Η είσοδος στη Βουλή ακραίων πολιτικών σχημάτων πυροδοτεί σενάρια αύξησης του ορίου του 3%, την ώρα που συνταγματολόγοι και κυβέρνηση (διά στόματος του νέου κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη) διαμηνύουν ότι οι Σπαρτιάτες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με δικαστικά μέσα.

Το θέμα είχε αναδείξει η «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ» σε εκτενές ρεπορτάζ της, αναφορικά με την πρόθεση της κυβέρνησης Μητσοτάκη οι ερχόμενες ευρωεκλογές να γίνουν με λίστα, ώστε να μπει φραγμός σε «περίεργα» πρόσωπα, εντελώς ακατάλληλα να εκπροσωπούν τη χώρα στο Ευρωκοινοβούλιο. Το θέμα, ωστόσο, επανέρχεται, καθώς αναλυτές και συνταγματολόγοι προτείνουν εμφατικά να υπάρξει νομοθετική πρωτοβουλία για αύξηση του ορίου της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης κι ενώ ήδη εκφράζονται από πολλές πλευρές ανησυχίες για τη σύνθεση της Βουλής που πρόεκυψε από τις πρόσφατες εκλογές.

Ο εκλογικός αναλυτής Ανδρέας Δρυμιώτης έθεσε πρώτος το ζήτημα, υπογραμμίζοντας ότι το ισχύον όριο επιτρέπει την πολυδιάσπαση των πολιτικών δυνάμεων και την εμφάνιση διάφορων αρχηγίσκων, ενώ ο συνταγματολόγος Αντώνης Μανιτάκης υπερθεματίζει εκτιμώντας ότι, αν η κυβέρνηση αποφασίσει τελικά να προχωρήσει σε αλλαγές του ορίου, δεν τίθεται κανένα θέμα αντισυνταγματικότητας.

Δεν βλέπω να υπάρχει συνταγματικό κώλυμα για την αύξηση του ορίου εισόδου κόμματος στη Βουλή. Καταρχήν, ήδη το γεγονός ότι προβλέπεται ένα ποσοστό για να μπορέσει κανείς να συμμετάσχει στην κατανομή των εδρών και να βγάλει βουλευτή δεν θεωρήθηκε ποτέ αντισυνταγματικό. Διερωτώμαι λοιπόν γιατί η αύξηση του ορίου από το 3 στο 5% θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ως αντισυνταγματική», είπε ο κ. Μανιτάκης (Πρώτο Πρόγραμμα). Το θέμα της αύξησης του ορίου του 3% για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή, το έθιξε με την αρθρογραφία του ο εκλογικός αναλυτής Ανδρέας Δρυμιώτης, με άρθρο του στα «Νέα».

«Η επιλογή του 3%

Όπως σημειώνει, το κατώφλι του 3% θεσπίσθηκε για καθαρά εθνικούς λόγους, ώστε τυχόν μειονοτικά κόμματα ή μεμονωμένοι υποψήφιοι να μην μπορούν να αντιπροσωπεύονται στη Βουλή, όπως συνέβη στις εκλογές 1989 και 1990, αλλά να εκλέγουν βουλευτές μέσω άλλων ισχυρότερων κομμάτων.

«Για όσα χρόνια της Μεταπολίτευσης είχαμε τρία ή τέσσερα κόμματα στο πολιτικό σκηνικό, το πλήθος των κομμάτων που μετείχαν στις εκλογές ήταν σχετικά μικρό. Όσο “χαμήλωνε” ο δικομματισμός τόσο αυξάνονταν οι επίδοξοι ρυθμιστές, οι οποίοι ελπίζουν να συγκεντρώσουν το αναγκαίο 3% για να εκλέξουν περίπου δέκα βουλευτές ώστε να γίνουν ρυθμιστές σε κάποιο κυβερνητικό σχηματισμό», υπογράμμισε ο κ. Δρυμιώτης.

Παράλληλα, τόσο ο Αντώνης Μανιτάκης όσο και ο επίσης συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος (με άρθρο στην «Καθημερινή») συμφωνούν ότι οι Σπαρτιάτες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν δικαστικά και ο Άρειος Πάγος να προχωρήσει στην ακύρωση της εκλογής, καθώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο Ηλίας Κασιδιάρης είναι ο πραγματικός ηγέτης του νεοπαγούς κόμματος.

Ρεπορτάζ: Σπύρος Κάραλης
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 4/7