Προβληματισμό και ανησυχία προκαλούν τα πρόσφατα στοιχεία της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Κοινωνικής Ασφάλισης (ΗΔΙΚΑ), σύμφωνα με τα οποία 1.193.003 άτομα στην Ελλάδα, ποσοστό 12% του πληθυσμού, έχουν ήδη διαγνωστεί με σακχαρώδη διαβήτη. Τα περιστατικά της νόσου σημείωσαν σημαντική αύξηση: 15% αυξήθηκαν από πέρυσι όσοι διαγνώστηκαν με διαβήτη τύπου 1, καθώς καταγράφηκαν περίπου 3.000 νέα περιστατικά. Αντιστοίχως, στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, τα νέα περιστατικά άγγιξαν τις 104.000.

Την ίδια ώρα, ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι αύξηση ύψους 16% παρατηρήθηκε στον διαβήτη κύησης. Φέτος καταγράφηκαν συνολικά 21.000 περιστατικά, δηλαδή 3.000 περισσότερα από την προηγούμενη χρονιά. Επίσης, υπολογίζονται σε 600.000 οι πολίτες που νοσούν, αλλά δεν το γνωρίζουν.

Τα συγκλονιστικά στοιχεία αποκάλυψε σε συνέντευξή του στο Πρακτορείο FΜ ο πρόεδρος της ΠΟΣΣΑΣΔΙΑ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Σωματείων - Συλλόγων Ατόμων με Σακχαρώδη Διαβήτη) Χρήστος Δαραμήλας, ενόψει της Παγκόσμιας Ημέρας Διαβήτη στις 14 Νοεμβρίου.

Σύμφωνα με τον ίδιο, ο ετήσιος προϋπολογισμός για τα φάρμακα δεν επαρκεί κι αυτό διότι δεν αφαιρούνται από το σύστημα προϊόντα παλαιότερης τεχνολογίας, με αποτέλεσμα να γίνονται δαπάνες χωρίς λόγο. Όπως επισήμανε ο πρόεδρος της ΠΟΣΣΑΣΔΙΑ, μία καλή λύση είναι να διατίθενται νέας τεχνολογίας προϊόντα, τα οποία περνώντας από διαπραγμάτευση φτάνουν στον ασθενή (και άρα στο σύστημα) σε χαμηλότερη τιμή από τα παλιά.

«Συνεπώς, θα πρέπει να αφαιρεθούν από το πλάνο της πολιτικής ηγεσίας τα παλιά προϊόντα, τα παλιά φάρμακα, τα παλιά ιατροτεχνολογικά προϊόντα, ώστε να υπάρχει μία διαθεσιμότητα οικονομικών πόρων, που θα διατεθούν στα νέα προϊόντα, τα οποία έχουν ολοκληρώσει τη διαδικασία διαπραγμάτευσης και ως εκ τούτου θα μπορούν να τα πάρουν και περισσότεροι άνθρωποι. Επίσης, θα μπορούσαμε να φτιάξουμε ειδικές κατηγορίες -συγκοινωνούντων δοχείων, θα τα ονόμαζα- στα φάρμακα του διαβήτη, οπότε σε κατηγορίες που περισσεύουν χρήματα θα μπορούσε το περίσσευμα να μετακυλιστεί σε άλλες κατηγορίες και να μειωθεί το clawback», τόνισε ο Χρήστος Δαραμήλας.

Υπολειτουργούν τα μισά κέντρα

Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, από 83 που ήταν τα διαβητολογικά κέντρα και ιατρεία στον δημόσιο τομέα, αυτή τη στιγμή υπολειτουργούν τα σαράντα. «Παρατηρείται μεγάλο πρόβλημα την τελευταία πενταετία, διότι η νομοθεσία και οι μεταβατικές διατάξεις που έχουν περάσει οδηγούν στην κατάρρευση και στο κλείσιμό τους.

Δυστυχώς, οι γιατροί που καλούνται να λάβουν εξειδίκευση πρέπει για δύο χρόνια να μην αμείβονται και αυτό, όπως είναι εύλογο, λειτουργεί ανασταλτικά για έναν επαγγελματία. Έτσι οδηγούμαστε στην έλλειψη προσωπικού νέων ιατρών. Από την άλλη πλευρά, μεγάλη μερίδα των παλιών γιατρών βγαίνει στη σύνταξη, ενώ κάποιοι άλλοι ιδιωτικοποιούνται. Ο υπουργός Υγείας, κατά την πρόσφατη συνάντησή μας, συμφώνησε όχι μόνο στην ανάγκη ύπαρξης διαβητολογικών κέντρων, αλλά και στην επαρκή στελέχωσή τους, που είναι άμεσο ζητούμενο».


Αναφερόμενος στον ρόλο του σχολικού νοσηλευτή, ο οποίος έχει θεσπιστεί από το 2015, ο κ. Δαραμήλας ανέφερε ότι είναι πολύ σημαντικός τόσο για τα παιδιά με διαβήτη, όσο και για άλλα παιδιά, με άλλες χρόνιες παθήσεις και αναπηρίες. «Δυστυχώς, όμως, η κάλυψη της ανάγκης γίνεται μέσω προγραμμάτων ΕΣΠΑ, άρα αντιλαμβανόμαστε ότι οι νοσηλευτές δεν είναι μόνιμο προσωπικό. Είναι πρόσωπα που χαρακτηρίζονται “αναπληρωτές” στο σύστημα της παιδείας και αυτό δημιουργεί διάφορα προβλήματα, διότι δεν καλύπτονται στο σύνολό τους τα παιδιά με διαβήτη στη χώρα. Φέτος, ειδικά στην πρώτη φάση, είχαμε μία κάλυψη 30% και αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε περίπου στο 55%».

Προτάσεις για το εθνικό σχέδιο δράσης

Σε ερώτηση ποιοι είναι οι άξονες του εθνικού σχεδίου δράσης, το οποίο πρότεινε στον υπουργό Υγείας, κατά την πρόσφατη συνάντησή τους, ο κ. Δαραμήλας απάντησε: «Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Διαβήτη εστιάζει σε τέσσερις άξονες. Πρώτον: Η σωστή λειτουργία των διαβητολογικών κέντρων και ιατρείων της χώρας μέσα στο ΕΣΥ. Δεύτερον: Το φάρμακο, που βρίσκεται ήδη σε έλλειψη. Τρίτον: Η κάλυψη των αναγκών των ανθρώπων με διαβήτη. Τέταρτον: Η διαλειτουργικότητα των φορέων υγείας στη χώρα μας, οι οποίοι θα μπορέσουν να προσφέρουν και βελτίωση στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων με διαβήτη, αλλά και βελτίωση της οικονομικής δαπάνης που καταβάλλει το κράτος. Χρειάζονται ανακατανομή χρημάτων, περιορισμός δαπανών και σωστός έλεγχος» ανέφερε.

Δημοσιεύθηκε στην Ontime