«Ήρθε η ώρα για πίεση και αλλαγή ρότας» - Η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, Δέσποινα Κουτσούμπα, κατακεραυνώνει το Βρετανικό Μουσείο
Κατακεραυνώνει το Βρετανικό Μουσείο μετά τις πρωτοφανείς κλοπές και τονίζει πως η ελληνική πλευρά πρέπει να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία
Ανεπανόρθωτα εκτεθειµένο βρίσκεται πλέον το Βρετανικό Μουσείο, αφού η υπόθεση κλοπής χιλιάδων αρχαιοτήτων από τις αποθήκες του έφερε στο φως αδιανόητα κενά ασφαλείας, δηµιουργώντας ερωτήµατα για το κατά πόσον είναι σε θέση να προστατέψει επαρκώς τα πολύτιµα αντικείµενα που έχει στις συλλογές του.
Παράλληλα, καταρρέει και το επιχείρηµα ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα «φυλάσσονται» καλύτερα στο Λονδίνο απ’ ό,τι στο Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα. Προ ολίγων ηµερών ανακοινώθηκε ότι περίπου 2.000 αντικείµενα κλάπηκαν στη διάρκεια ετών. Αποκαλύφθηκε, επίσης, ότι υπήρχαν πληροφορίες από το 2021 πως κάποια από αυτά πωλήθηκαν στο ∆ιαδίκτυο, αλλά δεν λήφθηκαν σοβαρά υπόψη. Υπάλληλος από το Τµήµα Ελληνικών - Ρωµαϊκών Αρχαιοτήτων απολύθηκε και ακολούθησαν οι παραιτήσεις του διευθυντή και του υποδιευθυντή.
Ο George Osborne, πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, σε δηλώσεις του ανέφερε ότι τα αντικείµενα δεν είναι όλα «σωστά καταγεγραµµένα», προσθέτοντας ότι διεξάγεται έρευνα, ενώ υπογράµµισε ότι κάποια από τα κλοπιµαία έχουν ήδη ανακτηθεί, χωρίς όµως να αναφέρει ούτε ποια ούτε µε ποιον τρόπο. Σηµειώνεται ότι το λονδρέζικο µουσείο έχει µια συλλογή περίπου 8 εκατοµµυρίων αντικειµένων, αλλά έως το 2019 µόνο περίπου 80.000 είχαν εκτεθεί, ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονταν σε αποθήκες.
«Αυτό που συνέβη στο Βρετανικό Μουσείο είναι κάτι πρωτοφανές», δηλώνει στα «Π» η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ), ∆έσποινα Κουτσούµπα. «∆εν έχει ξαναϋπάρξει κλοπή που να είναι τόσο µακροχρόνια, να αφορά 2.000 αντικείµενα και, επιπλέον, το µουσείο να έχει ειδοποιηθεί -και σε επίπεδο διευθυντή και σε επίπεδο προέδρου- και να µη γνωρίζει κανένας αν προέβη σε κάποιες ενέργειες για να σταµατήσει την κλοπή», σηµειώνει. «Από αυτά που βγαίνουν στο φως της δηµοσιότητας, στον βρετανικό Τύπο, είναι σαφές ότι το Βρετανικό Μουσείο δεν έχει κανένα ηθικό έρεισµα να ισχυρίζεται ότι τα ελληνικά ευρήµατα και οποιαδήποτε άλλα ευρήµατα φυλάσσονται καλύτερα εκεί», προσθέτει. «Η Νο 1 αποστολή κάθε µουσείου είναι να προστατεύει τα πολιτιστικά αγαθά τα οποία στεγάζει. Σε αυτό το πρωταρχικό µέληµα το Βρετανικό Μουσείο έχει βρεθεί πάρα πολλές φορές να µην µπορεί να ανταποκριθεί», σηµειώνει η πρόεδρος του ΣΕΑ, προσθέτοντας πως «φαίνεται ότι τους ενδιαφέρει περισσότερο να κάνουν δηµόσιες σχέσεις και πολιτική, παρά να κάνουν την πρώτιστη δουλειά τους, που είναι η προστασία των αρχαιοτήτων».
«Θα πρέπει το Βρετανικό Μουσείο, και τώρα είναι η ώρα να το αναδείξουµε, να αλλάξει ρότα. Να γίνει ένα µουσείο που αντιστοιχεί στο 2023, ένα µουσείο ανοιχτό στον κόσµο, το οποίο θα επιστρέψει τους πολιτιστικούς θησαυρούς που κλάπηκαν την εποχή της αποικιοκρατίας και αργότερα και, σε αντάλλαγµα βέβαια, θα µπορέσει να έχει πολιτιστικές ανταλλαγές µε µουσεία σε όλο τον κόσµο, τα οποία αυτήν τη στιγµή δεν πηγαίνουν περιοδικές εκθέσεις στο Βρετανικό, λόγω της αντιδικίας για τα κλεµµένα», σηµειώνει η κ. Κουτσούµπα µιλώντας στα «Π».
Αξίζει, τέλος, να σηµειωθεί ότι θέση για το ζήτηµα πήρε και η υπουργός Πολιτισµού, Λίνα Μενδώνη. Σε άρθρο-παρέµβαση στην εφηµερίδα «Τα Νέα» αναφέρει ότι η «φύλαξη» των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο έχει αποδειχθεί «καταστροφική και επικίνδυνη», απαριθµώντας τα γεγονότα κακοµεταχείρισης των αριστουργηµάτων του Φειδία. Η υπουργός, δε, σηµειώνει ότι «η επιτακτική ανάγκη της επανένωσής τους, στην Αθήνα, αποτελεί τώρα πράξη δικαιοσύνης».
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 2/9
Παράλληλα, καταρρέει και το επιχείρηµα ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα «φυλάσσονται» καλύτερα στο Λονδίνο απ’ ό,τι στο Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα. Προ ολίγων ηµερών ανακοινώθηκε ότι περίπου 2.000 αντικείµενα κλάπηκαν στη διάρκεια ετών. Αποκαλύφθηκε, επίσης, ότι υπήρχαν πληροφορίες από το 2021 πως κάποια από αυτά πωλήθηκαν στο ∆ιαδίκτυο, αλλά δεν λήφθηκαν σοβαρά υπόψη. Υπάλληλος από το Τµήµα Ελληνικών - Ρωµαϊκών Αρχαιοτήτων απολύθηκε και ακολούθησαν οι παραιτήσεις του διευθυντή και του υποδιευθυντή.
Ο George Osborne, πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, σε δηλώσεις του ανέφερε ότι τα αντικείµενα δεν είναι όλα «σωστά καταγεγραµµένα», προσθέτοντας ότι διεξάγεται έρευνα, ενώ υπογράµµισε ότι κάποια από τα κλοπιµαία έχουν ήδη ανακτηθεί, χωρίς όµως να αναφέρει ούτε ποια ούτε µε ποιον τρόπο. Σηµειώνεται ότι το λονδρέζικο µουσείο έχει µια συλλογή περίπου 8 εκατοµµυρίων αντικειµένων, αλλά έως το 2019 µόνο περίπου 80.000 είχαν εκτεθεί, ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονταν σε αποθήκες.
«Αυτό που συνέβη στο Βρετανικό Μουσείο είναι κάτι πρωτοφανές», δηλώνει στα «Π» η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ), ∆έσποινα Κουτσούµπα. «∆εν έχει ξαναϋπάρξει κλοπή που να είναι τόσο µακροχρόνια, να αφορά 2.000 αντικείµενα και, επιπλέον, το µουσείο να έχει ειδοποιηθεί -και σε επίπεδο διευθυντή και σε επίπεδο προέδρου- και να µη γνωρίζει κανένας αν προέβη σε κάποιες ενέργειες για να σταµατήσει την κλοπή», σηµειώνει. «Από αυτά που βγαίνουν στο φως της δηµοσιότητας, στον βρετανικό Τύπο, είναι σαφές ότι το Βρετανικό Μουσείο δεν έχει κανένα ηθικό έρεισµα να ισχυρίζεται ότι τα ελληνικά ευρήµατα και οποιαδήποτε άλλα ευρήµατα φυλάσσονται καλύτερα εκεί», προσθέτει. «Η Νο 1 αποστολή κάθε µουσείου είναι να προστατεύει τα πολιτιστικά αγαθά τα οποία στεγάζει. Σε αυτό το πρωταρχικό µέληµα το Βρετανικό Μουσείο έχει βρεθεί πάρα πολλές φορές να µην µπορεί να ανταποκριθεί», σηµειώνει η πρόεδρος του ΣΕΑ, προσθέτοντας πως «φαίνεται ότι τους ενδιαφέρει περισσότερο να κάνουν δηµόσιες σχέσεις και πολιτική, παρά να κάνουν την πρώτιστη δουλειά τους, που είναι η προστασία των αρχαιοτήτων».
Ούτε λίστα
Η κ. Κουτσούµπα επισηµαίνει, επίσης, πως το χειρότερο είναι ότι ακόµα και σήµερα δεν υπάρχει ούτε λίστα ούτε κατάλογος των κλαπεισών αρχαιοτήτων και δεν έχουν δηµοσιευτεί φωτογραφίες τους. Γεγονός που, όπως αναφέρει, «είναι πρωτοφανές, γιατί, όταν γίνεται µια κλοπή, πάντοτε δηµοσιοποιούνται τα αντικείµενα που κλάπηκαν, για να µπορέσουν να αναζητηθούν και να µην µπορούν να βγουν στην αγορά». «Πιθανότατα δεν γνωρίζουν καν τον αριθµό των αντικειµένων που έχουν κλαπεί. Και είναι αµφίβολο αν ποτέ αυτά θα βρεθούν», υπογραµµίζει. «Ολα αυτά προφανώς σε αυτήν τη συγκυρία µπορεί και πρέπει να τα εκµεταλλευτεί η ελληνική πλευρά, όπως κάνουν και άλλες χώρες -η Κίνα και η Νιγηρία, για παράδειγµα-, για να πιέσουµε παραπάνω για την επιστροφή των γλυπτών του αρχιτεκτονικού διακόσµου του Παρθενώνα», επισηµαίνει η πρόεδρος του ΣΕΑ.«Θα πρέπει το Βρετανικό Μουσείο, και τώρα είναι η ώρα να το αναδείξουµε, να αλλάξει ρότα. Να γίνει ένα µουσείο που αντιστοιχεί στο 2023, ένα µουσείο ανοιχτό στον κόσµο, το οποίο θα επιστρέψει τους πολιτιστικούς θησαυρούς που κλάπηκαν την εποχή της αποικιοκρατίας και αργότερα και, σε αντάλλαγµα βέβαια, θα µπορέσει να έχει πολιτιστικές ανταλλαγές µε µουσεία σε όλο τον κόσµο, τα οποία αυτήν τη στιγµή δεν πηγαίνουν περιοδικές εκθέσεις στο Βρετανικό, λόγω της αντιδικίας για τα κλεµµένα», σηµειώνει η κ. Κουτσούµπα µιλώντας στα «Π».
Στα τάρταρα
Η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) προσθέτει: «Και εµείς, ως Ελλάδα, ως ελληνικό υπουργείο Πολιτισµού, δεν συνεργαζόµαστε µε το Βρετανικό Μουσείο». «Εάν όµως έκανε µια τέτοια κίνηση, όπως να επιστρέψει και να βοηθήσει να επανενωθεί το µνηµείο του Παρθενώνα, τότε θα µπορούσαµε να έχουµε πολιτιστικές ανταλλαγές και συνεργασίες. Κι αυτό θα έκανε πολύ καλό πια στη φήµη του µουσείου, η οποία αυτήν τη στιγµή βρίσκεται στα Τάρταρα», τονίζει.Αξίζει, τέλος, να σηµειωθεί ότι θέση για το ζήτηµα πήρε και η υπουργός Πολιτισµού, Λίνα Μενδώνη. Σε άρθρο-παρέµβαση στην εφηµερίδα «Τα Νέα» αναφέρει ότι η «φύλαξη» των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο έχει αποδειχθεί «καταστροφική και επικίνδυνη», απαριθµώντας τα γεγονότα κακοµεταχείρισης των αριστουργηµάτων του Φειδία. Η υπουργός, δε, σηµειώνει ότι «η επιτακτική ανάγκη της επανένωσής τους, στην Αθήνα, αποτελεί τώρα πράξη δικαιοσύνης».
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 2/9