Πιέσεις ασκούνται στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος να δείξει ανεκτική στάση στη θεσμοποίηση του πολιτικού γάμου των ομοφύλων, όποτε έρθει το θέμα προς νομοθέτηση. Αυτό αποτελεί παραλογισμό, με δεδομένο ότι η Εκκλησία γενικά δεν αναγνωρίζει τον πολιτικό γάμο ως μυστήριο. Και αφού αυτό ισχύει για τα ετερόφυλα ζευγάρια, πολύ περισσότερο ισχύει για τα ομόφυλα.

Αν η πολιτεία επιθυμεί να δίνει κύρος και νομιμότητα σε αστικές συμβάσεις στις οποίες εντάσσεται και ο πολιτικός γάμος, αυτό δεν ενδιαφέρει την Εκκλησία που έχει άλλου τύπου δογματισμό σχετικά. Η Εκκλησία τις προηγούμενες ημέρες γνωστοποίησε με άτυπο, πλην έγκυρο, τρόπο τις απόψεις της Ιεραρχίας για τον πολιτικό γάμο των ομοφύλων.

Η προσέγγισή της ήταν προβλέψιμη με δεδομένο ότι για τον Χριστιανισμό η ομοφυλία, ακόμη και η ομοφυλοφιλία, δεν είναι αποδεκτές ως προς την ηθική τους βάση. Η Ορθοδοξία στη βάση των κανόνων της αντιμετωπίζει το σεξ, τη γενετήσια πράξη γενικά, ως μέρος της αναπαραγωγής και δεν ευλογεί τον κάθε τύπου «ηδονισμό». Στη θεώρηση αυτή είναι φυσικό η ομοφυλία, που δεν συνδέεται με την αναπαραγωγή του είδους, να αντιμετωπίζεται ως στρέβλωση που φυσικά δεν ευλογείται.

Στη θέση που πήρε η Εκκλησία ως προς την προοπτική της νομιμοποίησης του πολιτικού γάμου ομοφύλων και αντιμετωπίζοντας με νομικό ρεαλισμό την τεκνοθεσία, την υιοθέτηση δηλαδή παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια, ανέφερε ότι στην περίπτωση που θεσμοθετηθεί ο πολιτικός γάμος ομοφύλων είναι βέβαιο πως, ακόμη και αν στον ίδιο νόμο δεν υιοθετηθεί το δικαίωμα στην τεκνοθεσία, πολύ εύκολα αυτή μπορεί να διεκδικηθεί δικαστικά και να κερδηθεί. Άρα ο πολιτικός γάμος των ομοφύλων ουσιαστικά εμπεριέχει και το δικαίωμα της τεκνοθεσίας. Σχολιάζοντας με αιχμηρό τρόπο η Ιεραρχία το συγκεκριμένο παρεπόμενο δήλωσε ότι τα παιδιά δεν είναι κατοικίδια για όσους επιθυμούν να νιώσουν κηδεμόνες, ούτε αξεσουάρ που θα επισημοποιήσουν ή θα καταστήσουν αποδεκτή μια ομόφυλη συμβίωση.

Το συγκεκριμένο σχόλιο προκάλεσε πολλές αντιδράσεις. Άλλοι το θεώρησαν υπονοούμενο για την περίπτωση Κασσελάκη και άλλοι προσβλητικό για τους ομοφύλους. Ιδιαίτερα αφού οι θέσεις της Εκκλησίας σχετικά κοινοποιήθηκαν με τη μορφή εγκυκλίου σε όλες τις μητροπόλεις και όλους τους ναούς. Κι όμως, η οπτική αυτή αποτελεί ενότητα στο όλο σκεπτικό της Εκκλησίας. Από την άλλη, όσοι δεν επιθυμούν υψηλούς τόνους αντιπαράθεσης θα πρέπει να εισαγάγουν το θέμα σε χαμηλούς τόνους και όχι με προκλητικό τρόπο σαν να θέλουν να επιβάλουν τον γάμο και την τεκνοθεσία αυτή ως κανονικότητα. Η μέθοδος που ακολουθούν οι κοινότητες των ομοφυλοφίλων είναι επιθετική και η αντίδραση σε αυτή είναι λογικό να εξελίσσεται σε πιο οξεία.

Άλλωστε, η βιαιότητα με την οποία έχει εισαχθεί ή και επιβληθεί στη δημόσια συζήτηση το θέμα είναι αδικαιολόγητη και τελικά δικαιώνει όλους όσοι υποστήριζαν, μεταξύ αυτών και η Εκκλησία, ότι το σύμφωνο συμβίωσης που εδόθη στους ομοφύλους, που δήλωναν ότι δεν ένιωθαν καλυμμένοι από τις ρυθμίσεις του Αστικού Δικαίου, αποτελούσε «προθάλαμο» της διεκδίκησης πολιτικού γάμου. Στην παρούσα φάση, στη δημόσια συζήτηση, που κατά κύριο λόγο εξελίσσεται στα μίντια, επιχειρείται να παρουσιασθεί η Εκκλησία ως «σκοταδιστική» και αντιδραστική δύναμη. Είναι μια λανθασμένη κατεύθυνση στη συζήτηση και ένα απολύτως στρεβλό κλίμα. Καλόν είναι οι κοινότητες των ομοφύλων αλλά και ο κύκλος των ομοφυλοφίλων να «εκλογικεύσουν» τους τόνους που χρησιμοποιούν ως προς την επιθετικότητα του «δικαιωματισμού» τους και να μην καλλιεργούν με τη στάση και τη συμπεριφορά τους κοινωνικό διχασμό. Γιατί, ιστορικά, καμία μειοψηφία δεν κέρδισε συγκρουόμενη με την πλειοψηφία, ακόμη και σε φιλελεύθερες και ανεκτικές κοινωνίες όπως η ελληνική…

*Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή