Διασώστες, νοσηλευτές και γιατροί, τα πρόσωπα που αντίκρισαν ιδίοις όμμασι το μέγεθος της τραγωδίας στα Τέμπη, μίλησαν στον Στρατή Λημνιό και την εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα», περιγράφοντας τις συγκλονιστικές στιγμές λίγο μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα, τα όσα ακολούθησαν και τα συναισθήματά τους για την εθνική τραγωδία που «γονάτισε» τη χώρα μας.

«Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν ο σταυρός μου»

«Όταν έφτασα στο σημείο, σοκαρίστηκα. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν ο σταυρός μου, να πάνε όλα καλά γιατί δεν ήξερα τι θα αντικρίσω όσο πλησίαζα. Έβλεπα τη φωτιά και όσο πλησιάζαμε, είδα τρεις σορούς κι έναν τραυματία στα χωράφια απέναντι από το τρένο. Θυμάμαι ότι βρήκαμε μια κοπέλα. Δεν είχε ούτε μία γρατζουνιά, όμως έψαχνε το αγόρι της που εκείνη τη στιγμή είχε πάει στο μπαρ να πάρει τα νερά… Μας ζητούσε να τον βρούμε. Ήμουν στην ομάδα που έκανε τους ελέγχους στο δεύτερο βαγόνι. Ανασύραμε 16 σορούς. Λυγίσαμε όλοι», περιέγραψε ο Ν. Μπαρλαγιάννης, αρχηγός τμήματος Ελασσόνας Σαμαρειτών Ερυθρού Σταυρού.

«Όλοι οι διασώστες μιλούν με ψυχολόγους»

Όπως είπε, όλοι οι διασώστες μιλούν με ψυχολόγους του Ερυθρού Σταυρού. Συγκλόνισε όταν εξομολογήθηκε ότι έβαλε τα κλάματα κατά την επιχείρηση που έκαναν στο τρίτο βαγόνι, όταν είδε τα παπουτσάκια ενός 5χρονου παιδιού και την ταυτότητα της κοπέλας από τα Γιαννιτσά.

«Λάβαμε όλοι ένα μήνυμα από τον διευθυντή της κλινικής μας, το οποίο ανέφερε ότι έχει γίνει σύγκρουση αμαξοστοιχιών και όσοι μπορούμε να μεταβούμε το γρηγορότερο δυνατό στα επείγοντα του νοσοκομείου. Το πιο περίεργο ήταν ότι κάποιοι ασθενείς είχαν μια μετατραυματική αμνησία. Τους ζητούσαμε να μας πουν πού χτύπησαν και πώς και δεν θυμόντουσαν τίποτα. Το ψυχολογικό φόρτωμα ήταν αργότερα, ύστερα από 2-3 ώρες, γιατί οι μεταφορές που έκανε το ΕΚΑΒ δεν είχε ανθρώπους ζωντανούς. Μας δυσκόλεψε ψυχολογικά γιατί δεν μπορούσαμε να παλέψουμε και να προσφέρουμε για περισσότερους ανθρώπους», είπε ο Κ. Μακρής, γιατρός του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας.

«Εκείνο το βράδυ σωπαίνανε οι λύκοι γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι»

«Εκείνο το βράδυ δεν ήμουν παρούσα στα περιστατικά. Ήμουν το επόμενο πρωί. Όταν μπήκα στα επείγοντα, υπήρχε η μυρωδιά του καμένου. Συναντιόμουν με τους συναδέλφους στον διάδρομο, είχαμε όλοι σκυφτά τα μάτια μας. Μια γιατρός μου είπε κάτι που δεν θα ξεχάσω πότε “θέλουμε κι άλλους ζωντανούς, αντέχουμε ακόμα. Μη μας φέρνετε άλλους σάκους”. Μετά άρχισαν να φτάνουν συγγενείς των θυμάτων που τους αναζητούσαν. Με ρωτούσαν ονόματα και μου περιέγραφαν τα χαρακτηριστικά των οικείων τους», περιέγραψε η νοσηλεύτρια Ζωή Γκουντελίτσα.

«Εκείνο το βράδυ σωπαίνανε οι λύκοι γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι», κατέληξε η νοσηλεύτρια, δανειζόμενη λόγια από τον πρόλογο του βιβλίου του Μενέλαου Λουντέμη «Οδός Αβύσσου αριθμός 0».