Η άγρια δολοφονία της 27χρονης Κυριακής Γρίβα από τον 39χρονο πρώην σύντροφό της έξω από το Α.Τ. Αγίων Αναργύρων έχει προκαλέσει σοκ στο πανελλήνιο.

Η άτυχη κοπέλα, που ήταν το πέµπτο θύµα γυναικοκτονίας µέσα στο 2024, έρχεται να προστεθεί σε µια µακρά λίστα, που από το 2010 έως σήµερα αριθµεί 179 νεκρές γυναίκες.

Μάλιστα, από το 2021 έως το 2023 οι γυναικοκτονίες αριθµητικά έχουν ως εξής: 23 το 2021, 24 το 2022, ενώ το 2023 δολοφονήθηκαν 13 γυναίκες.

Οι διαδικασίες είναι χρονοβόρες και σε αρκετές περιπτώσεις τα θύµατα µένουν απροστάτευτα.

Πολλές φορές ακόµα και οι τηλεφωνικές γραµµές που έχουν διατεθεί γι’ αυτόν τον σκοπό δεν απαντούν και οι αιτήσεις ασφαλιστικών µέτρων που κατατίθενται στα δικαστήρια παίρνουν µήνες να εκδοθούν.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση που παρουσιάζουν τα «Π», µε µια γυναίκα που προσέφυγε πριν από µερικούς µήνες στις δικαστικές Αρχές, καταθέτοντας αίτηση ασφαλιστικών µέτρων, ζητώντας να εκδοθούν περιοριστικά µέτρα σε βάρος του πρώην συντρόφου της, ο οποίος την παρενοχλούσε µε συνεχή τηλεφωνήµατα, µηνύµατα και πηγαίνοντας σπίτι της και χτυπώντας συνεχώς το κουδούνι της.

Η αίτηση κατατέθηκε τον περασµένο Οκτώβριο, εκδικάστηκε τον Φεβρουάριο του 2024 και η απόφαση εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2024. Χρειάστηκαν δηλαδή τέσσερις µήνες προκειµένου να εκδικαστεί και πέντε µήνες µέχρι να εκδοθεί µια απόφαση ασφαλιστικών µέτρων, τη στιγµή που η καταγγέλλουσα εξέφραζε σαφείς φόβους για τη σωµατική της ακεραιότητα από τη συµπεριφορά του πρώην συντρόφου της.

2.091 περιστατικά έχουν καταγραφεί από την έναρξη του 2024 και μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου


Με τη δικαστική απόφαση που τελικά εκδόθηκε πριν από µερικές εβδοµάδες απαγορεύτηκε στον πρώην σύντροφό της να την ενοχλεί µέσω τηλεφώνου και ∆ιαδικτύου και να την πλησιάζει σε απόσταση 300 µέτρων, ενώ βάσει του διατακτικού ο θύτης απειλείται µε χρηµατική ποινή και κράτηση εάν παραβιάσει την απόφαση.

Την ίδια στιγµή, τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας που φτάνουν τα τελευταία χρόνια ενώπιον των δικαστικών και αστυνοµικών Αρχών παρουσιάζουν σηµαντική αύξηση.

Συγκεκριµένα, σύµφωνα µε τα επίσηµα στοιχεία, το 2023 καταγγέλθηκαν στις αστυνοµικές Αρχές 13.342 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Από αυτά, τα 9.886 αφορούσαν θύµατα γυναίκες και τα υπόλοιπα άνδρες. Από την έναρξη του 2024 και µέχρι τις 29 Φεβρουαρίου έχουν καταγγελθεί στις αστυνοµικές Αρχές 2.091 ανάλογα περιστατικά, εκ των οποίων τα 1.559 αφορούν γυναίκες και τα υπόλοιπα άνδρες. Η διαχείριση αυτού του τεράστιου όγκου καταγγελιών δεν είναι εύκολη, καθώς οι αστυνοµικοί και οι δικαστικοί λειτουργοί που καλούνται να τα χειριστούν δεν επαρκούν σε σχέση µε τον όγκο των υποθέσεων.

1.559 από αυτά αφορούν γυναίκες και τα υπόλοιπα άνδρες


Σχετικά µε την έξαρση αυτού του φαινοµένου µιλούν στα «Π» η Γιώτα Αλεξανδράκου, BSc, MSc µε ειδίκευση στην Εγκληµατολογική Ψυχολογία, και η δρ Εγκληµατολογίας Κέλλυ Ιωάννου.


«Έχουν πλήρη συνείδηση»

«Τα άτοµα που διαπράττουν ένα τέτοιου είδους έγκληµα έχουν πλήρη συνείδηση των πράξεών τους. Αφορούν όλα τα κοινωνικοοικονοµικά στρώµατα. Ελάχιστες είναι οι πιθανότητες ο δράστης να πάσχει από κάποια ψυχική νόσο, που τον κάνει να προβεί στη γυναικοκτονία. Στην προσωπικότητα των δραστών κυριαρχεί η ανασφάλεια, η οποία καλύπτεται µέσω του συναισθηµατικού ελέγχου του θύµατος. Υπάρχει ένα είδος χειραγώγησης των άλλων, η οποία πολλές φορές υπάρχει και στις κοινωνικές και επαγγελµατικές συναναστροφές», αναφέρει στα «Π» η Γιώτα Αλεξανδράκου, ψυχολόγος µε ειδίκευση στην Εγκληµατολογική Ψυχολογία.

«Η σοβαρή απουσία ενσυναίσθησης είναι αυτή που καθορίζει αυτά τα άτοµα. ∆ηλαδή η αδυναµία να συνδεθούν µε τα αισθήµατα των άλλων αλλά και να κατανοήσουν τα δικά τους συναισθήματα. Πολλοί δράστες βιώνουν υπερβολική ζήλια προς τα θύματά τους. Εμφανίζουν επίσης αντικοινωνικά και ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά», συμπληρώνει.

«Η σοβαρή απουσία ενσυναίσθησης είναι εκείνη που καθορίζει αυτά τα άτοµα. ∆ηλαδή η αδυναµία να συνδεθούν µε τα αισθήµατα των άλλων, αλλά και να κατανοήσουν τα δικά τους συναισθήµατα» ΓΙΩΤΑ ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΑΚΟΥ


«Διακατέχονται από την αίσθηση ανωτερότητας, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να συνάψουν υγιείς σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Θεωρούν ιδιοκτησία τους τις συντρόφους τους, με αποτέλεσμα να μη δέχονται την εγκατάλειψή τους από εκείνες. Δεν δρουν παρορμητικά, είναι ψύχραιμοι και συνήθως έχουν προσχεδιάσει το έγκλημα, όταν απορρίπτονται από τα θύματά τους. Πίσω από το έγκλημα παρατηρείται χρόνια συμπεριφορά κακοποίησης, σωματικής και λεκτικής, ενώ εικάζεται ότι οι δράστες παρουσίαζαν δυσλειτουργική συμπεριφορά κατά την παιδική τους ηλικία», καταλήγει η κυρία Αλεξανδράκου.


«Σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο»

«Η αύξηση των γυναικοκτονιών είναι σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο, που μπορεί να οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Ένας εξ αυτών είναι η ανισότητα των φύλων και η εξουσία που ασκούν ορισμένοι άνδρες στις σχέσεις τους με τις γυναίκες. Σήμερα η ένταση της βίας κατά των γυναικών είναι αποδεκτή, κανονικοποιείται ή ακόμα και ενθαρρύνεται και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε βίαιες πράξεις, όπως οι δολοφονίες. Πέραν της ανισότητας των φύλων, άλλοι παράγοντες περιλαμβάνουν τις πολιτιστικές και κοινωνικές προκαταλήψεις, που διατηρούνται μέχρι σήμερα σε ορισμένες κοινωνίες, καθώς και την έλλειψη πρόσβασης σε υποστηρικτικούς πόρους, όπως κέντρα κρίσης ή νομική προστασία.

Συχνά οι γυναίκες που βρίσκονται σε ευάλωτες θέσεις λόγω κοινωνικών, οικονομικών ή πολιτικών παραγόντων είναι πιο ευάλωτες στη βία. Παραδείγματα περιλαμβάνουν την αύξηση της οικονομικής ανασφάλειας, που οδηγεί σε επιθετικότητα και ελέγχεται με τη βία, καθώς και τη χρήση της βίας ως μέσο ελέγχου της συμπεριφοράς των γυναικών από τους συντρόφους τους. Είναι σημαντικό να αντιμετωπίσουμε αυτούς τους παράγοντες με πολιτικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες που προάγουν την ισότητα των φύλων και προστατεύουν τις γυναίκες από τη βία», επισημαίνει από την πλευρά της η δρ Εγκληματολογίας Κέλλυ Ιωάννου.

«Η δήλωση ότι κάποιος έκανε κάτι «εν βρασµώ ψυχής» συχνά χρησιµοποιείται ως δικαιολογία για ανεύθυνες πράξεις. Η πράξη της δολοφονίας είναι ένα ακραίο και µη αναστρέψιµο βήµα» ΚΕΛΛΥ ΙΩΑΝΝΟΥ


«Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν κάποιον να σκοτώσει τη σύζυγό του ή τη σύντροφό του. Οι κύριοι παράγοντες περιλαμβάνουν την οικονομική ανασφάλεια, την απώλεια ελέγχου και εξουσίας, την ψυχολογική αστάθεια, την εθιστική συμπεριφορά ή ακόμα και την προϋπάρχουσα βία στη σχέση. Η οικονομική ανασφάλεια μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματικό άγχος και απελπισία, καθώς και σε αυξημένη ένταση στις σχέσεις. Η απώλεια ελέγχου και εξουσίας επίσης μπορεί να προκαλέσει ορισμένους ανθρώπους να χρησιμοποιήσουν βία για να διατηρήσουν τον έλεγχο. Η ψυχολογική αστάθεια, όπως η κατάθλιψη ή η ψυχική ασθένεια, επίσης μπορεί να παίξει ρόλο στη λήψη ακραίων αποφάσεων. Η εθιστική συμπεριφορά, όπως η κατανάλωση αλκοόλ ή ναρκωτικών, μπορεί να επιδεινώσει τη συμπεριφορά και να οδηγήσει σε εκρηκτικές συμπεριφορές. Επιπλέον, η προϋπάρχουσα βία στη σχέση μπορεί να δημιουργήσει ένα κλίμα όπου η βία είναι αποδεκτή ή ακόμα και αναμενόμενη», συμπληρώνει.


«Δεν φέρετε καμία ευθύνη»

«Η δήλωση ότι κάποιος έκανε κάτι “εν βρασμώ ψυχής” συχνά χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για ακατάλληλες ή ανεύθυνες πράξεις. Ενδέχεται να υπάρχουν στιγμές που ο άνθρωπος νιώθει έντονα συναισθήματα, όπως θυμό ή απελπισία, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί τη χρήση βίας. Η πράξη της δολοφονίας είναι ένα ακραίο και μη αναστρέψιμο βήμα, που συνήθως απαιτεί προηγούμενη σκέψη και προετοιμασία. Είναι σπάνιο να είναι η δολοφονία αποτέλεσμα απλώς της στιγμιαίας έκρηξης. Συνήθως υπάρχουν προηγούμενα προβλήματα στη σχέση ή στο πρόσωπο του δράστη, όπως έλλειψη αντίληψης για τη σοβαρότητα των πράξεών του, ψυχολογικά θέματα, θέματα ελέγχου ή και ιστορία βίας.

Συνεπώς, είναι σημαντικό να αντιμετωπιστούν οι ριζικοί παράγοντες που οδηγούν σε τέτοιες πράξεις, όπως η εκπαίδευση για την αντιμετώπιση του θυμού και των συγκρούσεων, η παροχή ψυχολογικής υποστήριξης, η πρόληψη της βίας μέσω ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης και η ενίσχυση των υπηρεσιών πρόληψης και ενδυνάμωσης των γυναικών σε περιπτώσεις βίας», εξηγεί στη συνέχεια η κ. Κέλλυ Ιωάννου.

Τέλος, στέλνοντας το δικό της μήνυμα στις γυναίκες που πέφτουν θύματα βίας είτε από πρώην είτε από νυν συντρόφους τους, τονίζει: «Θέλω να σας υπενθυμίσω ότι ο κακοποιητής είναι κακοποιητής, ανεξάρτητα από τη δική σας συμπεριφορά. Η βία και η απειλή δεν δικαιολογούνται ποτέ και δεν είναι ποτέ αποδεκτές. Δεν φέρετε εσείς καμία ευθύνη για τη συμπεριφορά του. Δεν είναι δουλειά σας να αλλάξετε κάποιον που δεν είναι πρόθυμος να αλλάξει τη συμπεριφορά του. Το να προσπαθείτε να “διορθώσετε” κάποιον που επιδεικνύει βίαιη συμπεριφορά είναι επικίνδυνο για εσάς και δεν είναι δίκαιο προς εσάς. Το να αντιμετωπίζετε την κακοποίηση δεν σημαίνει αδυναμία, αλλά, αντίθετα, δείχνει τη δύναμη και τον σεβασμό σας για τον εαυτό σας. Έχετε δικαίωμα σε μια ζωή γεμάτη ασφάλεια και σεβασμό. Μην αναμένετε να αλλάξει ο άλλος, αν δεν επιδεικνύει πραγματική προθυμία να αλλάξει. Μη νιώθετε ενοχές για τίποτα από αυτά που συμβαίνουν. Είστε αξιόλογες και να θυμάστε ότι πάντα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είναι έτοιμοι να σας υποστηρίξουν και να σας βοηθήσουν να βγείτε από αυτή τη δύσκολη κατάσταση».

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 13/04/2024