Πόρισμα Αρείου Πάγου για υποκλοπές: Καμία σχέση το predator με τις κρατικές υπηρεσίες - Ποιοι παραπέμπονται σε δίκη
Νέα εξέλιξη
Τι προκύπτει από την έρευνα του Αρείου Πάγου για τις υποκλοπές
Με την άσκηση ποινικής δίωξης και την παραπομπή σε δίκη τεσσάρων στελεχών ιδιωτικών εταιρειών που είχαν σχέση με το παράνομο λογισμικό Predator ολοκληρώθηκε η προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.
Όπως προέκυψε από την ανακοίνωση του Αρείου Πάγου δεν προέκυψε ουδεμία σύνδεση της ΕΥΠ η άλλης κρατικής υπηρεσίας ( ΕΛΑΣ η Αντιτρομοκρατική) με το κακόβουλο λογισμικό Pretador και τις καταγγελόμενες παράνομες παρακολουθήσεις, πολιτικών, κρατικών λειτουργών δημοσιογράφων και λοιπά.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Αχιλλέας Ζήσης που διενήργησε την έρευνα μετά την αναβάθμιση της, με το οποίο συμφώνησε και η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη.
Παράλληλα, μετά την ολοκλήρωση της έρευνας παραπέμπονται σε δίκη για πλημμέλημα, λόγω του νόμου (επιεικέστερου) που είχε ψηφιστεί το 2019 επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, τέσσερα πρόσωπα, εκπρόσωποι εταιρειών που ενεπλάκησαν με τον ένα η τον άλλο τρόπο με το κακόβουλο λογισμικό. Πρόκειται για τους τέσσερις που είχαν κληθεί σε ανωμοτί εξηγήσεις ως ύποπτοι.
Την ίδια στιγμή, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, τονίζει στην ανακοίνωση της πως στο πλαίσιο της έρευνας ενεπλάκησαν πέραν της δικαιοσύνης τρείς ανεξάρτητες αρχές, οι οποίες διεξήγαγαν έρευνες, αλλά και επιτόπιους ελέγχους σε δημόσιους φορείς: Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (ΕΛΑΣ), Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), καθώς και σε εταιρείες και κατέθεσαν τις εκθέσεις και τα πορίσματά τους».
Επιπλέον, εξετάστηκαν δεκάδες μάρτυρες, «πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, Διοικητές και Υποδιοικητές και λοιπά μέλη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) την τελευταία 10ετία, μέλη της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ), Ανώτατοι Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, της Διεύθυνσης Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών, Διεύθυνσης Οικονομικών Αρχηγείου κ.λπ τα τελευταία χρόνια, καθώς και της Δ/νσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, συνολικά δε περισσότεροι από σαράντα (40) μάρτυρες».
1. Oλοκληρώθηκε σήμερα η προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση των υποκλοπών, ύστερα από (2) δύο περίπου έτη συνολικά, (9) εννέα δε μόλις μήνες από την αναβάθμιση της έρευνας, με την ανάθεσή της από την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προσωπικά στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, λόγω της μείζονος σημασίας της υπόθεσης και προς αποτροπή του κινδύνου παραγραφής των ερευνωμένων πράξεων. Ο χρόνος εκτιμάται ως ο απολύτως απαραίτητος ενόψει της ασυνήθιστης έκτασης της έρευνας και της σε βάθος διερεύνησης κάθε πτυχής της υπόθεσης.
2.Ενδεικτικά, κατ’ αυτήν εξετάστηκαν, μεταξύ άλλων, και σχεδόν όλοι οι προτεινόμενοι από τους εγκαλούντες-αναφέροντες μάρτυρες και δη πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, Διοικητές και Υποδιοικητές και λοιπά μέλη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) την τελευταία 10ετία, μέλη της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ), Ανώτατοι Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, της Διεύθυνσης Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών, Διεύθυνσης Οικονομικών Αρχηγείου κ.λπ τα τελευταία χρόνια, καθώς και της Δ/νσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, συνολικά δε περισσότεροι από σαράντα (40) μάρτυρες.
3.Επελήφθησαν τρεις Ανεξάρτητες Αρχές και δη η ΑΠΔΠΧ (Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα), η ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών) και η ΕΑΔ (Εθνική Αρχή Διαφάνειας), οι οποίες διεξήγαγαν έρευνες, αλλά και επιτόπιους ελέγχους σε δημόσιους φορείς: Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (ΕΛΑΣ), Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), καθώς και σε εταιρείες και κατέθεσαν τις εκθέσεις και τα πορίσματά τους.
4.Παράλληλα, σε εξέταση μαρτύρων προέβη και η Δ/νση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, που διενήργησε έρευνες σε εταιρείες και οικίες υπόπτων, κατά τις οποίες κατασχέθηκαν έγγραφα, φορολογικά στοιχεία και ψηφιακά πειστήρια, τα οποία εξετάστηκαν στη συνέχεια από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών. Διατυπώθηκαν και απαντήθηκαν δύο αιτήματα Δικαστικής Συνδρομής προς τις δικαστικές αρχές των ΗΠΑ και της Ελβετίας. Διεξήχθη έλεγχος από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας (Τμήμα Φορολογικής Αστυνόμευσης) σε φυσικά και νομικά πρόσωπα και κατατέθηκε το πόρισμά της. Επίσης λήφθηκαν ανωμοτί εξηγήσεις, υποβλήθηκαν υπομνήματα κλπ.
5.Ικανοποιήθηκαν ακόμη όλα τα αιτήματα των εμπλεκομένων, συμπεριλαμβανομένης και της Δικαστικής Πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε στα αρχεία της ΕΥΠ από δύο πραγματογνώμονες, παρουσία του ως άνω εισαγγελικού λειτουργού. Η προκαταρκτική εξέταση κατέληξε σε ένα απολύτως εμπεριστατωμένο πόρισμα 300 περίπου σελίδων, που ο ανωτέρω Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου υπέβαλε στην Εισαγγελέα, η οποία συμφώνησε τόσο με το νομικό όσο και με το ουσιαστικό περιεχόμενό του.
6. Από το πιο πάνω πλούσιο αποδεικτικό υλικό συνάγεται αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) και γενικότερα της ΕΛΑΣ (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού.
7.Ως προς δε τις διατάξεις περί άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, που εκδόθηκαν από την τότε Εισαγγελέα της ΕΥΠ και αφορούν τα έτη 2020-2024, τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο, ο οποίος, εκτός των άλλων, διαχρονικά, δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις ως άνω διατάξεις, η σχετική δε πρόβλεψη, η οποία θεσμοθετήθηκε το πρώτον με το Ν. 2225/1994, διατηρήθηκε συνεχώς από όλες τις Κυβερνήσεις μέχρι τον νέο Ν. 5002/9-12-2022, ενώ είναι σύμφωνη και με το πνεύμα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ.την απόφαση της 16/2/2023 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-349/21). Σημειώνεται εξάλλου ότι για την ανωτέρω Εισαγγελέα της ΕΥΠ, μετά τη διενεργηθείσα σχετικά πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση από Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εκδόθηκε απαλλακτικό πόρισμα, με το οποίο συμφώνησε, θέτοντας την υπόθεση στο αρχείο, και η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων.
8.Περαιτέρω προέκυψαν «επαρκείς ενδείξεις» στο στάδιο αυτό για την κίνηση ποινικής δίωξης σε βάρος ορισμένων νομίμων εκπροσώπων και πραγματικών ιδιοκτητών εταιρειών, για αξιόποινες πράξεις, όπως της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας κ.λπ. Οι πράξεις όμως αυτές, λόγω της επί το επιεικέστερο τροποποίησής τους το 2019, με τον νέο ΠΚ (ν. 4619/2019), τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος και παρά το γεγονός ότι υπό το προγενέστερο, αλλά και το σημερινό νομικό καθεστώς (παλαιός ΠΚ και άρθρο 10 του ν.5002/9-12-2022, που τροποποίησε το νέο ΠΚ) έχουν χαρακτήρα κακουργήματος, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναδρομικής ισχύος του επιεικέστερου νόμου (άρθρο 2 ΠΚ), ενόψει και του χρόνου τέλεσης αυτών, που αφορά τα έτη 2020 και 2021.
9.Οι απαιτούμενες αυτές στο παρόν στάδιο «επαρκείς ενδείξεις» για την κίνηση της ποινικής δίωξης κατά των ως άνω ιδιωτών, οι οποίες ερείδονται κυρίως στη διαπίστωση ότι οι εν λόγω εταιρείες εμπλέκονται σε ανάλογες πράξεις παραβίασης απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας κ.ά., πολιτικών, δημοσιογράφων κ.λπ. και σε άλλες χώρες, σε συνδυασμό με το γεγονός της ύπαρξης παρόμοιων «στόχων» και στην Ελλάδα, κρίθηκε ότι πρέπει να οδηγήσουν τη σχετική κατηγορία στο ακροατήριο για να ελεγχθεί η βασιμότητα αυτής ή όχι.
10.Τέλος επισημαίνεται ότι σε καμία άλλη χώρα δεν διεξήχθη τόσο ενδελεχής (Δικαστική) έρευνα -με τη συμμετοχή μάλιστα και τριών Aνεξαρτήτων Αρχών- για παρόμοια υπόθεση, στις περισσότερες δε περιπτώσεις οι ανάλογες έρευνες κατέληξαν σε επιβολή απλών κυρώσεων και δη προστίμων σε βάρος των ανωτέρω εμπλεκομένων εταιρειών.
«Από την πρώτη στιγμή είπαμε ότι αναμένουμε τις αποφάσεις τις Δικαιοσύνης, κάτι που αποτελεί πάγια θέση της Κυβέρνησης. Η Δικαιοσύνη μίλησε και παρουσίασε το ενδελεχές και εμπεριστατωμένο αποτέλεσμα της έρευνάς της.
Κατά το σκέλος της υπόθεσης που ακόμα εκκρεμεί στη Δικαιοσύνη, επαναλαμβάνουμε την ανωτέρω πάγια θέση μας περί εμπιστοσύνης στις ανεξάρτητες δικαστικές αρχές.
Αναμένουμε με ενδιαφέρον τις απόψεις όλων όσοι είχαν σπεύσει να καταδικάσουν υπηρεσιακούς και πολιτικούς παράγοντες πριν την κρίση της Δικαιοσύνης».
Όπως προέκυψε από την ανακοίνωση του Αρείου Πάγου δεν προέκυψε ουδεμία σύνδεση της ΕΥΠ η άλλης κρατικής υπηρεσίας ( ΕΛΑΣ η Αντιτρομοκρατική) με το κακόβουλο λογισμικό Pretador και τις καταγγελόμενες παράνομες παρακολουθήσεις, πολιτικών, κρατικών λειτουργών δημοσιογράφων και λοιπά.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Αχιλλέας Ζήσης που διενήργησε την έρευνα μετά την αναβάθμιση της, με το οποίο συμφώνησε και η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη.
Παράλληλα, μετά την ολοκλήρωση της έρευνας παραπέμπονται σε δίκη για πλημμέλημα, λόγω του νόμου (επιεικέστερου) που είχε ψηφιστεί το 2019 επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, τέσσερα πρόσωπα, εκπρόσωποι εταιρειών που ενεπλάκησαν με τον ένα η τον άλλο τρόπο με το κακόβουλο λογισμικό. Πρόκειται για τους τέσσερις που είχαν κληθεί σε ανωμοτί εξηγήσεις ως ύποπτοι.
Την ίδια στιγμή, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, τονίζει στην ανακοίνωση της πως στο πλαίσιο της έρευνας ενεπλάκησαν πέραν της δικαιοσύνης τρείς ανεξάρτητες αρχές, οι οποίες διεξήγαγαν έρευνες, αλλά και επιτόπιους ελέγχους σε δημόσιους φορείς: Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (ΕΛΑΣ), Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), καθώς και σε εταιρείες και κατέθεσαν τις εκθέσεις και τα πορίσματά τους».
Επιπλέον, εξετάστηκαν δεκάδες μάρτυρες, «πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, Διοικητές και Υποδιοικητές και λοιπά μέλη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) την τελευταία 10ετία, μέλη της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ), Ανώτατοι Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, της Διεύθυνσης Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών, Διεύθυνσης Οικονομικών Αρχηγείου κ.λπ τα τελευταία χρόνια, καθώς και της Δ/νσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, συνολικά δε περισσότεροι από σαράντα (40) μάρτυρες».
Η ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για τις υποκλοπές
Ειδικότερα, η ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου έχει ως εξής:1. Oλοκληρώθηκε σήμερα η προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση των υποκλοπών, ύστερα από (2) δύο περίπου έτη συνολικά, (9) εννέα δε μόλις μήνες από την αναβάθμιση της έρευνας, με την ανάθεσή της από την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προσωπικά στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, λόγω της μείζονος σημασίας της υπόθεσης και προς αποτροπή του κινδύνου παραγραφής των ερευνωμένων πράξεων. Ο χρόνος εκτιμάται ως ο απολύτως απαραίτητος ενόψει της ασυνήθιστης έκτασης της έρευνας και της σε βάθος διερεύνησης κάθε πτυχής της υπόθεσης.
2.Ενδεικτικά, κατ’ αυτήν εξετάστηκαν, μεταξύ άλλων, και σχεδόν όλοι οι προτεινόμενοι από τους εγκαλούντες-αναφέροντες μάρτυρες και δη πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, Διοικητές και Υποδιοικητές και λοιπά μέλη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) την τελευταία 10ετία, μέλη της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ), Ανώτατοι Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, της Διεύθυνσης Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών, Διεύθυνσης Οικονομικών Αρχηγείου κ.λπ τα τελευταία χρόνια, καθώς και της Δ/νσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, συνολικά δε περισσότεροι από σαράντα (40) μάρτυρες.
3.Επελήφθησαν τρεις Ανεξάρτητες Αρχές και δη η ΑΠΔΠΧ (Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα), η ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών) και η ΕΑΔ (Εθνική Αρχή Διαφάνειας), οι οποίες διεξήγαγαν έρευνες, αλλά και επιτόπιους ελέγχους σε δημόσιους φορείς: Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (ΕΛΑΣ), Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), καθώς και σε εταιρείες και κατέθεσαν τις εκθέσεις και τα πορίσματά τους.
4.Παράλληλα, σε εξέταση μαρτύρων προέβη και η Δ/νση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, που διενήργησε έρευνες σε εταιρείες και οικίες υπόπτων, κατά τις οποίες κατασχέθηκαν έγγραφα, φορολογικά στοιχεία και ψηφιακά πειστήρια, τα οποία εξετάστηκαν στη συνέχεια από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών. Διατυπώθηκαν και απαντήθηκαν δύο αιτήματα Δικαστικής Συνδρομής προς τις δικαστικές αρχές των ΗΠΑ και της Ελβετίας. Διεξήχθη έλεγχος από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας (Τμήμα Φορολογικής Αστυνόμευσης) σε φυσικά και νομικά πρόσωπα και κατατέθηκε το πόρισμά της. Επίσης λήφθηκαν ανωμοτί εξηγήσεις, υποβλήθηκαν υπομνήματα κλπ.
5.Ικανοποιήθηκαν ακόμη όλα τα αιτήματα των εμπλεκομένων, συμπεριλαμβανομένης και της Δικαστικής Πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε στα αρχεία της ΕΥΠ από δύο πραγματογνώμονες, παρουσία του ως άνω εισαγγελικού λειτουργού. Η προκαταρκτική εξέταση κατέληξε σε ένα απολύτως εμπεριστατωμένο πόρισμα 300 περίπου σελίδων, που ο ανωτέρω Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου υπέβαλε στην Εισαγγελέα, η οποία συμφώνησε τόσο με το νομικό όσο και με το ουσιαστικό περιεχόμενό του.
6. Από το πιο πάνω πλούσιο αποδεικτικό υλικό συνάγεται αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) και γενικότερα της ΕΛΑΣ (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού.
7.Ως προς δε τις διατάξεις περί άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, που εκδόθηκαν από την τότε Εισαγγελέα της ΕΥΠ και αφορούν τα έτη 2020-2024, τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο, ο οποίος, εκτός των άλλων, διαχρονικά, δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις ως άνω διατάξεις, η σχετική δε πρόβλεψη, η οποία θεσμοθετήθηκε το πρώτον με το Ν. 2225/1994, διατηρήθηκε συνεχώς από όλες τις Κυβερνήσεις μέχρι τον νέο Ν. 5002/9-12-2022, ενώ είναι σύμφωνη και με το πνεύμα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ.την απόφαση της 16/2/2023 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-349/21). Σημειώνεται εξάλλου ότι για την ανωτέρω Εισαγγελέα της ΕΥΠ, μετά τη διενεργηθείσα σχετικά πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση από Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εκδόθηκε απαλλακτικό πόρισμα, με το οποίο συμφώνησε, θέτοντας την υπόθεση στο αρχείο, και η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων.
8.Περαιτέρω προέκυψαν «επαρκείς ενδείξεις» στο στάδιο αυτό για την κίνηση ποινικής δίωξης σε βάρος ορισμένων νομίμων εκπροσώπων και πραγματικών ιδιοκτητών εταιρειών, για αξιόποινες πράξεις, όπως της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας κ.λπ. Οι πράξεις όμως αυτές, λόγω της επί το επιεικέστερο τροποποίησής τους το 2019, με τον νέο ΠΚ (ν. 4619/2019), τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος και παρά το γεγονός ότι υπό το προγενέστερο, αλλά και το σημερινό νομικό καθεστώς (παλαιός ΠΚ και άρθρο 10 του ν.5002/9-12-2022, που τροποποίησε το νέο ΠΚ) έχουν χαρακτήρα κακουργήματος, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναδρομικής ισχύος του επιεικέστερου νόμου (άρθρο 2 ΠΚ), ενόψει και του χρόνου τέλεσης αυτών, που αφορά τα έτη 2020 και 2021.
9.Οι απαιτούμενες αυτές στο παρόν στάδιο «επαρκείς ενδείξεις» για την κίνηση της ποινικής δίωξης κατά των ως άνω ιδιωτών, οι οποίες ερείδονται κυρίως στη διαπίστωση ότι οι εν λόγω εταιρείες εμπλέκονται σε ανάλογες πράξεις παραβίασης απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας κ.ά., πολιτικών, δημοσιογράφων κ.λπ. και σε άλλες χώρες, σε συνδυασμό με το γεγονός της ύπαρξης παρόμοιων «στόχων» και στην Ελλάδα, κρίθηκε ότι πρέπει να οδηγήσουν τη σχετική κατηγορία στο ακροατήριο για να ελεγχθεί η βασιμότητα αυτής ή όχι.
10.Τέλος επισημαίνεται ότι σε καμία άλλη χώρα δεν διεξήχθη τόσο ενδελεχής (Δικαστική) έρευνα -με τη συμμετοχή μάλιστα και τριών Aνεξαρτήτων Αρχών- για παρόμοια υπόθεση, στις περισσότερες δε περιπτώσεις οι ανάλογες έρευνες κατέληξαν σε επιβολή απλών κυρώσεων και δη προστίμων σε βάρος των ανωτέρω εμπλεκομένων εταιρειών.
Κυβερνητικές πηγές για υποκλοπές: «Η Δικαιοσύνη μίλησε»
Σε σχόλιό τους για το πόρισμα, κυβερνητικές πηγές σημείωσαν τα εξής:«Από την πρώτη στιγμή είπαμε ότι αναμένουμε τις αποφάσεις τις Δικαιοσύνης, κάτι που αποτελεί πάγια θέση της Κυβέρνησης. Η Δικαιοσύνη μίλησε και παρουσίασε το ενδελεχές και εμπεριστατωμένο αποτέλεσμα της έρευνάς της.
Κατά το σκέλος της υπόθεσης που ακόμα εκκρεμεί στη Δικαιοσύνη, επαναλαμβάνουμε την ανωτέρω πάγια θέση μας περί εμπιστοσύνης στις ανεξάρτητες δικαστικές αρχές.
Αναμένουμε με ενδιαφέρον τις απόψεις όλων όσοι είχαν σπεύσει να καταδικάσουν υπηρεσιακούς και πολιτικούς παράγοντες πριν την κρίση της Δικαιοσύνης».