρόπο που η δικογραφία έφτασε στο ακροατήριο.
Πλέον, το ενδιαφέρον στρέφεται στις εξελίξεις όσον αφορά τις κακουργηµατικές κατηγορίες στην υπόθεση.