Δεκατρία και πλέον χρόνια µετά την τραγωδία στο υποκατάστηµα της τράπεζας Marfin, οι συγγενείς των τριών θυµάτων και οι εργαζόµενοι που εγκλωβίστηκαν στο φλεγόµενο κτίριο συνεχίζουν να δίνουν µάχη µέσα στις δικαστικές αίθουσες, διεκδικώντας την καταβολή αποζηµιώσεων.

Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι καταλογίστηκε στο τότε εκτελεστικό µέλος του ∆.Σ. «παράλειψη υποχρεώσεων, οι οποίες είχαν ή µπορούσαν να έχουν ανατεθεί νόµιµα σε υφιστάµενους, υποκατάστατους ή προστηθέντες υπαλλήλους ή τρίτους»
Πριν από λίγο διάστηµα µια απόφαση του Αρείου Πάγου έβαλε φρένο στις διεκδικήσεις τους, αναιρώντας την εφετειακή απόφαση που τους δικαίωνε και στέλνοντας την υπόθεση για νέα κρίση.

Συγκεκριµένα, πρόκειται για µια απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου µε την οποία έγινε δεκτή η αίτηση αναίρεσης τότε στελέχους της τράπεζας κατά της εφετειακής απόφασης και παραπέµφθηκε η υπόθεση προκειµένου να κριθεί εκ νέου από το Μονοµελές Εφετείο Αθηνών.

Η απόφαση του Αρείου Πάγου εκδόθηκε στο πλαίσιο αγωγών που έχουν καταθέσει δέκα συγγενείς θυµάτων και τότε εργαζόµενοι στο υποκατάστηµα, οι οποίοι δικαιώθηκαν σε πρώτο και δεύτερο βαθµό.


Marfin: Τι συνέβη το μεσημέρι της 5ης Μαΐου 2010

Τα όσα συνέβησαν το µεσηµέρι της 5ης Μαΐου 2010 περιγράφονται αναλυτικά στη δικαστική απόφαση. Μια οµάδα κουκουλοφόρων, οι οποίοι παραµένουν µέχρι σήµερα ασύλληπτοι, επιτέθηκαν µε βόµβες Μολότοφ στο υποκατάστηµα της τράπεζας, αφού πρώτα περιέβρεξαν µε εύφλεκτο υγρό το εσωτερικό τµήµα της αριστερής πλευράς του κτιρίου.

Αυτό είχε ως αποτέλεσµα να προκληθεί µεγάλη πυρκαγιά και πυκνός καπνός, που εξαπλώθηκαν άµεσα, και, δεδοµένου ότι το εύφλεκτο υλικό που είχαν χρησιµοποιήσει ενίσχυε την ένταση της φωτιάς, αυτή µεταδόθηκε γρήγορα και στον ηµιώροφο του καταστήµατος.

Στο κτίριο βρίσκονταν 27 υπάλληλοι, οι οποίοι εγκλωβίστηκαν διότι δεν υπήρχε δυνατότητα διαφυγής τους. Οπως κρίθηκε από το Μονοµελές Εφετείο, οι εργαζόµενοι εγκλωβίστηκαν «εξαιτίας της έλλειψης µέτρων ασφαλείας, τα οποία θα τους επέτρεπαν να εγκαταλείψουν µε ασφάλεια το φλεγόµενο κτίριο, εφόσον, αφενός δεν υπήρχαν δίοδοι διαφυγής ούτε έξοδοι κινδύνου και η µοναδική θύρα που βρισκόταν πλησίον της κεντρικής θύρας ασφαλείας δεν µπορούσε να χρησιµοποιηθεί ως εναλλακτική έξοδος κινδύνου, αφετέρου οι εξώστες που βρίσκονταν στους ορόφους του καταστήµατος ήταν κλειδωµένοι και οι υπάλληλοι χωρίς εκπαίδευση για την ασφαλή εγκατάλειψη του κτιρίου. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα την απώλεια πολύτιµου χρόνου, διότι οι υπάλληλοι επιχείρησαν να ανεύρουν τρόπους διαφυγής, οι οποίοι όµως δεν υπήρχαν».

Ο απολογισµός ήταν τραγικός. Τρεις άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, 32 ετών (έγκυος 4 µηνών), ο Επαµεινώνδας Τσάκαλης, 36 ετών, και η Παρασκευή Ζούλια, 35 ετών. Την ίδια στιγµή, όσοι επέζησαν υπέστησαν σωµατικές βλάβες.

Στην απόφαση του Εφετείου, συγκεκριµένα, τονίζεται πως «αποδείχθηκε ότι οι υπάλληλοι που κατόρθωσαν να διασωθούν, µεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες, υπέστησαν, ένεκα της εισπνοής καπνού και τοξικών αερίων, αλλά και της προσπάθειάς τους να διαφύγουν (...), σωµατικές βλάβες». Το Εφετείο µε την απόφασή του δέχθηκε ότι τα εναγόµενα τότε στελέχη της τράπεζας (πρόεδρος και διευθύνων σύµβουλος, αναπληρωτής διευθύνων σύµβουλος και εκτελεστικό µέλος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου) φέρουν ευθύνη για τους θανάτους και τις σωµατικές βλάβες που υπέστησαν οι εργαζόµενοι.

«Σύµφωνα µε όσα αποδείχθηκαν, οι ανωτέρω θάνατοι και σωµατικές βλάβες των προαναφερθέντων υπαλλήλων οφείλονται στη συµπεριφορά των εναγοµένων φυσικών προσώπων, µέλη και εκτελεστικά όργανα του ∆.Σ. της τράπεζας, οι οποίοι δεν επέδειξαν την επιµέλεια και προσοχή την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και µπορούσαν να καταβάλουν, ως µέσοι, συνετοί άνθρωποι του ιδίου συναλλακτικού κύκλου και όντας αρµόδιοι, λόγω της ως άνω ιδιότητάς τους, να φροντίζουν για την ασφάλεια των εργαζοµένων του νοµικού προσώπου του οποίου αποτελούσαν το ∆ιοικητικό Συµβούλιο», αναφέρεται, συγκεκριµένα, στο σκεπτικό της απόφασης του Εφετείου. Αντίθετα, ωστόσο, ο Αρειος Πάγος αποφάνθηκε (υπ’ αριθµόν 1530/2023 Β1 Πολιτικό Τµήµα) ότι το Εφετείο εσφαλµένα ερµήνευσε και εφάρµοσε τις νοµοθετικές διατάξεις, «αφού η αµελής συµπεριφορά της τράπεζας, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ήταν πράγµατι πρόσφορη να προκαλέσει το ζηµιογόνο αποτέλεσµα, πλην, όµως, δεν στοιχειοθετούν την προσωπική ευθύνη του αναιρεσείοντος, εκτελεστικού µέλους του ∆ιοικητικού Συµβουλίου της».

Συγκεκριµένα, ο Αρειος Πάγος έκρινε ότι το Εφετείο καταλόγισε στο τότε εκτελεστικό µέλος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου «την παράλειψη υποχρεώσεων οι οποίες είχαν ή µπορούσαν να έχουν ανατεθεί νόµιµα (σύµφωνα µε το καταστατικό ή µε επιµέρους αποφάσεις του ∆.Σ.) σε υφιστάµενους, υποκατάστατους ή προστηθέντες, υπαλλήλους ή τρίτους», χωρίς, ωστόσο, «να διαλάβει παραδοχή περί του ότι το άνω εκτελεστικό µέλος βαρύνεται µε πταίσµα ως προς την επιλογή ή την εποπτεία των προσώπων αυτών, άνευ του οποίου δεν µπορεί να θεµελιωθεί ατοµική του ευθύνη, και επιπλέον δεν διευκρίνισε ποιες από τις παραλείψεις που κατέγνωσε αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις οι οποίες δεν είχαν ανατεθεί σε κανένα υφιστάµενο πρόσωπο, έτσι ώστε να διατηρηθούν οι υποχρεώσεις των εκτελεστικών µελών του ∆ιοικητικού Συµβουλίου και ποίου συγκεκριµένα κατά περίπτωση».

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 23/12/2023