Του Γώργου Τζογόπουλου, εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

Καθώς τους τελευταίους μήνες η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το «Ισλαμικό Κράτος», μία μυστηριώδης διάσταση της τρομοκρατικής οργάνωσης επισκιάζει κάθε προσπάθεια κατανόησής της.

Αυτή η διάσταση σχετίζεται, κατά μείζονα λόγο, με τα διαφορετικά πεδία όπου δραστηριοποιούνται οι εξτρεμιστές σκορπώντας τον τρόμο. Ενώ, λοιπόν, η Μέση Ανατολή βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων, το «Ισλαμικό Κράτος» καταφέρνει να ενισχύει την παρουσία του και στην Αφρική.

Στην Κένυα, για παράδειγμα, και κυρίως στις νοτιοανατολικές περιοχές, κοντά στη Σομαλία, οι τρομοκρατικές επιθέσεις δεν αποτελούν πρωτόγνωρο γεγονός, αφού ξεκίνησαν πριν από τρία χρόνια.

Πρόσφατα, ένοπλοι της οργάνωσης «Αλ Σαμπάμπ» κατέλαβαν ένα λεωφορείο στην Κένυα και εκτέλεσαν 28 από τους συνολικά 60 επιβάτες, επειδή δεν ήταν μουσουλμάνοι. Η κυβέρνηση της Κένυας αντέδρασε αμέσως. Συγκεκριμένα, οι δυνάμεις ασφαλείας προχώρησαν σε αντίποινα, σκοτώνοντας τουλάχιστον 100 ύποπτα μέλη της «Αλ Σαμπάμπ». Το συγκεκριμένο περιστατικό απασχολεί έντονα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, τα οποία εστιάζουν πλέον στη νέα πηγή του κινδύνου, που ονομάζεται «Ισλαμικό Κράτος».

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ.

«Αλ Σαμπάμπ» στα αραβικά σημαίνει «νεολαία». Η οργάνωση δημιουργήθηκε από μία ομάδα νέων μουσουλμάνων εξτρεμιστών, οι οποίοι μέχρι το 2006 ήλεγχαν την πρωτεύουσα της Σομαλίας, Μογκαντίσου. Αφού εκδιώχθηκαν από εκεί, λόγω της επέμβασης των δυνάμεων της Αιθιοπίας, άρχισαν να δέχονται τη βοήθεια μουσουλμάνων εξτρεμιστών από άλλες χώρες. Η «Αλ Σαμπάμπ», μάλιστα, αρχικά είχε θεωρηθεί παρακλάδι της «Αλ Κάιντα». Σήμερα έχει περίπου 8.000 μαχητές, ενώ έχει τοποθετηθεί στην κατηγορία με τις πιο επικίνδυνες τρομοκρατικές οργανώσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία.

Κατηγορείται για τις επιθέσεις εναντίον της αμερικανικής πρεσβείας το 1998 και ισραηλινών στόχων στην Κένυα το 2002. Από το 2011 και μετά είναι υπεύθυνη για πολλά τρομοκρατικά χτυπήματα και απαγωγές στη χώρα. Μεταξύ άλλων, πέρσι τοποθέτησε βόμβα σε ένα από τα πιο πολυσύχναστα εμπορικά κέντρα στο Ναϊρόμπι με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 68 άνθρωποι. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η «Αλ Σαμπάμπ» ελέγχει σήμερα την κατάσταση στη χώρα της Σομαλίας. Σύμφωνα με το BBC, η συγκεκριμένη τρομοκρατική οργάνωση παραμένει ιδιαίτερα επιτυχής, ιδίως στις αγροτικές περιοχές. Ετσι, εξακολουθεί να είναι σε θέση όχι μόνον να εξασφαλίζει τη χρηματοδότησή της, αλλά και να οργανώνει επιθέσεις αυτοκτονίας και άλλα χτυπήματα.

Πρώτος ηγέτης της «Αλ Σαμπάμπ» ήταν ο Μοαλίμ Χάσι Αϊρο, ο οποίος σκοτώθηκε πριν από έξι χρόνια σε αμερικανικούς βομβαρδισμούς. Τον διαδέχθηκε ο Αχμέτ Αμπντι Γκοντάνε, ο οποίος αποτέλεσε ουσιαστικά τον σύνδεσμο της οργάνωσης με την «Αλ Κάιντα». Κι αυτός, όμως, σκοτώθηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, πριν από περίπου τρεις μήνες.

Ηγετικό ρόλο ανέλαβε σχεδόν αμέσως ένας άλλος εξτρεμιστής, ο Αχμάντ Ουμάρ, ο οποίος αρχικά εκτιμήθηκε από αναλυτές πως επιθυμούσε τη συνέχιση της συνεργασίας με την «Αλ Κάιντα». Ωστόσο, το Bloomberg έχει γράψει ότι η «Αλ Σαμπάμπ», τώρα που άλλαξε ηγεσία, πρόκειται να κινηθεί στη λογική του «Ισλαμικού Κράτους». Κι αυτό γιατί το «Ισλαμικό Κράτος» μπορεί να εγγυηθεί μεγαλύτερη χρηματοδότηση, παράλληλα με εξειδικευμένη στρατιωτική εκπαίδευση των στελεχών της οργάνωσης.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας, Κεν Μενχάους, θεωρεί ότι το «Ισλαμικό Κράτος» μπορεί να προσφέρει στην εν λόγω τρομοκρατική οργάνωση συμβολική στήριξη, ενισχύοντας τη δράση της.

Θεωρητικά, η «Αλ Κάιντα» και το «Ισλαμικό Κράτος» αποτελούν αντίπαλες τρομοκρατικές οργανώσεις. Αυτό σημαίνει ότι η «Αλ Σαμπάμπ» θα κληθεί να επιλέξει συνεργασία είτε με την πρώτη είτε με το δεύτερο. Ωστόσο, οι διαφορές είναι τόσο δυσνόητες για έναν ουδέτερο παρατηρητή, που δεν

αποκλείεται να υπάρξει ακόμα και συμπόρευση. Αλλωστε, τέτοιου είδους τρομοκρατικές οργανώσεις έχουν κοινό εχθρό, που δεν είναι άλλος από τη Δύση, και ειδικότερα τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σε τελική ανάλυση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και οι δύο προηγούμενοι αρχηγοί της «Αλ Σαμπάμπ» σκοτώθηκαν από αμερικανικά πυρά. Ανεξάρτητα, δηλαδή, από το αν η «Αλ Κάιντα» ή το «Ισλαμικό Κράτος» θα αποτελούν, επισήμως, τον βασικό εταίρο της οργάνωσης, ο στόχος της παραμένει ακριβώς ο ίδιος: Να εκδικηθεί τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόσφατα, ένα από τα πιο ισχυρά μέλη της «Αλ Σαμπάμπ», ο Φουάντ Μοχάμεντ Κάλαφ, δεν δίστασε να δηλώσει «ότι αρκετοί Αμερικανοί θα πληρώσουν με τη ζωή τους για τον θάνατο του Γκοντάνε».

Παράλληλα, ένας από τους βασικούς στόχους της «Αλ Σαμπάμπ» είναι να καταφέρει να αποκτήσει τον έλεγχο σε σημαντικές πρωτεύουσες αφρικανικών χωρών, όπως η Κένυα και η Ουγκάντα. Και βέβαια η προαναφερθείσα τρομοκρατική επίθεση στο Ναϊρόμπι δεν μπορεί παρά να συνδέεται με τον στόχο αυτό. Αλλωστε, τόσο η Κένυα όσο και η Ουγκάντα στέλνουν στρατεύματα στις δυνάμεις ασφαλείας της Αφρικανικής Ενωσης στη Σομαλία, όπου βρίσκεται η βάση της «Αλ Σαμπάμπ».

Ετοιμάζεται για αλλαγή στρατηγικής ο Ομπάμα

Καθώς το «Ισλαμικό Κράτος» δείχνει πως πιθανώς επεκτείνεται στην Αφρική, με σκοπό τη συνεργασία του με την «Αλ Σαμπάμπ», ο Αμερικανός πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα, εξακολουθεί να προβληματίζεται για τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι μέσα στην εβδομάδα εξαναγκάστηκε σε παραίτηση ο υπουργός Αμυνας, Τσακ Χέιγκελ.

Η παραίτηση αυτή φυσιολογικά συνδέεται με τις επικρίσεις που έχει δεχθεί ο Λευκός Οίκος για καθυστερημένη αντίδραση και έλλειψη επιτυχημένης προληπτικής πολιτικής στον χειρισμό της κρίσης από την επέλαση των εξτρεμιστών του «Ισλαμικού Κράτους».

Και βέβαια, το πρόσφατο αποτέλεσμα των ενδιάμεσων εκλογών είναι αυτό που έχει οδηγήσει τον Μπαράκ Ομπάμα να γίνει πολύ αυστηρός στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Σύμφωνα με τους «New York Times», ο ίδιος έλαβε την απόφαση να ζητήσει από τον Χέιγκελ να παραιτηθεί μετά από σειρά επαφών που είχε με τον ίδιο και στελέχη της κυβέρνησής του τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Φαίνεται πως πλέον επιθυμεί διαφορετική αντιμετώπιση της αυξανόμενης απειλής των εξτρεμιστών. Ο Χέιγκελ, βετεράνος του πολέμου στο Βιετνάμ και πρώην γερουσιαστής των Ρεπουμπλικάνων, είχε αναλάβει καθήκοντα λιγότερο από δύο χρόνια πριν, καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος προωθούσε τη διαδικασία τερματισμού των πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Ομως, τα δεδομένα δεν είναι πια τα ίδια, με την Ουάσινγκτον να πρέπει να «βουτήξει» ξανά στον βάλτο της Μέσης Ανατολής.

Η απομάκρυνση του Χέιγκελ από το αμερικανικό υπουργείο Αμυνας ναι μεν δείχνει επικοινωνιακά πως ο Ομπάμα έχει λάβει το μήνυμα των εκλογών, αλλά δεν αποτελεί λύση για την καταπολέμηση του «Ισλαμικού Κράτους». Η αλλαγή ενός προσώπου από μόνη της δεν πρόκειται να φτιάξει την κατάσταση. Αλλωστε, πολύ σύντομα οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κληθούν να αποφασίσουν αν θα στείλουν ξανά χερσαίες δυνάμεις στη Μέση Ανατολή. Μόνο με τον τρόπο αυτό θα καταφέρουν να αυξήσουν τις ελπίδες τους να ξεριζώσουν τον καρκίνο του «Ισλαμικού Κράτους». Και βέβαια μία τέτοια απόφαση δεν εξαρτάται μόνο από ένα πρόσωπο, αλλά απαιτεί έγκριση του Κογκρέσου, εφόσον η νέα αμερικανική στρατιωτική επιχείρηση πρόκειται να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Σκληρή διαπραγμάτευση για τα πυρηνικά του Ιράν

Αναγκασμένος να επενδύσει ακόμα μεγαλύτερο πολιτικό κεφάλαιο στην επίτευξη συμφωνίας με τον Αλί Χαμενεΐ για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είναι ο Μπαράκ Ομπάμα, την ίδια στιγμή που προσπαθεί να βρει τη σωστή τακτική για την αντιμετώπιση του «Ισλαμικού Κράτους». Το γεγονός ότι η Αμερική σε συνεργασία με τις άλλες 4 χώρες του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τη Γερμανία δεν κατάφεραν να βρουν λύση με την Τεχεράνη, πριν από την εκπνοή της προθεσμίας της Δευτέρας, σημαίνει ότι οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να συνεχιστούν. Η εξέλιξη αυτή ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενη, καθώς ήταν φανερό ότι οι δύο πλευρές χρειάζονταν περισσότερο χρόνο. Πώς συνδέονται, όμως, όλα αυτά με το «Ισλαμικό Κράτος»;

Η απάντηση είναι απλή: Η Ουάσινγκτον χρειάζεται την Τεχεράνη για την αντιμετώπισή του. Ακόμα και αν ο Ομπάμα αποφασίσει να στείλει χερσαίες δυνάμεις στη Μέση Ανατολή, δεν πρόκειται να πετύχει πολιτική νίκη, χωρίς προηγουμένως να έχει χτίσει μία συμμαχία εναντίον των τρομοκρατών την οποία να μπορεί να εμπιστεύεται. Τους τελευταίους μήνες το Ιράν ανήκει στη συμμαχία αυτή και πράγματι έχει συνεργαστεί με την Αμερική στη δύσκολη αυτή αποστολή. Το πρόβλημα πλέον είναι πως το Ιράν γνωρίζει πολύ καλά ότι παίζει κομβικό ρόλο στην αντιμετώπιση του «Ισλαμικού Κράτους». Ετσι, με δεδομένο ότι οι συζητήσεις για το πυρηνικό του πρόγραμμα θα συνεχιστούν μέχρι τις 30 Ιουνίου του επόμενου χρόνου, είναι σε θέση ακόμα και να ασκήσει πίεση στις Ηνωμένες Πολιτείες να δεχθούν κάποιους από τους όρους του, με αντάλλαγμα τη συνεργασία κατά του «Ισλαμικού Κράτους». 

Και βέβαια μία τέτοια εξέλιξη θα φέρει τον Μπαράκ Ομπάμα σε εξαιρετικά δύσκολη θέση για δύο κυρίως λόγους: Ο πρώτος είναι ότι το οικοδόμημα της εξωτερικής πολιτικής του έχει στηριχθεί τους τελευταίους δώδεκα μήνες στην ειρηνική διευθέτηση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Αν αυτό δεν έχει συμβεί ως τις 30 Ιουνίου, θα πρόκειται για παταγώδη αποτυχία. Και ο δεύτερος είναι ότι θα συνεχίσει να δέχεται τα πυρά των Ρεπουμπλικάνων, που θα του ασκούν κριτική πως έχει αποτύχει στον διπλωματικό τομέα, από τη μία πλευρά ισχυροποιώντας το Ιράν και από την άλλη μη δρώντας σωστά για τον περιορισμό του «Ισλαμικού Κράτους».