Παρένθετες μητέρες μιλούν για το πρόγραμμα της κλινικής των Χανίων, το οποίο έχει βρεθεί στο επίκεντρο δικαστικής έρευνας για υποθέσεις παράνομων υιοθεσιών και εμπορίας βρεφών. «Εδώ και δέκα μέρες έχω σταματήσει τα χάπια, φοβάμαι ότι θα αποβάλω. Δεν έχω γιατρό να με κοιτάξει. Μετά τις συλλήψεις μάς παράτησαν σαν σκυλιά».

Αυτά είναι τα λόγια της 39χρονης Ιρίνας από τη Μολδαβία, που βρίσκεται στον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης της ως παρένθετη μητέρα στο πρόγραμμα της κλινικής των Χανίων που ερευνάται για υποθέσεις παράνομων υιοθεσιών και εμπορίας βρεφών.

Μητέρα τεσσάρων παιδιών η ίδια, ήρθε στην Ελλάδα αποκλειστικά για να πάρει μέρος στο πρόγραμμα. Το zarpanews.gr τη συνάντησε μαζί με άλλες δύο γυναίκες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα και με την παρουσία διερμηνέα, στο συγκρότημα πολυτελών παραθαλάσσιων κατοικιών όπου φιλοξενούνταν μέσω του προγράμματος, μαζί με άλλες γυναίκες, τις οποίες είχε υπ’ ευθύνη της η 42χρονη ρουμανικής καταγωγής που έχει προφυλακιστεί ως «μεσίτρια».

Οι γυναίκες ήταν αφημένες στην αποκλειστική φροντίδα της κλινικής, που στις συγκεκριμένες περιπτώσεις παρεχόταν μέσω της 42χρονης, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα φάρμακα και τα σκευάσματα τα λάμβαναν με προφορικές οδηγίες του γιατρού και του εμβρυολόγου προς τη 42χρονη που ήταν υπεύθυνη γι’ αυτές.

Η ίδια φρόντιζε ακόμα για τα ψώνια, το φαγητό, την προσωπική φροντίδα, τις βόλτες, αλλά και τη διασκέδαση των ίδιων και των παιδιών τους και όλες μιλούν με τα θερμότερα λόγια γι’ αυτήν, ενώ θεωρούν ότι συμμετείχαν σε μια καθ' όλα νόμιμη διαδικασία. Λάμβαναν μηνιαία αποζημίωση περίπου 1.000 ευρώ και ένα ποσό μετά τη γέννα το οποίο κυμαίνεται από 10.000 έως 15.000 ευρώ.

«Περνάω μια κόλαση»

Η Ιρίνα άφησε τα τέσσερα παιδιά της στη Μολδαβία λέγοντας πως πάει στην Ελλάδα για δουλειά. «Περνάω μια κόλαση από τότε που έχουν γίνει όλα αυτά. Δυσκολεύομαι. Όταν ήταν η 42χρονη μαζί μας, νιώθαμε ασφαλείς, φρόντιζε για τα πάντα, νοίκια, ψώνια, γιατρούς», μας λέει. 

Δεν ξέρει κάποιον γιατρό για να πάει, πλην του 73χρονου γυναικολόγου, του φερόμενου ως εγκεφάλου, που την παρακολουθούσε, ενώ δεν ξέρει καν τη δόση από τα σκευάσματα που λάμβανε, ούτε μπορεί να πει με σιγουριά αν ήταν φάρμακα ή βιταμίνες. «Μου έδιναν κάποιο χάπι για τις συσπάσεις, για να μην αποβάλω, ήταν μια δύσκολη εγκυμοσύνη», μας λέει. «Δεν υπήρξε καμία κοινωνική μέριμνα. Είμαστε παρατημένες σαν τα σκυλιά. Ανησυχώ για μένα, αλλά και για τα τέσσερα παιδιά μου», συμπληρώνει.

Η Ιρίνα πιστεύει ακράδαντα ότι όλη η διαδικασία έχει γίνει νόμιμα, αφού έχει υπογράψει τη σχετική δικαστική απόφαση. Έχει γνωρίσει τον πατέρα του παιδιού, όπως μας λέει, όταν εκείνος ήρθε στα Χανιά για να προχωρήσει σε δωρεά σπέρματος. Ωστόσο, δεν γνωρίζει ούτε για την ύπαρξη μητέρας ούτε από πού προήλθε το ωάριο που γονιμοποιήθηκε. «Μας υποσχέθηκαν ότι θα μας προσέχουν, αλλά, μόλις έγιναν αυτά, μας έχουν παρατήσει» λέει, ενώ φοβάται πολύ και για την ίδια, αλλά και για το εάν θα τηρηθεί η συμφωνία, η οποία είναι στον «αέρα», καθώς έχει ανάγκη τα χρήματα, και επίσης δεν είναι σε θέση να μεγαλώσει ένα πέμπτο παιδί.

«Περιμένω τον πατέρα, δεν το θέλω το παιδί αυτό. Πώς να το μεγαλώσω, αφού έχω τα δικά μου και ήδη περνάνε άσχημα! Αυτό που περιμένω είναι να έρθει σε επαφή μαζί μου ο πατέρας, να γεννήσει και να του το δώσω», λέει.

Στο μεταξύ, σκέφτεται και τα δικά της παιδιά στη Μολδαβία, που δεν ξέρει αν θα μπορεί να τα βοηθάει από εδώ και πέρα. Στη Μολδαβία δεν έχει σταθερή δουλειά, η ζωή είναι πολύ δύσκολη, γι’ αυτό μπήκε στο πρόγραμμα, καθώς επιθυμεί να αγοράσει ένα σπίτι για τα παιδιά της εκεί.

Μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης, από τις επτά συνολικά παρένθετες που είχε στην ευθύνη της η 42χρονη, οι τρεις έφυγαν, ενώ οι τέσσερις που έμειναν στα Χανιά έχουν μεταφερθεί σε σπίτι που τους υπέδειξε η Αστυνομία μαζί με τα παιδιά τους. Και οι τέσσερις μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τη 42χρονη «μεσίτρια», τονίζοντας ότι όλα έχουν γίνει νόμιμα. «Ποτέ δεν μας έβαλε να κάνουμε κάτι με το ζόρι», λένε. Η Έλενα είχε αρχίσει το πρόγραμμα, είχε πάρει τις ορμόνες, είχε γνωρίσει τους βιολογικούς γονείς, είχε γίνει η εμβρυομεταφορά, είχε μείνει έγκυος, αλλά απέβαλε.

 

«Είχαμε ό,τι χρειαζόμασταν. Εξάλλου, αν υπήρχε κάτι που δεν μας άρεσε, δεν θα το συνεχίζαμε. Θα έφευγα αν δεν μου άρεσε. Συμφώνησα και μου άρεσε. Ζούσαμε σε αυτό το ωραίο σπίτι, κάναμε βόλτες στο λιμάνι, πηγαίναμε σε κλαμπ», λέει η Μαρία ως γνήσια εκπρόσωπος της γενιάς της.

 

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ONtime