Σίγουρα εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρει η νέα μελέτη της διαΝΕΟσις για το ΕΣΥ της χώρας μας (Νοέμβριος 2023), το συντριπτικό ποσοστό του 61% επί του συνόλου των ερωτηθέντων Ελλήνων πολιτών διατηρεί, μετά την εμπειρία της πανδημίας του νέου κορονοϊού, καλύτερη γνώμη για τους γιατρούς του ΕΣΥ σε σχέση με ό,τι συνέβαινε πριν από την πανδημία. Μάλιστα, μόλις το ισχνό... 1% έχει μεταβάλει προς το χειρότερο τη σχετική άποψή του, με το 32% των ερωτηθέντων πολιτών να δηλώνουν ότι οι απόψεις τους παρέμειναν ίδιες. Τη μελέτη υπογράφουν οι πανεπιστημιακοί καθηγητές Γιάννης Τούντας, Κυριάκος Σουλιώτης, Βασίλειος Κέφης και Νίκος Πολύζος.

Ανάλογα είναι τα ποσοστά της εμπιστοσύνης και της ικανοποίησης των ερωτηθέντων Ελλήνων πολιτών σε σχέση με τους νοσηλευτές και το λοιπό προσωπικό του ΕΣΥ της χώρας μας. Οι συντάκτες της εν λόγω μελέτης παρατηρούν, επίσης, με ιδιαίτερη έμφαση ότι, μετά την εμπειρία της πανδημίας, «αυξήθηκε η πίστη και η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην επιστήμη και στον ορθολογισμό και η επιστημονική ενημέρωση έγινε καθολικά αποδεκτή από τους πολίτες, ιδιαίτερα στην πρώτη φάση της πανδημίας και πριν από τη χρήση των εμβολίων. Η ευρεία χρήση των νέων τεχνολογιών για την αντιμετώπιση της επιδημίας και η συνειδητοποίηση των δυνατοτήτων τους άλλαξαν και τη θεώρηση για το μοντέλο παροχής των υπηρεσιών υγείας. Τέλος, ιδίως κατά τον πρώτο χρόνο της πανδημίας, καταγράφηκε αύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος και στους θεσμούς του, η οποία είναι απαραίτητη για την υλοποίηση των δομικών μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα».

Προσωπικός Γιατρός

Εντυπωσιακά, όμως, είναι και τα στοιχεία τα οποία παραθέτει η νέα μελέτη της διαΝΕΟσις σχετικά με την ευρεία κάλυψη του γενικού πληθυσμού της χώρας μας από τον νέο θεσμό του προσωπικού γιατρού στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας.  Συγκεκριμένα, οι συντάκτες της μελέτης επικαλούνται τα σχετικά στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (Δεκέμβριος 2022), τα οποία δείχνουν ότι ο αριθμός των εγγεγραμμένων δικαιούχων πολιτών, ηλικίας άνω των 16 ετών, σε προσωπικό γιατρό είναι 4.737.733, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 53,13% επί των δικαιούχων ή το 45,42% του γενικού πληθυσμού. Οι 4.737.733 πολίτες είναι εγγεγραμμένοι σε 3.351 προσωπικούς γιατρούς. Δηλαδή, 386.379 πολίτες έχουν εγγραφεί σε 197 προσωπικούς γιατρούς Τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤΟΜΥ), 2.637.731 σε 2.234 γιατρούς Κέντρων Υγείας και 1.713.623 πολίτες έχουν επιλέξει μεταξύ των 1.117 ιδιωτών γιατρών συμβεβλημένων με τον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ). Σύμφωνα με τα ως άνω δεδομένα, μάλιστα, φαίνεται ότι για την πλήρη κάλυψη του δικαιούχου πληθυσμού, ηλικίας 16 ετών και άνω, απαιτούνται επιπλέον 1.300 προσωπικοί γιατροί, ενώ οι τρεις διοικητικές περιφέρειες της χώρας μας με τη μεγαλύτερη σχετική ανάγκη είναι η Αττική, η Κεντρική Μακεδονία και το Νότιο Αιγαίο. Επιπλέον, οι συντάκτες της μελέτης της διαΝΕΟσις επισημαίνουν ότι «πρέπει να εξεταστεί η επέκταση του θεσμού στα παιδιά, με 1.000 παιδιάτρους, καθώς και η διεύρυνση του θεσμού σε άλλες συναφείς ειδικότητες, ιδιαίτερα για πολίτες με χρόνια νοσήματα».

Οι ιδιωτικές κλινικές της χώρας μας υπερτερούν σε αριθμό, αλλά το 65% των νοσοκομειακών κλινών βρίσκεται στα δημόσια νοσοκομεία και μόνο το 35% στον ιδιωτικό τομέα

Στρεβλώσεις

Την ίδια στιγμή, περίπου 10.000 εργαζόμενοι όλων των ειδικοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των γιατρών, λείπουν από το ΕΣΥ της χώρας μας, ενώ η δυνατότητα για λήψη αποφάσεων σε επιχειρησιακό επίπεδο εντός του νοσοκομείου παραμένει «πολύ περιορισμένη και οι παρεμβάσεις της κεντρικής διοίκησης είναι κατά κανόνα γραφειοκρατικές και αναποτελεσματικές. Η διοίκηση των νοσοκομείων παραμένει υπό τον πλήρη έλεγχο των κομμάτων εξουσίας (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ) με τον αποκλεισμό ή την περιορισµένη αξιοποίηση επαγγελµατικών στελεχών µε υψηλή επάρκεια». Σύµφωνα πάντα µε την ίδια µελέτη της διαΝΕΟσις, ο δηµόσιος νοσοκοµειακός τοµέας στην Ελλάδα παρουσιάζει διαχρονικά στρεβλώσεις σε ό,τι αφορά:

  • Την κατανοµή των ανθρώπινων πόρων, των κλινών, των κλινικών και των εργαστηρίων.
  • Τη διάρθρωσή τους στις αντίστοιχες υπηρεσίες και την περιφερειακή τους κατανοµή.
  • Τις δυνατότητες και τη συµβολή τους στον τρόπο λειτουργίας του συστήµατος, που αντανακλάται στις σχέσεις των στελεχών, όπως, για παράδειγµα, στη σχέση ιατρών/νοσηλευτών.
  • Την υπο-χρησιµοποίηση ή την έλλειψη τεχνολογικών πόρων του δηµόσιου τοµέα, ειδικότερα των επαρχιακών νοσοκοµείων.
  • Την αυξηµένη χρήση των Τµηµάτων Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) και των Τακτικών Εξωτερικών Ιατρείων (ΤΕΙ) των νοσοκοµείων για περιστατικά που θα έπρεπε να αντιµετωπιστούν σε πρωτοβάθµιο επίπεδο.
  • Την ύπαρξη κατακερµατισµένων κλινικών, τµηµάτων και εργαστηρίων, µε σηµαντικές αποκλίσεις µεταξύ των ανεπτυγµένων κλινικών, τµηµάτων και εργαστηρίων και των οργανικών (ΦΕΚ Οργανισµών).
  • Την έλλειψη σηµαντικών ιατρικών ειδικοτήτων, ιδίως σε επαρχιακά νοσοκοµεία.
  • Την έλλειψη ιατρικού/διαγνωστικού εξοπλισµού σύγχρονης διαγνωστικής και επεµβατικής τεχνολογίας ή/και την υπο-αξιοποίηση της υπάρχουσας υποδοµής.
  • Την έλλειψη καταγραφής των αναγκών υγείας κάθε Υγειονοµικής Περιφέρειας και, στη βάση αυτής, την περαιτέρω ενίσχυση του συστήµατος µε τους πόρους που χρειάζεται.

Από την τσέπη

Αξίζει ιδιαιτέρως να υπενθυµίσουµε ότι ένα από τα πιο σοβαρά προβλήµατα και µια από τις πιο σοβαρές χρηµατοδοτικές ανισορροπίες του ελληνικού συστήµατος Υγείας, σύµφωνα µε µια όχι πολύ παλαιότερη µελέτη της διαΝΕΟσις (2020), είναι το γεγονός ότι όχι απλώς και µόνον οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας βρίσκονται σε σχετικά υψηλά επίπεδα στη χώρα µας, συγκρινόµενες µε τις αντίστοιχες δηµόσιες δαπάνες υγείας, αλλά, επιπλέον, περίπου το… 90% των υψηλών αυτών ιδιωτικών δαπανών υγείας προέρχεται απευθείας από τις τσέπες των ίδιων των πολιτών και µόνον το υπόλοιπο ισχνό 10% προέρχεται από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες… Ακριβώς το αντίστροφο, δηλαδή, σε σχέση µε ό,τι συµβαίνει στις προηγµένες δυτικές χώρες. Και δεν φτάνει µόνον αυτό. Μεγάλο µέρος από αυτές τις ιδιωτικές δαπάνες υγείας που προέρχονται από τις τσέπες των πολιτών είναι αυτό που ονοµάζεται «άτυπες πληρωµές», το «φακελάκι» δηλαδή. Αυτές οι «άτυπες πληρωµές» αποτελούν, µε τη σειρά τους, µέρος της παραοικονοµίας της Υγείας και αφορούν κυρίως την παράκαµψη της σειράς αναµονής ή/και την προνοµιακή εξασφάλιση καλύτερης ποιότητας υπηρεσιών υγείας.

Αιτίες Θανάτου

Την ίδια στιγµή, οι Ελληνες πεθαίνουν κυρίως από τρία αίτια: καρδιαγγειακές παθήσεις (39% των θανάτων οφείλονται σε αυτές), καρκίνους (28%) και νοσήµατα του αναπνευστικού (13%). Αυτά τα ποσοστά αφορούν, λοιπόν, το 80% της θνησιµότητας στη χώρα µας και παραµένουν σχετικά σταθερά κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Επίσης, σήµερα σχεδόν 1 στους 4 Ελληνες αντιµετωπίζει κάποια χρόνια πάθηση, 7 στους 10 είναι παχύσαρκοι ή υπέρβαροι, 4 στους 10 είναι «σωµατικά αδρανείς», δηλαδή δεν γυµνάζονται καθόλου, ενώ εµφανίζουµε πολύ υψηλά ποσοστά καπνιστών και πολύ χαµηλή εµβολιαστική κάλυψη ενηλίκων, σε σχέση µε άλλες ανεπτυγµένες χώρες.

Η δομή

Τέλος, όσον αφορά τη συγκεκριµένη δοµή του συστήµατος Υγείας της χώρας µας, συµπεριλαµβανοµένου του ιδιωτικού τοµέα Υγείας και σύµφωνα πάντα µε τη διαΝΕΟσις, σήµερα τα θεραπευτήρια στη χώρα είναι 280, εκ των οποίων 141 ανήκουν στον ιδιωτικό τοµέα. Το σύνολο των κλινών κλειστής νοσηλείας είναι περίπου 45.000, ενώ το σύνολο των κλινών ανοικτής νοσηλείας είναι περίπου 3.500. Τα νοσοκοµεία του ΕΣΥ είναι 128 γενικά νοσοκοµεία και 11 ειδικά (3 ψυχιατρικά, 2 γυναικολογικά-µαιευτικά, 2 παιδιατρικά και 4 ογκολογικά). Υπάρχουν επίσης 201 Κέντρα Υγείας και περίπου 200 πρώην πολυϊατρεία του ΙΚΑ. Επιπλέον, υπάρχουν 1.487 περιφερειακά ιατρεία στις αγροτικές περιοχές και 127 Τοπικές Μονάδες Υγείας (ΤΟΜΥ) σε αστικές περιοχές. Ολες αυτές οι µονάδες υπάγονται στις διοικήσεις των επτά Υγειονοµικών Περιφερειών (ΥΠΕ) της χώρας µας, οι οποίες ασκούν κυρίως εποπτικό και συντονιστικό ρόλο. Τη διοίκηση ασκεί κυρίως κεντρικά το υπουργείο Υγείας. Οµως, παρά το γεγονός ότι οι ιδιωτικές κλινικές της χώρας µας είναι κατά τι αριθµητικά περισσότερες από τα νοσοκοµεία του ΕΣΥ, περίπου το 65% των νοσοκοµειακών κλινών στην Ελλάδα βρίσκεται στα δηµόσια νοσοκοµεία και µόνο το 35% στον ιδιωτικό τοµέα. Αυτό συµβαίνει επειδή οι περισσότερες ιδιωτικές κλινικές είναι µικρές ή µεσαίες σε µέγεθος (γενικές, µαιευτικές ή νευροψυχιατρικές, κυρίως).