Tον Ιανουάριο του 1823, πριν από ακριβώς 200 χρόνια και ανήμερα των Τριών Ιεραρχών στην Τήνο, η αξίνα ενός εργάτη στα χαλάσματα μιας παραχωμένης εκκλησιάς, καρφώθηκε σε ένα ξύλο. Έσκαψε με προσοχή και έπειτα από λίγο έβγαλε το εικόνισμα της Παναγίας, όπως είχε δει σε όραμα μια μοναχή! Ας δούμε το ιστορικό της ανευρέσεως της θαυματουργής εικόνας της Μεγαλόχαρης που κάθε χρόνο γίνεται αντικείμενο λατρείας από τους πιστούς στην Τήνο.

Το Μοναστήρι της Κυρίας των Αγγέλων, δεσπόζει στο Κεχροβούνι της Τήνου. Το 1822, διαρκούσης της Επαναστάσεως του 1821, η μονάζουσα αδελφή Πελαγία έγινε 100 ετών και εθεωρείτο καθηγιασμένη. Είχε μπει στο Μοναστήρι ως μαθητευόμενη πριν από 82 χρόνια και πέρασε όλο αυτό το διάστημα με προσευχή και νηστεία. Το πρόσωπό της είχε εξαϋλωθεί και μόνο τα μάτια της διατηρούσαν την θέρμη της πίστεως. Την εσέβοντο οι μοναχές και ακόμα και η ηγουμένη, που ήταν πολύ νεότερη της, γονάτιζε και της φιλούσε το χέρι.

Ο ύπνος του δικαίου

Όταν καμία φορά οι νέες κατηχούμενες παραπονούνταν για τα όνειρα που τάραζαν τον ύπνο τους, η Πελαγία ήταν εκείνη που τους διάβαζε μία ευχή και έλεγε πως ο ύπνος του δικαίου είναι αδιατάρακτος και ότι καθώς το σώμα κοιμάται, πρέπει να κοιμάται και το πνεύμα της μοναχής.

Πνεύμα ανήσυχο προδίδει πως ο Σατανάς είναι κοντά του. Και ήταν «φαινόμενο» ανθρώπου η Πελαγία, αφού περισσότερα από 60 χρόνια είχε να δει όνειρο στη ζωή της.

Ωστόσο, ένα πρωινό του Ιουνίου του 1822, πριν ακόμα χαράξει και λίγο πριν το σήμαντρο χτυπήσει για τον όρθρο, ταράχθηκε ο ήρεμος ύπνος της. Είδε πως ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του κελιού της, είδε να μπαίνει μια πανώρια αρχόντισσα και να της λέει: «Να σηκωθείς και να πας να βρεις τον Επίτροπο του Μοναστηριού, Σταματέλλο Καγκάνη, και να του πεις να πάρει ανθρώπους και να σκάψουν στο χωράφι του Αντώνη Δοξαρά κι εκεί θα βρουν παραχωμένη την εκκλησιά μου και την εικόνα μου. Στο μέρος εκείνο να του πεις να μου χτίσουν λαμπρό ναό!». Με τον τρόπο που ήρθε η αρχόντισσα, έτσι κι έφυγε...

Η Πελαγία ξύπνησε κι ένιωσε μια παράξενη, ασυνήθιστη ταραχή! Σηκώθηκε από το κρεβάτι της, γονάτισε και σταυροκοπήθηκε: «Ελέησόν με, Κύριε!», ψιθύρισε. Είπε άλλους δύο ψαλμούς και ηρέμησε… Το πρωί λησμόνησε το ενύπνιό της. Δεν είπε σε κανέναν τίποτα... 

Μια εβδομάδα μετά, την αυγή πάλι Κυριακής, η ίδια αρχόντισσα ξαναμπήκε στο κελί της. Της επανέλαβε τα ίδια πράγματα που της είπε την προηγούμενη φορά και, όπως ήρθε, ξαναέφυγε... Τη φορά όμως αυτή, η Πελαγία σκέφθηκε να εξομολογηθεί, γιατί στοχάστηκε πως όλα αυτά μπορεί να ήταν τέχνασμα του Σατανά! Σκέφτηκε, επίσης, πως καλύτερα θα ήταν να προσευχηθεί, να κάνει μετάνοιες και νηστείες, γιατί φοβόταν μην είχε αμαρτήσει δίχως να το καταλάβει...

Έτσι πέρασε μια ολόκληρη εβδομάδα με νηστεία και προσευχή... Την αυγή, όμως, της τρίτης Κυριακής, το ίδιο όραμα σταμάτησε τον αυγινό ύπνο της. Τη φορά αυτή, η «Μεγάλη Κυρά» τη διατάζει: «Να κάνεις ό,τι σου είπα!». «Καλά. Και πώς θα χτίσει ο φτωχός επίτροπος τον Ναό;», ψιθύρισε η Πελαγία. «Για τούτο θα φροντίσω εγώ!», απάντησε η αρχόντισσα. Και η Πελαγία με τόλμη ρωτά: Ποια είσαι; Και η ξένη της λέει, αντί για απάντηση: «Ευαγγελίζου χαράν μεγάλη!». Η Πελαγία έπεσε στα γόνατα να προσκυνήσει, ψιθυρίζοντας: «Αινείτε ουρανοί Θεού δόξαν!».

Το πρώτο θαύμα

Μετά την ακολουθία της Κυριακής, η Πελαγία πήγε στην ηγουμένη, γονάτισε, φίλησε το χέρι της και της εξομολογήθηκε όλα όσα είδε και τις τρεις Κυριακές. «Τρισμακαρισμένη αδελφή!», φώναξε η ηγουμένη. «Κάνε αυτό που σου πρόσταξε!», της είπε. Αμέσως, η Πελαγία βρήκε τον Σταματέλλο Καγκάνη, έναν θεοσεβούμενο γέροντα και τον ενημέρωσε.

Εκείνος μάζεψε εργάτες αλλά μόλις βρήκαν τα χαλάσματα της παραχωμένης εκκλησιάς, σταμάτησαν την εργασία. Φοβερή χολέρα έπεσε τότε στο νησί και το κακό χειροτέρευε... 

Τότε ο θεοσεβούμενος γέροντας πήγε στην Πελαγία κι εκείνη του ξεκαθάρισε πως η διαταγή ήταν να βρεθεί η εικόνα. Άρχισαν πάλι το σκάψιμο, βρήκαν την εικόνα σε δύο κομμάτια, τα κόλλησαν, γονάτισαν, προσκύνησαν και φώναξαν: «Θαύμα!». Και τότε έγινε το πρώτο θαύμα της Μεγαλόχαρης της Τήνου! Η χολέρα σταμάτησε αμέσως και η Παναγιά συνεχίζει από τότε «να γιατρεύει όσα ο άνθρωπος είναι ανήμπορος να γιάνει...».

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή / Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη