To τραγούδι του που τον χαρακτήρισε και καθόρισε την πορεία του είναι το βραβευμένο «Αν ξανακατεβείς, Χριστέ, στη γη μας», που έμεινε διαχρονικό. Ο Γιώργος Πολυχρονιάδης, αν και σφράγισε με τα τραγούδια του και την ξεχωριστή, βραχνή φωνή του μια ολόκληρη εποχή, παρέμεινε σεμνός και διακριτικός.
Εξακολουθεί να κάνει αυτό που αγαπάει από παιδί, αμετακίνητος μια ολόκληρη ζωή στο είδος του τραγουδιού που επέλεξε να ερμηνεύει, με κοινωνικό στίχο, αλλά και ερωτική ευαισθησία.

Για όλα μίλησε στην «ΟΝ time»: Για τον πύργο όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη, την αγάπη του για τη μουσική και το «άγγιγμα» του Κυρίου, αλλά και τα χιλιάδες γράμματα λατρείας που φυλάει από τις θαυμάστριές του. Ακόμα, μας είπε για τη φιλία του με τον Στράτο Διονυσίου και την τελευταία βραδιά της ζωής του, την ευτυχισμένη οικογενειακή του ζωή και το εγγονάκι που περιμένει, τον πήχη που ποτέ δεν έβαλε ψηλά, αν και ξεπέρασε τις προσδοκίες του, και την άποψή του για τις δηλώσεις του Γιώργου Νταλάρα τελευταία, οι οποίες πυροδότησαν αντιδράσεις.

Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στη Θεσσαλονίκη. Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;

Γεννήθηκα το 1951 στη Θεσσαλονίκη, εκεί μεγάλωσα και έφυγα το 1975, δηλαδή, ήμουν 24 χρόνων όταν πια ήρθα στην Αθήνα. Το σπίτι όπου μεγάλωσα ήταν ένα υπέροχο νεοκλασικό, που έμοιαζε σαν πύργος, χτισμένο από το σπουδαίο Ιταλό αρχιτέκτονα Πιέρο Αριγκόνι, στην «καρδιά» της παραλίας της Θεσσαλονίκης. Εκεί έζησα μέχρι το 1964 που το γκρέμισαν. Ήμουν τυχερός που έζησα μέσα σε ένα τέτοιο ιστορικό σπίτι, γιατί υπήρξε και κύρια κατοικία του Πιέρο Αριγκόνι που έχτισε σπουδαία κτίρια στη Θεσσαλονίκη, καθώς το 1892 εγκαταστάθηκε στη συμπρωτεύουσα. Η κόρη του Αριγκόνι ερωτεύτηκε τον τότε γνωστό καπνέμπορα Ηρακλή Μοσκώφ, πατέρα του ιστορικού και συγγραφέα Κωστή Μοσκώφ. Ο Ηρακλής Μοσκώφ ήταν θείος μου -η μητέρα μου ήταν πρώτη του ξαδέλφη- και γι’ αυτό μας είχε παραχωρήσει αυτό το υπέροχο σπίτι έναντι πολύ μικρού οικονομικού αντιτίμου.

Πώς ήταν για ένα παιδί να ζει μέσα σε έναν πύργο, να παίζει, να φέρνει τους φίλους του;

Ήταν υπέροχα. Ομολογώ, όμως, ότι όταν ήμουν πολύ μικρός, κάποιες φορές τα βράδια φοβόμουν, γιατί τα δωμάτια ήταν τεράστια, κι όταν ο καιρός ήταν άσχημος, με αέρα και βροντές, με κυρίευε μια ανασφάλεια (γέλια). Αργότερα το συνήθισα κι ήμουν πολύ ευτυχισμένος που ζούσα εκεί. Πέρασα ανέμελα, όμορφα παιδικά χρόνια. Ήμασταν τρία αδέλφια. Εγώ είμαι ο μικρότερος, είχα ένα μεγαλύτερο αδελφό, τον Θόδωρο, που δυστυχώς τον έχασα πρόσφατα, και μία αδελφή, την Ευρώπη, επίσης μεγαλύτερη, η οποία ζει. Ο πατέρας μας Νίκος ήταν έμπορος -αντιπρόσωπος μεγάλης καπνοβιομηχανίας- και το μαγαζί του το είχε στην Αξιούπολη, απ’ όπου ήταν και η καταγωγή του. Πηγαινοερχόταν, γιατί ήθελε να μεγαλώσουμε και να σπουδάσουμε στην πόλη, οπότε εμείς μέναμε με τη μητέρα μας κι εκείνος ερχόταν τα Σαββατοκύριακα. Τη μητέρα μας την έλεγαν Όλγα. Θυμάμαι που από τριών χρόνων έπαιρνα το σκουπόξυλο της μητέρας μου, το «έκανα» κιθάρα και έπαιζα (γέλια). Είχα εμμονή με τη μουσική από πολύ μικρός.

Κι οι γονείς σας τι έλεγαν;

Εκείνα τα χρόνια ήταν δύσκολα και υπήρχε πάντα η αντίληψη «δεν μπορεί το παιδί μου να γίνει μουσικός», ο πατέρας μου δεν το πολυήθελε, η μάνα μου ούτε να το ακούσει. Μου έλεγαν «θα πηγαίνεις να παίζεις στα πανηγύρια;». Κι αυτό γιατί από πολύ μικρός τούς ζητούσα να μου αγοράσουν ένα μουσικό όργανο, αλλά οι γονείς μου δεν μου το πήραν ποτέ. Όταν ήμουν επτά χρόνων, η γιαγιά μου -μεταξύ σοβαρού και αστείου- μου έφερε ένα μικρό, παιδικό ακορντεόν, κι εγώ, με το που το άγγιξα, άρχισα να παίζω κανονικά και να βγάζω τραγούδια μόνος μου, χωρίς να μου έχει δείξει κανείς! Επίσης, άρχισα να παίζω όλες τις επιτυχίες της τότε εποχής. Κι όταν είδε η νονά μου, η οποία μου είχε αδυναμία, ότι μου αρέσει η μουσική και έχω αρχίσει να παίζω, πήγε και μου πήρε ένα μεγαλύτερο ακορντεόν. Ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές μου. Ένιωθα άρχοντας. Πήγαινα κι έπαιζα σε γιορτές, στο σχολείο, με τη χορωδία, όπου μπορούσα. Ήμουν αυτοδίδακτος. Δεν μου έδειξε κανένας τίποτα. Είχα βρει τα πάντα μόνος μου.

Πότε αποφασίσατε ότι θέλατε να ακολουθήσετε αυτόν το δρόμο επαγγελματικά;

Θυμάμαι ήταν το 1964, που είχαν βγει οι Beatles στην Αγγλία, γινόταν χαμός στην Ευρώπη, και ήρθε η πρώτη ταινία τους, το «A Hard Day’s Night» και στην Ελλάδα, οπότε πήγα να τη δω στον κινηματογράφο της γειτονιάς μου. Με το που μπαίνω μέσα, κάθομαι όρθιος με το στόμα ανοιχτό, γιατί πέτυχα τη σκηνή όπου τραγουδούσε ο Τζον Λένον με μια κιθάρα το «Tell Me Why». Είχα απορροφηθεί τόσο, που δεν ήθελα να χάσω ούτε ένα δευτερόλεπτο, για να βρω θέση να καθίσω. Τότε είπα μέσα μου «αυτό θέλω να κάνω».

Και πώς αποκτήσατε την πρώτη σας κιθάρα;

Πούλησα το ακορντεόν μου και πήρα κιθάρα. Άρχισα πια να μαθαίνω και να παίζω κιθάρα -μου έδειξε ένας γείτονας δύο, τρία πράγματα- κι από κει και πέρα το έψαχνα μόνος μου. Στη συνέχεια μπήκαμε στην εποχή που ήταν η μόδα των συγκροτημάτων και με τα παιδιά της γειτονιάς κάναμε ένα μουσικό συγκρότημα. Τότε, λοιπόν, πήγα κρυφά από τους γονείς μου και πούλησα το ποδήλατό μου για να αγοράσω την πρώτη μου ηλεκτρική κιθάρα. Άρχισα να τραγουδάω κιόλας κι έτσι ξεκίνησα.

Είχατε σκεφτεί ποτέ να γίνετε κάτι άλλο εκτός από μουσικός και τραγουδιστής;

Όχι. Ποτέ. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να γίνω μουσικός. Το τραγούδι προέκυψε στην πορεία.

Η μεγάλη δημοσιότητα για εσάς ήρθε το 1979 με τα πρώτα βραβεία, ερμηνείας, σύνθεσης-ενορχήστρωσης, δημοφιλέστερου τραγουδιστή και στίχου (Σάσα Μανέττα), που κέρδισε το τραγούδι σας «Αν ξανακατεβείς, Χριστέ, στη γη μας», το οποίο έγινε διαχρονική επιτυχία. Είστε πολύ σεμνός όλα αυτά τα χρόνια. Πώς είδατε την… απογείωσή σας στον καλλιτεχνικό χώρο; Το νιώσατε τότε;

Ναι, το ένιωσα, γιατί εκείνα τα χρόνια το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης ήταν κάτι πολύ σπουδαίο στην Ελλάδα. Ήταν -πώς να το πω;- σαν να γινόταν ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου και έπαιζε η Ελλάδα. Ήταν όλοι σε μια τηλεόραση και έβλεπαν το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης -ήταν νέκρα στους δρόμους-, και μετά για δυο-τρεις μέρες ήταν το θέμα που συζητούσε ο κόσμος. Ήταν η μοναδική ευκαιρία για κάποιον καλλιτέχνη να τον μάθει ο κόσμος. Κι αυτό το έζησα πολύ έντονα.

Το πιστεύατε όταν ερμηνεύατε αυτό το τραγούδι -45 χρόνια πριν- ότι θα ήταν τόσο επίκαιρο σήμερα με όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας, καθώς ο πόλεμος είναι δίπλα μας;

Για να είμαι ειλικρινής, δεν το φανταζόμουν. Σιγά σιγά, στην πορεία, και εγώ και η Σάσα (Μανέττα) συνειδητοποιούσαμε ότι είχαμε φτιάξει κάτι που θα μείνει κλασικό και διαχρονικό. Γιατί ακόμα και σήμερα, όταν το ερμηνεύω, με το που ξεκινάει το τραγούδι, γίνεται χαμός. Κι ήταν ένα τραγούδι που το είχα από το 1975 στο συρτάρι. Μου είχε δώσει τους στίχους η Σάσα, αλλά δεν μου έβγαινε η μουσική που θα με ικανοποιούσε. Έπρεπε να έχει μια ιδιαίτερη μουσική. Μια μέρα μπήκα στο σπίτι, ήταν η κιθάρα στον καναπέ, την πήρα στα χέρια μου και βλέπω το χαρτί όπου είχα γράψει τους στίχους -μου τους είχε δώσει τηλεφωνικά η Σάσα και το έχω κρατήσει αυτό το χαρτί- και μου βγήκε η μελωδία αμέσως. Το έπαιξα λες και το ήξερα χρόνια.

Η καριέρα σας απογειώθηκε με αυτό το τραγούδι. Όταν το ακούμε, αναγνωρίζουμε την ιδιαίτερη φωνή σας, με αυτή την υπέροχη, χαρακτηριστική βραχνάδα. Πιστεύετε στον Θεό;

Πιστεύω, αλλά δεν είμαι φανατικός της Εκκλησίας και της θρησκείας, με αυτή την έννοια. Πιστεύω στην ανώτερη δύναμη που είναι ο Θεός. Δεν πιστεύω σε θρησκείες, κι όχι μόνο στη δική μας. Δηλαδή, πιστεύω ότι όλο αυτό το θέμα με τον Θεό το έχουν «καπελώσει» όλες οι θρησκείες. Εγώ πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι. Ό,τι ήθελα να πω στον κόσμο, το είπα με αυτό το τραγούδι. Μην ξεχνάς πως, όταν το τραγούδησα, το μεγαλύτερο μέρος της Εκκλησίας με κατέκρινε. Κάποιοι μητροπολίτες είπαν τότε πως είναι ντροπή, ότι είναι ύβρις για τον Χριστό. Άκουσα τα εξ αμάξης. Υπήρξαν τεράστιες αντιδράσεις.

Εκείνη τη στιγμή που γράψατε τη μουσική γι’ αυτό το τραγούδι, νιώσατε ότι υπήρχε κάποια δύναμη που σας έσπρωξε; Ό,τι σας «άγγιξε το χέρι του Κυρίου» για να το δημιουργήσετε;

Ναι, βεβαίως το ένιωσα και αισθάνθηκα και δέος. Ανατρίχιασα και ακόμα ανατριχιάζω όταν το ερμηνεύω.

Σας αποκαλούσαν «ο Έλληνας με τη νέγρικη φωνή των μπλουζ». Νιώθατε ότι έχετε κάτι διαφορετικό;

Φυσικά, γιατί εγώ τραγουδούσα μπλουζ και ροκ τραγούδια, αγαπούσα την ξένη μουσική, έπαιζα χρόνια σε συγκροτήματα και τραγουδούσα πολύ καλά στα αγγλικά. Η γλώσσα του μπλουζ είναι η αγγλική και ήμουν πολύ καλός σε αυτό. Είχα και πολλές επιρροές από την μπλουζ μουσική και στον τρόπο που έγραφα και τραγουδούσα.

Πώς καταφέρατε, έχοντας όλη εκείνη τη δόξα, να παραμείνετε σεμνός και χαμηλών τόνων; Πώς και δεν καβαλήσατε το καλάμι;

Αυτό πιστεύω είναι θέμα χαρακτήρα. Ο χαρακτήρας δεν αλλάζει. Ακόμα είμαι σεμνός. Δεν ήμουν ποτέ φιλάρεσκος και, όταν τραγουδούσα, ένιωθα αμηχανία. Δεν μου άρεσε να εκτίθεμαι. Δεν ήμουν ψώνιο, να θέλω να γίνω τραγουδιστής για να με βλέπουν και να με χειροκροτούν. Εγώ ακόμα και τώρα, όταν παίζω κάπου, στο μισό πρόγραμμα που κάνω έχω άγχος και τρέμουν τα χέρια μου!

Πώς βλέπετε τους σημερινούς τραγουδιστές σε σχέση με τη δική σας εποχή;

Έχει αλλάξει η εποχή και δεν είμαι επικριτικός για τα νέα παιδιά. Υπάρχουν πολύ καλοί καλλιτέχνες, πάντα έβγαιναν στην Ελλάδα ταλέντα, και πολλοί είναι αυτοί και αυτές που μου αρέσουν σε αυτό που κάνουν. Μου αρέσουν όλα τα είδη του τραγουδιού. Παρακολουθώ και ακούω τα πάντα. Αν και τα τελευταία χρόνια δεν πολυκυκλοφορώ και δεν πάω σε μαγαζιά να ακούσω συναδέλφους μου. Είναι κάτι που με κουράζει και το βαρέθηκα. Δηλαδή, δεν μου αρέσει η νύχτα, με την έννοια που το λέγαμε παλιά. Απλώς έτυχε να κάνω αυτή τη δουλειά, που είναι τη νύχτα. Εμένα μου αρέσει να κάνω συναυλίες κι όχι να παίζω κάπου και να τρώνε ή να πίνουν. Δεν μου άρεσε ποτέ, αλλά το έκανα αναγκαστικά για βιοπορισμό. Τώρα η δημοσιότητα είναι αλλιώς. Δεν μπορείς να κρυφτείς από τίποτα γιατί σε βρίσκουν, υπάρχουν τόσα μέσα ενημέρωσης, που σε όλα το πρωί, το μεσημέρι θα ακούσεις καλλιτεχνικά, το βράδυ θα δεις στην τηλεόραση τον καλλιτέχνη. Παλιά ήταν διαφορετικά. Δεν είναι συγκρίσιμες οι εποχές. Τότε μπορεί να άκουγες έναν τραγουδιστή και δεν ήξερες πώς είναι η φάτσα του. Σήμερα κάθε μέρα με την τηλεόραση είναι οι καλλιτέχνες μέσα στο σπίτι σου. Είναι πιο εξοικειωμένος ο κόσμος. Γι’ αυτό παλιά έβλεπαν κάποιον τραγουδιστή στο δρόμο και γινόταν χαμός. Αλλάζουν τα μουσικά ρεύματα, άλλοι ρυθμοί, άλλα πράγματα. Κάθε εποχή έχει τα δικά της.

Την εποχή που εσείς ήσασταν στην κορυφή της δημοσιότητας, γινόταν χαμός όταν βγαίνατε έξω, παραλήρημα από τις θαυμάστριες. Έχετε ζήσει τέτοιες στιγμές;

Ναι, χαμός (γέλια)! Μας κυνηγούσαν. Χτυπούσαν τα κουδούνια στο σπίτι. Στέλνανε πολλά γράμματα, γιατί εκείνη την εποχή ο κόσμος έγραφε γράμματα. Στην αποθήκη έχω κιβώτια γεμάτα με γράμματα από θαυμάστριες, οι οποίες μου έγραφαν πόσο ερωτευμένες ήταν, με καρδούλες, αρωματισμένες σελίδες.

Δεν βρέθηκαν στην πορεία της καριέρας σας «Σειρήνες», που προσπάθησαν να σας πείσουν να αλλάξετε το είδος των τραγουδιών που ερμηνεύατε;

Όχι. Με τίποτα. Ήμουν κατηγορηματικός. Δεν θέλω να μπαίνω σε ξένα χωράφια. Δηλαδή, κάτι που δεν το ξέρω και δεν έχω βίωμα μαζί του, μου φαίνεται ξένο προς εμένα. Αυτό που δεν το ξέρω δεν το επιχειρώ. Δεν επιχειρώ να τραγουδήσω λαϊκά. Όχι γιατί δεν μου αρέσει το λαϊκό τραγούδι, αλλά γιατί δεν θα το πω καλά. Δεν το ξέρω. Δεν το ’χω. Ο καθένας είναι για κάτι συγκεκριμένο.

Όμως, γνωρίσατε σπουδαίους λαϊκούς τραγουδιστές και δουλέψατε μαζί, μεταξύ των οποίων τον Στράτο Διονυσίου, με τον οποίο είχατε και φιλική σχέση.

Αυτοί οι μεγάλοι καλλιτέχνες με τους οποίους δεν έχω δουλέψει μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Δηλαδή, δεν έχω δουλέψει με τη Χαρούλα Αλεξίου, τον Γιώργο Νταλάρα, με τρεις-τέσσερις, δεν έχω δουλέψει. Έχω συνεργαστεί με όλους τους άλλους. Για τον Στράτο Διονυσίου πιστεύω -και το λέω- ότι είναι η μεγαλύτερη λαϊκή φωνή που έχει βγάλει η Ελλάδα. Προσωπικά, τον θεωρώ καλύτερο από τον Στέλιο Καζαντζίδη. Πιστεύω ότι ο Στράτος είναι αξεπέραστος. Τον αγαπούσα. Ήταν πολύ δίκαιος, εξαιρετικός συνεργάτης και πάρα πολύ καλός άνθρωπος. Ντόμπρος, αληθινός, ειλικρινής στις σχέσεις του, τζέντλεμαν. Ο Στράτος ήταν ψυχούλα. Με έλεγε χαϊδευτικά «μαγκίτη», από το «μάγκας». Του άρεσε και η φωνή μου, αλλά και ο χαρακτήρας μου, γι’ αυτό και συνεργαστήκαμε αρκετές σεζόν. Το βράδυ πριν πεθάνει, δουλεύαμε μαζί. Τον είδα ότι δεν ήταν καλά. Μάλιστα, μου είπε: «Πονάει η κήλη μου». Έτσι νόμιζε, τελικά ήταν ανεύρυσμα. Το πρωί έμαθα ότι πέθανε.

Έχετε ζήσει τη λατρεία του κόσμου.

Ναι κι ακόμα παίρνω πάρα πολλή αγάπη από τον κόσμο. Στις συναυλίες και στις εμφανίσεις μας, που συνεχίζουμε μαζί με τον φίλο μου Λάκη Τζορντανέλλι, με το μουσικό μας πρόγραμμα «Τα καλύτερά μας χρόνια 60s-70s», μας δείχνουν την αγάπη τους, κι αυτό μας αρέσει πολύ, είμαστε ευγνώμονες.

Με τόσες επιτυχίες και τόσα χρόνια στη νύχτα, λεφτά βγάλατε;

Έβγαλα, αλλά μη νομίζεις ότι ήταν πολύ μεγάλα τα ποσά. Κι αυτό γιατί εκείνα τα χρόνια, τα πολλά λεφτά τα έπαιρναν οι λαϊκοί τραγουδιστές. Όλοι εμείς που ήμασταν στο χώρο του μοντέρνου ή του ελαφρού τραγουδιού παίρναμε το 1/10 από τα χρήματα που έπαιρναν εκείνοι. Για να καταλάβεις, την εποχή που εγώ έπαιρνα 5.000 δραχμές κάθε βράδυ, δούλευα με φίρμα λαϊκό τραγουδιστή που έπαιρνε 100.000 δραχμές. Εγώ δεν ήμουν κι από αυτούς που μαζεύουν λεφτά. Ζούσα καλά. Δεν στέρησα τίποτα στην οικογένειά μου, στα παιδιά μου, ήμασταν πολύ καλά.

Νιώθετε ότι αυτά που ονειρευτήκατε τα «αγγίξατε»; Τα φτάσατε;

Να σου πω την αλήθεια, είχα πάντα χαμηλά τον πήχη. Δεν είχα ονειρευτεί, σου είπα ότι δεν ήμουν αυτό που λένε «ψωνάρα», να θέλω να κατακτήσω τα πάντα. Ήθελα να κάνω αυτό που μου αρέσει, να περνάω καλά, και απολάμβανα ό,τι είχα κατορθώσει, ήταν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι αυτού που είχα στο μυαλό μου. Από κει και πέρα, δεν είχα αυτό το «αχ, δεν μπόρεσα να κάνω αυτό».

Παρά το μεγάλο γυναικείο φαν κλαμπ που είχατε, κοιτάξατε και την προσωπική σας ζωή. Είστε με τη σύζυγό σας Μαίρη από το 1973 και παντρευτήκατε το 1977. Ένας πολύ σεμνός γάμος.

Ναι, πήγαμε μαζί με τα πόδια από το σπίτι μας στη Νέα Σμύρνη στην εκκλησία στους Αγίους Αναργύρους και παντρευτήκαμε χωρίς να το ξέρει κανείς. Ήταν μόνο ο κουμπάρος και οι γονείς μας. Μετά το έμαθαν όλοι οι άλλοι. Δεν με ενδιέφερε να κάνω γάμο χλιδάτο με κόσμο και φασαρία. Θυμάμαι, πριν παντρευτούμε, είχαμε πάει στο γάμο του αγαπημένου μας φίλου Ρόμπερτ Ουίλιαμς και γινόταν χαμός. Και τότε είπα στη Μαίρη: «Εγώ αυτό δεν το θέλω, δεν μου αρέσει».

Πώς τα καταφέρατε να είστε μαζί τόσα χρόνια παρά τις τόσες θαυμάστριες;

Άμα θέλεις, γίνεται. Πρέπει και οι δύο να κρατάνε τις ισορροπίες. Αν είχα μια γυναίκα που ήταν ζηλιάρα, μυστήρια, δεν θα κρατούσε. Έτσι δεν είναι; Και η γυναίκα μου ήξερε ποιον παίρνει και ποιος είναι ο χώρος που δουλεύω, ότι θα αργώ τα βράδια και θα ξενυχτάω. Αυτή είναι η δουλειά μου. Είναι να πετύχεις τον άνθρωπό σου, κι εμείς το καταφέραμε αυτό. Είμαστε πολύ αγαπημένοι, μια πολύ όμορφη, δεμένη οικογένεια. Κι αυτό ήταν πάντα που με ενδιέφερε περισσότερο. Η οικογένειά μας. Το επαγγελματικό το είχα σε δεύτερο πλάνο.

Έχετε και δύο παιδιά, τον Νικόλα και την Ερατώ, αλλά και τον εγγονό σας, τον Γιώργο, που είναι δεκατεσσάρων χρόνων.

Ναι, είναι ο γιος του Νικόλα μου, και περιμένω και από την Ερατώ μου μια εγγονή. O γιος μου είναι καπετάνιος και η κόρη μου διευθύνει μια κατασκευαστική εταιρεία.

Νιώθετε ότι υπήρξατε τυχερός;

Αν υπάρχει τύχη -γιατί άλλοι λένε ότι δεν υπάρχει-, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό. Αλλά, γενικά, πιστεύω πως, όπως στρώνεις, κοιμάσαι. Δεν έπαιξα ποτέ με τη φωτιά, δεν πήρα μεγάλα ρίσκα, παρόλο που, αν το έκανα, ίσως να είχα και πιο μεγάλη επιτυχία. Όμως, ήμουν πάντα χαμηλών τόνων και έβαζα τον πήχη λίγο παραπάνω, δεν τον έβαζα ποτέ ψηλά.

Δημοσιεύθηκε στην Ontime