Ο θεσµός της συνεπιµέλειας τα τελευταία χρόνια και µετά την καθιέρωσή του από την κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας, το 2021, προκρίνεται από τα ελληνικά δικαστήρια ως ο ιδανικός τρόπος ανατροφής των παιδιών. Αποτελεί, άλλωστε, ένα σύστηµα, η εναλλασσόµενη, δηλαδή, κατοικία του παιδιού και όχι η ανάθεση της αποκλειστικής επιµέλειας στη µητέρα, που ακολουθείται σε αρκετές ευρωπαϊκές, και όχι µόνο, χώρες.

Ο θεσµός της συνεπιµέλειας

Σε πολλές περιπτώσεις λειτουργεί και είναι προς το συµφέρον των παιδιών, που δεν στερούνται κανέναν από τους γονείς τους και περνούν ισότιµο χρόνο και µε τους δύο. Σε άλλες, όµως, όχι µόνο δεν αποτελεί την ιδανική λύση, αλλά µπορεί να φέρει και αντίθετα αποτελέσµατα από αυτά που επιδιώχθηκαν µε την καθιέρωσή του.

Πολύ πρόσφατα, µάλιστα, απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας, την οποία παρουσιάζουν τα «Π» και αφορά τον τρόπο άσκησης της επιµέλειας ζευγαριού το οποίο βρίσκεται σε διάσταση και επιθυµεί να χωρίσει, κρίνει πως όχι µόνο δεν µπορεί να λειτουργήσει στην περίπτωσή τους ο θεσµός της συνεπιµέλειας, αλλά ενδεχοµένως να αναστατώσει και να απορρυθµίσει τη ζωή του παιδιού τους. Ο λόγος είναι ότι οι γονείς, µετά το τέλος του γάµου τους, συνέχισαν να έχουν µεγάλες εντάσεις µεταξύ τους, οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις έφτασαν και στις δικαστικές αίθουσες. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα η ελληνική ∆ικαιοσύνη να απορρίψει το αίτηµα του πατέρα να ανατεθεί σε αυτόν και την εν διαστάσει σύζυγό του η συνεπιµέλεια του παιδιού τους.

Επίπεδο αλληλοκατανόησης στις σχέσεις των γονέων

Συγκεκριµένα, το Μονοµελές Πρωτοδικείο της Αθήνας (απόφαση υπ’ αριθµόν 10852/2023) έθεσε τους όρους και τις βασικές προϋποθέσεις βάσει των οποίων µπορεί να δοθεί συνεπιµέλεια χωρίς να διαταράσσεται η ψυχική υγεία των παιδιών. Στη δικαστική απόφαση, συγκεκριµένα, επισηµαίνεται ότι «η ευτυχής λειτουργία της συνεπιµέλειας προσώπου ανηλίκου τέκνου και από δύο τους γονείς του σε όλες τις επιµέρους πτυχές της επιµέλειας προϋποθέτει ένα ελάχιστο επίπεδο αλληλοκατανόησης στις σχέσεις των γονέων, οι οποίοι έχουν αποφασίσει συνειδητά να παραµερίσουν τις προσωπικές τους διαφορές και είναι σε θέση να συνεργασθούν για τη διαµόρφωση ενός περιβάλλοντος που θα ευνοήσει την απρόσκοπτη βιοτική και ψυχολογική ανάπτυξη του τέκνου τους, έτσι ώστε η παράλληλη ύπαρξη δύο κέντρων ζωής του παιδιού να µην αναστατώνει και απορρυθµίζει τη ζωή του ούτε να δηµιουργεί σε αυτό έλλειψη σταθερότητας και ανασφάλεια».

Στην προκειµένη περίπτωση, που κρίθηκε από το δικαστήριο, οι γονείς, παρά τα συναισθήµατα αγάπης και αφοσίωσης για το παιδί τους και -όπως αναφέρεται στην απόφαση- «τις συγκροτηµένες προσωπικότητες και την κοινωνική τους πείρα, δεν κατάφεραν να διαχειριστούν µε ψυχραιµία, νηφαλιότητα και µέτρο τη µεταξύ τους συγκρουσιακή σχέση, τον χωρισµό και τη µετάβαση της οικογένειάς τους στις νέες συνθήκες». Αντίθετα, όπως διέγνωσε το δικαστήριο, «η µεταξύ των γονέων διαπροσωπική σχέση έχει αποδοµηθεί πλήρως και διαπνέεται από έντονη αντιπαλότητα, εξακολουθώντας και κατά τον χρόνο της συζήτησης να είναι συγκρουσιακή». Στη δικαστική κρίση συνυπολογίζεται και το γεγονός ότι υπάρχουν µεταξύ τους συνεχείς δικαστικές διαµάχες.

Δυσχερής κάθε προσπάθεια συναπόφασης και σύµπραξης

Εποµένως, όπως τονίζεται στην απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας, η επιλογή να συνεχίσουν οι γονείς να ασκούν από κοινού την επιµέλεια του παιδιού τους προκρίνεται όταν οι τελευταίοι εµφανίζονται πρόθυµοι να επικοινωνούν µεταξύ τους αρµονικά και να συνεργάζονται, προκειµένου να λαµβάνουν από κοινού τις αποφάσεις που αφορούν στο πρόσωπό του. Ωστόσο, κάτι τέτοιο στην περίπτωση που εξετάστηκε από το Μονοµελές Πρωτοδικείο της Αθήνας δεν αποδείχθηκε. Αυτό -όπως τονίζεται στη δικαστική απόφαση- έχει ως αποτέλεσµα «να καθίσταται εκ των πραγµάτων εξαιρετικά δυσχερής κάθε προσπάθεια συναπόφασης και σύµπραξης, οδηγώντας τη συνάσκηση της επιµέλειας σε δυσλειτουργία και, άρα, αναπόφευκτα σε αδιέξοδο».

Τελικά, το δικαστήριο κατέληξε ότι «η τυχόν ανάθεση της επιµέλειας του ανηλίκου τέκνου από κοινού στους ενάγοντες γονείς θα οδηγούσε πρακτικά σε αδυναµία λήψης υπεύθυνων και σταθερών αποφάσεων για το πρόσωπό του και, εντέλει, θα προσέκρουε στο βέλτιστο συµφέρον του, όπως αυτό υπαγορεύεται από τις βιοτικές και ψυχικές ανάγκες του». Τελικά, το Μονοµελές Πρωτοδικείο της Αθήνας στην υπόθεση που εξέτασε και παρουσιάζουν σήµερα τα «Π» αποφάσισε να ανατεθεί η αποκλειστική άσκηση της επιµέλειας του παιδιού του ζευγαριού στη µητέρα, µε τη γονική µέριµνα να ανήκει και να ασκείται και από τους δύο γονείς. Παράλληλα, το δικαστήριο ρύθµισε αναλυτικά και τις ηµέρες και τις ώρες επικοινωνίας του πατέρα µε το παιδί.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά»