Αποκαλύψεις για το πόσο τραυματικά βίωνε η μικρή Τζωρτζίνα την απώλεια των δύο αδελφών της αλλά και για τις λεπτές ισορροπίες και τον ψυχισμό των μελών της οικογένειας Δασκαλάκη-Πισπιρίγκου έκανε, καταθέτοντας, στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, η ψυχολόγος Δέσποινα Σαββόγλου, η οποία διενήργησε πραγματογνωμοσύνη στις ζωγραφιές της μικρής Τζωρτζίνας.

Η μάρτυρας με ειδίκευση στα παιδιά και τους εφήβους είπε πως δεν υπήρχε επεξεργασία των θανάτων που είχαν συμβεί στην οικογένεια καθώς δεν υπήρχε χώρος να μιλήσουν για αυτό και δεν είχε γίνει επεξεργασία του πένθους από τους γονείς ενώ εξέφρασε την αντίθεση της με το γεγονός ότι οι γονείς είχαν πάει τη Τζωρτζίνα στο γραφείο τελετών για να δει τα αδελφάκια της. «Ο ακατάλληλος τρόπος του πένθους σε αυτή την περίπτωση ήταν που επισκέφτηκε η Τζωρτζίνα μαζί με τους γονείς της, τις νεκρές αδελφές της, αυτό δε θα έλεγα ότι ήταν καλό για ένα παιδί. Να παρευρεθεί στη κηδεία υπό προϋποθέσεις δεν θα ήταν απαγορευτικό» είπε η μάρτυρας

Η μάρτυρας περιέγραψε προς επίρρωσιν του ισχυρισμού της και μία αναφορά που γίνεται στην έκθεση της νηπιαγωγού της Τζωρτζίνας και αφορά την περίοδο που είχε φύγει από τη ζωή η Μαλένα.

Συγκεκριμένα η μάρτυρας έκανε είπε πως η νηπιαγωγός «περιέγραψε ένα παιδί που βίωνε την απώλεια της αδελφής της έντονα, ζητούσε από τη δασκάλα να κρατά το χέρι, της έλεγε για την αδελφή της, την αναζητούσε το απόγευμα στα τηλέφωνα. Για να αναζητά ένα παιδί μια μητρική φιγούρα, ενώ υπάρχει η μαμά και ο μπαμπάς στο σπίτι… την έπαιρνε για να βρει ανακούφιση στα συναισθήματα που είχε». Ταυτόχρονα, η μάρτυρας αναφέρθηκε και ένα περιστατικό που της μεταφέρθηκε από το διευθυντή του σχολείου που πήγαινε η μικρή Τζωρτζίνα. «Μου μεταφέρθηκε από το διευθυντή ότι η Τζωρτζίνα ένιωθε την ανάγκη να του κάνει παρέα στα διαλείμματα γιατί ήταν μόνος του. Τα παιδάκια θέλουν να βγουν έξω να παίξουν. Αυτό λέγεται προβολή. Η ίδια ένιωθε μοναξιά και σκεφτόταν ότι έτσι νιώθει ο διευθυντής της και ήθελε να του κάνει παρέα» είπε η μάρτυρας.

Η μάρτυρας έκανε ειδική αναφορά σε μία ζωγραφιά της μικρής Τζωρτζίνας για τη γιορτή της μητέρας. Σε αυτή η οποία δημιουργήθηκε ένα μήνα μετά το θάνατο της Μαλένας όπως εξήγησε η ψυχολόγος : «στη μία όψη έχει ζωγραφίσει την οικογένεια της, ενώ στο πίσω μέρος υπάρχει ένα αγγελάκι, η Τζωρτζίνα περιέγραφε τις αδελφές της, σαν αγγελάκια που πετούν στον ουρανό, στην άλλη όψη ήταν το πρόσωπο της Μαλένας μουτζουρωμένο. Η μητέρα ωστόσο επέμενε πως τις ζωγραφιές τις έκανε για εκείνη, για γιορτή μητέρας, για να γιορτάσει».

Πρόεδρος : Πως σας περιέγραψε η κατηγορούμενη την καθημερινότητα της με τα παιδιά της;

Μάρτυρας : Μου έκανε εντύπωση πως δεν υπήρχε χώρος για κάθε παιδί ξεχωριστά. Υπήρχε μία προσπάθεια να συνδυαστούν προγράμματα τους με τρόπο βολικό για γονείς. Όλες οι περιγραφές αφορούσαν ταυτόχρονα τα δύο παιδιά.Με πολύ ειλικρίνεια ένιωσα πως είπε ο πατέρας πως ήταν απών από την καθημερινότητα τους και φάνηκε πως είχε τυφλή εμπιστοσύνη στη σύζυγο του.

Η μάρτυρας αναφέρθηκε και στο πως η Ρούλα Πισπιρίγκου του περιέγραψε το καθημερινό πρόγραμμα και πως της έκανε πως «ήθελε τα παιδιά να έχουν όρια, να είναι στρατιωτάκια.»

Πρόεδρος : Είναι κακό να έχουν όρια;

Μάρτυρας : Το όριο δεν μπαίνει μόνο με ανάγκη ενηλίκων αλλά και παιδιών.

Πρόεδρος : Μήπως σας είπε ένα λόγο που τα πήγαινε το απόγευμα εκεί;

Μάρτυρας : Θεωρούσε πως θα μάθαιναν πιο πολλά πράγματα και θα φροντίζονταν. Η ίδια εργαζόταν τότε νομίζω.

Πρόεδρος : Τι καταλάβατε για την Τζωρτζίνα, πως εκδήλωνε τα συναισθήματα της; Τα εκδήλωνε;

Μάρτυρας : Δεν υπάρχει παιδί που δεν θα εκφράσει τι νιώθει, το θέμα είναι να το ακούσουμε και να το επεξεργαστούμε. Ένα περιβάλλον οικογενειακό που μπορεί να κρατά καλά, αφήνει χώρο για λεκτικοπίηση των συναισθημάτων. Η μητέρα ανέφερε πως η Τζωρτζίνα δεν ζωγράφιζε, ήταν του χορού. Αυτό έρχεται σε αντίθεσή με αυτό που έλεγε ο πατέρας, πως στη Τζωρτζίνας άρεσε να ζωγραφίζει και πως στο σπίτι είχαν μόνο δέκα ζωγραφιές διότι αποφάσισε η μητέρα να κάνει εκκαθάριση, μετά θάνατο της Μαλένας και πετάχθηκαν όλες οι ζωγραφιές» τόνισε η μάρτυρας.

Απαντώντας σε ερωτήσεις της προέδρου η μάρτυρας είπε πως όλες οι απαντήσεις της κατηγορούμενης για τη σχέση της με τη Τζωρτζίνα κατέληγαν «στα μεταξύ τους ζητήματα με το Μ. Δασκαλάκη».

Η μάρτυρας είπε πως η κατηγορούμενη της μίλησα για την αδικία «που την έπνιγε επειδή ήταν άδικα στη φυλακή. Μου είπε επίσης ότι δεν πρόλαβε να βιώσει το πένθος για την Ίριδα και τη Τζωρτζίνα. Είπε ότι νιώθει μόνη, ότι πνίγεται από το δίκιο. Αναφέρθηκε σε δημοσιογράφους και εκπομπές που προβάλλουν την υπόθεση της και η ίδια κλεισμένη δε μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της και τα παιδιά της».

Δ.Γεωργακόπουλος (υποστήριξη κατηγορίας): Θεωρείτε ότι είναι διαταραχή το σύνδρομο μινχάουζεν που μπορεί να διαγνωστεί σε άνθρωπο που ξέρει ότι εξετάζεται για αυτό το θέμα; Μπορεί η κατηγορούμενη να εξεταστεί σε αυτό το στάδιο γι αυτό το θέμα;

Μάρτυρας: Μέσα από αυτές τις διαδικασίες υπάρχει μια επιρροή. Σίγουρα δυσκολεύει πολύ να γίνει τέτοια διάγνωση εκ των υστέρων γιατί πρόκειται και για μια κατασκευή. Μπορεί να γίνει με διάγνωση ευρύτερη, άλλου τυπου ίσως.

Δ.Γεωργακόπουλος: Είχε εκδηλώσει κάποιο φόβο η Τζωρτζίνα ότι κάτι έρχεται και επικοινωνούσε με ζωγραφιές; Γιατί αυτό ρωτούσε η ανακρίτρια.

Μάρτυρας: Ο φόβος είναι μέρος του πένθους. Την απασχολούσε ο θάνατος των αδελφών της. Επίσης ξέρουμε ότι οι γονείς θεωρούσαν ότι δεν την απασχολούσε.

Δ.Γεωργακόπουλος: Έχει αποτυπωθεί ότι το παιδί φοβόταν το θάνατο;

Μάρτυρας: Μπορεί, αλλά δε μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Έβαζε τον εαυτό της πολύ κοντά στις αδελφές της. Όταν υπάρχει αιφνίδιος θάνατος αδελφού σε μικρές ηλικίες τα παιδιά τείνουν να βάζουν και τον εαυτό τους στη θέση του παιδιου που χάνεται. Αλλά ως υπόθεση το συζητάμε γιατί στη Τζωρτζίνα δε μπορεί να διαπιστωθεί με βεβαιότητα.

Η κατηγορούμενη περιέγραψε στη ψυχολόγο την ιστορία για τον στραγγαλισμό της γιαγιάς της από τον παππού της. «Περιέγραψε έναν στραγγαλισμό με έναν τρόπο αρκετά ιδιαίτερο. Τον συνέδεσε με τα τρυφερά συναισθήματα του παππού προς τη γιαγιά και την αγωνία του ότι θα τον εγκαταλείψει. Το συναίσθημα της εγκατάλειψης υπάρχει γενικά στα λόγια της. Περιέγραφε τον πνιγμό με τρυφερά λόγια. Στη συνέχεια της αφήγησης της τελικά τον συγχώρεσε γιατί έτσι της μεταφέρθηκε από τους παππούδες. Κρατούσε έξω ένα κομμάτι της εξωτερικής πραγματικότητας γιατί ο πατέρας της έμεινε ορφανός από μητέρα και χωρίς πατρική φροντίδα αφού μπήκε στη φυλακή ο πατέρας του. Αυτός ο τρόπος λειτουργίας της επηρέασε και τον τρόπο που μεγάλωσε τα παιδιά της» ανέφερε.

Νωρίτερα, στο δικαστήριο κατέθεσαν δύο νοσηλευτές του νοσοκομείου «Αγλαΐα Κυριακού», η Μάρια Κορρέ και ο Νικόλαος Γκότσης.

Η κυρία Κορρέ ασχολήθηκε με την μικρή Τζωρτζίνα την ημέρα της εισαγωγής της, καταθέτοντας πως το παιδί: «Ήταν αιμοδυναμικά σταθερό με καλή ανάσα και χρώμα. Θυμάμαι ότι είπα στους γονείς ότι δεν μπορούν να μείνουν και οι 2 στο θάλαμο και μου είπαν πως έχουν pcr και το βράδυ θα μείνουν και οι 2 ενώ ο πατέρας θα αποχωρήσει την επόμενη ημέρα μετά την ενημέρωση των γιατρών όπως και έγινε».

Από την πλευρά του, ο κ. Γκότσης κατέθεσε ότι η κατηγορούμενη Ρούλα Πισπιρίγκου τον είχε ρωτήσει εάν εάν υπάρχουν κάμερες στην κλινική και εάν γίνονται κλοπές.

Η δίκη συνεχίζεται αύριο.